Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Διόρθωση βλασφήμου


   Ο Μιχαήλ … κά­τοι­κος Σμύρ­νης πρίν ἀπό τήν Ἀνταλ­λα­γή, κά­ποι­α μέ­ρα πῆ­γε νά ὀρ­γώ­ση τό χω­ρά­φι του μέ τά βό­δια. Σέ μιά στιγ­μή τό ὑνί[1] σκά­λω­σε κά­που, τά βό­δια δέν προ­χω­ροῦ­σαν καί ὁ ἴδιος δέν ­μπο­ροῦ­σε νά βγά­λη τό ὑ­νί ἀ­πό τό χῶ­μα. Ἀφοῦ κου­ρά­στη­κε καί ἀ­γα­νά­κτη­σε, ἄρ­χι­σε νά βλα­στη­μᾶ τόν Χρι­στό καί­ τούς Ἁ­γί­ους.
   Ἀ­μέ­σως ἔ­χα­σε τό φῶς του πε­ρί­που γιά ἕ­να τέ­ταρ­το. Τό­τε με­τα­νοι­ω­μέ­νος καί συντριμ­μέ­νος πα­ρα­κά­λε­σε τήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή νά τοῦ δώ­ση τό φῶς του καί ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά μήν ξα­να­βλα­σφη­μή­ση πο­τέ. Ἔ­κα­νε καί ἕνα τά­μα. Ὅσο ζοῦ­σε πο­τέ του τήν Πα­ρα­σκευ­ή δέν θά ἔτρω­γε καί δέν θά ἔπι­νε τί­πο­τε. Καί ἀμέ­σως, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος, ξα­νάρ­θε τό φῶς του, ἔβγα­λε εὔ­κο­λα τό ὑνί καί συ­νέ­χι­σε τό ὄρ­γω­μα, εὐ­χα­ρι­στώντας τόν Θεό καί τήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή.
   Ὁ Μι­χα­ήλ με­τά τήν Ἀνταλ­λα­γή ἦρ­θε στήν Ἑλ­λά­δα καί ἐγ­κατα­στά­θη­κε στήν Πά­τρα. Τή­ρη­σε τό τά­μα του. Κά­θε Πα­ρα­σκευ­ή δέν ἔτρω­γε καί δέν ἔπι­νε τί­πο­τ­ε ­οὔ­τε νε­ρό­ μέ­χρι τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Ἀκό­μη καί τά Χρι­στού­γεν­να, ὅταν ἦ­ταν ἡ­μέ­ρα Πα­ρα­σκευ­ή, δέν ἔ­τρω­γε. Ἀλ­λά στήν ἐπι­μο­νή τῶν δικῶν του νά φάη, ἔκα­νε μό­νο αὐ­τήν τήν ἡμέ­ρα πα­ρα­χώ­ρη­ση καί ἔτρω­γε κά­τι γιά τό αἰ­δέ­σι­μο τῆς ἡμέ­ρας γιά νά στα­μα­τή­σουν οἱ πιέ­σεις τῶν οἰ­κεί­ων του.
[1]. Ἡ σι­δε­ρέ­νια ἄκρη τοῦ ἀρό­τρου σέ τρι­γω­νο­ει­δές σχῆ­μα πού εἰ­σέρ­χε­ται στό χῶ­μα καί τό ἀνα­σκά­πτει.
Ἀ­σπά­σθη­κε τά πό­δι­α τοῦ Χρι­στοῦ
Δι­ή­γη­ση εὐ­λα­βοῦς χρι­στια­νοῦ:
«Ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρός ὀρ­φά­νε­ψα ἀ­πό πα­τέ­ρα. Ἡ μάν­να μου ξα­να­παντρεύ­τη­κε καί ἐ­μέ­να μέ ἔ­βα­λαν σέ ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο. Ἀρ­γό­τε­ρα πού με­γά­λω­σα μέ πῆ­ραν μα­ζί τους. Ὁ πα­τρυι­ός μου μέ ἔ­στελ­νε νά που­λῶ λα­χεῖ­α, ἔ­παιρ­νε τά χρή­μα­τα πού κέρ­δι­ζα, μέ κα­κο­με­τα­χει­ρι­ζό­ταν καί μέ χτυ­ποῦ­σε πο­λύ. Κά­ποι­α φο­ρά ἀ­πελ­πί­στη­κα καί εἶ­πα: “Δέν ὑ­πάρ­χει Θε­ός γι­ά μέ­να;”. Πῆ­γα στήν Ἐκ­κλη­σί­α νά προ­σευ­χη­θῶ καί ἀ­σπά­στη­κα τά πό­δια τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου. Ἀλ­λά, τό λέ­ω καί ἀ­να­τρι­χιά­ζω, ἔ­νι­ω­σα νά ἀ­σπά­ζω­μαι πραγ­μα­τι­κά πό­δια, σάρ­κες!».