Ο Μιχαήλ … κάτοικος Σμύρνης πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή, κάποια
μέρα πῆγε νά ὀργώση τό χωράφι του μέ τά βόδια. Σέ μιά στιγμή τό
ὑνί[1]
σκάλωσε κάπου, τά βόδια δέν προχωροῦσαν καί ὁ ἴδιος δέν
μποροῦσε νά βγάλη τό ὑνί ἀπό τό χῶμα. Ἀφοῦ κουράστηκε καί
ἀγανάκτησε, ἄρχισε νά βλαστημᾶ τόν Χριστό καί τούς Ἁγίους.
Ἀμέσως ἔχασε τό φῶς του περίπου γιά ἕνα τέταρτο. Τότε
μετανοιωμένος καί συντριμμένος παρακάλεσε τήν ἁγία
Παρασκευή νά τοῦ δώση τό φῶς του καί ὑποσχέθηκε νά μήν
ξαναβλασφημήση ποτέ. Ἔκανε καί ἕνα τάμα. Ὅσο ζοῦσε ποτέ του
τήν Παρασκευή δέν θά ἔτρωγε καί δέν θά ἔπινε τίποτε. Καί ἀμέσως,
ὤ τοῦ θαύματος, ξανάρθε τό φῶς του, ἔβγαλε εὔκολα τό ὑνί καί
συνέχισε τό ὄργωμα, εὐχαριστώντας τόν Θεό καί τήν ἁγία
Παρασκευή.
Ὁ Μιχαήλ μετά τήν Ἀνταλλαγή ἦρθε στήν Ἑλλάδα καί
ἐγκαταστάθηκε στήν Πάτρα. Τήρησε τό τάμα του. Κάθε Παρασκευή
δέν ἔτρωγε καί δέν ἔπινε τίποτε οὔτε νερό μέχρι τό τέλος τῆς
ζωῆς του. Ἀκόμη καί τά Χριστούγεννα, ὅταν ἦταν ἡμέρα
Παρασκευή, δέν ἔτρωγε. Ἀλλά στήν ἐπιμονή τῶν δικῶν του νά φάη,
ἔκανε μόνο αὐτήν τήν ἡμέρα παραχώρηση καί ἔτρωγε κάτι γιά τό
αἰδέσιμο τῆς ἡμέρας γιά νά σταματήσουν οἱ πιέσεις τῶν οἰκείων
του.
[1]. Ἡ σιδερένια ἄκρη τοῦ ἀρότρου σέ τριγωνοειδές σχῆμα πού εἰσέρχεται στό χῶμα καί τό ἀνασκάπτει.
Ἀσπάσθηκε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ
Διήγηση εὐλαβοῦς χριστιανοῦ:
«Ὅταν
ἤμουν μικρός ὀρφάνεψα ἀπό πατέρα. Ἡ μάννα μου
ξαναπαντρεύτηκε καί ἐμένα μέ ἔβαλαν σέ ὀρφανοτροφεῖο.
Ἀργότερα πού μεγάλωσα μέ πῆραν μαζί τους. Ὁ πατρυιός μου μέ
ἔστελνε νά πουλῶ λαχεῖα, ἔπαιρνε τά χρήματα πού κέρδιζα, μέ
κακομεταχειριζόταν καί μέ χτυποῦσε πολύ. Κάποια φορά
ἀπελπίστηκα καί εἶπα: “Δέν ὑπάρχει Θεός γιά μένα;”. Πῆγα στήν
Ἐκκλησία νά προσευχηθῶ καί ἀσπάστηκα τά πόδια τοῦ
Ἐσταυρωμένου. Ἀλλά, τό λέω καί ἀνατριχιάζω, ἔνιωσα νά
ἀσπάζωμαι πραγματικά πόδια, σάρκες!».