Πιέρ Χαάμπ Ο
Ελβετός Πιέρ Χαάμπ, που απογοητεύτηκε στον Καθολικισμό,
πέρασε από Βουδισμό, Ινδουισμό, καθώς και μοντέρνες ανατολικές
διδασκαλίες, και σήμερα είναι υποδιάκονος στον Ναό Υψώσεως του
Τιμίου Σταυρού στη Γενεύη, μας διηγείται με ειλικρίνια για τον
δρόμο του προς την Ορθοδοξία.
Επιθυμώντας να βρούμε τη θέση μας στη θρησκεία, στην οποία θα
μπορούσαμε να ζούμε με όλο το είναι μας και όχι μόνο διανοητικά,
κάναμε προσπάθεια να «επιστρέψουμε» στον χριστιανισμό, αλλά
ομολογώντας τον σε ντόπια δυτική μορφή, αντί της Ορθοδοξίας, αν και
στη Γενεύη υπάρχει ορθόδοξη παρουσία. Είχαμε μερικές αμφιβολίες,
θεωρώντας ότι αρνούμενοι την «εξωτική» θρησκεία, έτσι θα εκπληρώσουμε
«την υπακοή». Όμως, στην πραγματικότητα κατέστη αδύνατο για μένα να
επιστρέψω στον επίσημο παπισμό, αν και είχα προαίρεση γι’ αυτό.
Ακριβώς τότε, μέσα σε συνθήκες βαθιάς κρίσεως, ο θείος και η θεία
μας, που και αυτοί είχαν στεναχωρηθεί με την ήττα του Καθολικισμού,
μας πρότειναν υποστήριξη. Π.χ., μας γνώρισαν με «παραδοσιακούς
καθολικούς», που δεν δέχτηκαν τις αλλαγές της Δεύτερης Συνόδου του
Βατικανού και συνέχισαν να ομολογούν την πίστη τους όπως πριν. Εκεί
βρήκαμε το περιβάλλον, που ήταν περισσότερο εστιασμένο στην
πνευματικότητα και το οποίο δημιουργούσε συνθήκες για ευλαβή ζωή. Αλλά
όσον αφορά στη θεολογία, όταν οι καρδιές μας είχαν ήδη ανοίξει στην
ορθόδοξη παράδοση (χωρίς να πω για την ευαισθησία μας στις
ανατολικές θρησκείες), αισθανθήκαμε περιορισμένοι. Βρεθήκαμε σε μια
κατάσταση, την οποία θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ως «ζογκλερική»,
δηλαδή ακολουθούσαμε το καθολικό τυπικό, αλλά συλλογιζόμασταν, όπως
τότε νομίζαμε, στο πλαίσιο της ορθόδοξης θεολογίας (λέγαμε το Σύμβολο
της Πίστεως χωρίς Filioque) και παραδεχόμενοι ακόμη και μη
χριστιανικές παραδόσεις. Παρ’ όλο που όλα αυτά δεν βρίσκονταν σε
ισορροπία, αυτή η κατάσταση συμβιβασμού δεν σκανδάλιζε πολύ έναν
διανοούμενο, όπως ήμουν εγώ. Θα μπορούσε να συνεχιστεί έτσι για πολύ
καιρό, όμως ήρθε η στιγμή, που η Χάρις του Θεού παρενέβη ορμητικά στα
γεγονότα, για να με αναγκάσει να περάσω από τον κόσμο των ιδεών στην
πραγματική ζωή, πράγμα το οποίο δεν ήταν μόνο θέμα επιλογής του νου,
αλλά θέμα συγκεκριμένου προορισμού της όλης ύπαρξης.
Ήμουν τότε 32 χρονών και η γυναίκα μου ήταν έγκυος στο πρώτο μας
παιδί. Έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση, η οποία θ’ άλλαζε όλη την
επόμενη ζωή του παιδιού μας.
Αποφασίσαμε να τον βαφτίσουμε, όμως σε ποια Εκκλησία; Στον παπισμό;
Ήταν απαράδεκτο για μας, γιατί βρισκόμασταν σε μια κατάσταση
αποδρομής από τον Καθολικισμό.
Η θρησκεία δεν είναι απλή επιλογή μιας από τις διανοητικές στάσεις του ανθρώπου, αλλά είναι επιλογή ζωής σε όλο το πλήρωμά της
Έτσι μας έμεινε μόνο η Ορθοδοξία, με την οποία συμφωνούσαμε κατά
βάθος στην ψυχή. Το μόνο εμπόδιο, που υπήρχε, ήταν η γλώσσα. Με τη
βοήθεια δύο γνωστών γαλλόφωνων ενοριτών της Ρωσικής εκκλησίας,
καταφέραμε να έρθουμε πιο κοντά της και να διεισδύσουμε στην έννοια
των θεμελιωδών πρακτικών βάσεων της Ορθοδοξίας. Πλησίαζε ο καιρός
της βαπτίσεως. Όμως, όταν κατά τη λογική όλα έπρεπε να εξελίσσονται
απλά και εύκολα, ένιωθα κάτι σαν παράλυση. Αν και είναι παράδοξο, παρ’
όλη τη θεωρητική μου προσέγγιση με την ορθόδοξη διδασκαλία, η δύναμη
και η αξία αυτής της πράξεως μ’ έκαναν άτολμο, ως προς το να κάνω
αυτό το βήμα. Μάλλον φοβόμουν να χάσω τις πολλαπλές επιλογές σε σχέση
με τη θρησκευτικότητα. Όλη αυτή η κατάσταση έμοιαζε με το να πηγαίνει
κανείς γύρω-γύρω από την πισίνα, θέλωντας να κολυμπήσει, αλλά να μην
τολμά να βουτήξει. Ακόμα ένα επιχείρημα, εάν θα χρειαζόταν, είναι
ότι η θρησκεία δεν είναι απλή επιλογή μιας από τις διανοητικές στάσεις
του ανθρώπου, αλλά είναι επιλογή ζωής σε όλο το πλήρωμά της.
Η γέννηση του παιδιού μας μάς ανάγκασε να μεταβούμε από τη θεωρία
στην πραγματικότητα. Έτσι κάναμε αυτό το βήμα και μαζί με την κόρη μας
βουτήξαμε και μπήκαμε στην οικογένεια της Εκκλησίας. Δόξα τω Θεώ για
όλα! Από τότε ανακαλύψαμε την Αληθινή Ζωή.
– Τι σας έφερε στην Ορθοδοξία;
– Η απάντηση, κυρίως, βρίσκεται σ’ αυτά που ανέφερα προηγουμένως. Αλλά θα προσπαθήσω να τα συμπληρώσω.
Βαφτιστήκαμε το Σάββατο της Διακαινησίμου και την επόμενη μέρα, την
Κυριακή του Θωμά, κοινωνήσαμε. Μετά τη Θεία Λειτουργία, ένα ζευγάρι
φίλων μας, που ήταν δίπλα μας κατά τα Μυστήρια, μας κάλεσαν για καφέ.
Έτσι, στην ησυχία του μέρους, μας είπαν μεταξύ σοβαρού και αστείου το
εξής: «Τελικά τι σας τράβηξε να γίνετε ορθόδοξοι;» Ακριβώς τότε,
μετά το μεγαλύτερο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, είχα συνειδητοποιήσει
τις βαθιές αλλαγές, που άρχισαν να συντελούνται εντός μου. Στη
διάρκεια όλης αυτής της περιόδου αναζητήσεων, για περισσότερα από 15
χρόνια, όταν περιπλανιόμουν για να βρω τις απαντήσεις, τη βεβαιότητα
και το μέρος, όπου θα μπορούσα να ρίξω την πνευματική μου άγκυρα,
βρισκόμουν συνέχεια υπό την επήρεια φυγόκεντρων δυνάμεων, οι οποίες με
«σκόρπιζαν», με «διέφθειραν» και με εμπόδιζαν να στερεοποιηθώ
ψυχικά και να εξελίσσομαι πνευματικά. Αυτές οι περιπλανήσεις και η
σύγχυση που αισθανόμουν, φαίνονταν να μην έχουν τέλος. Συνέχεια είχα
μια αίσθηση αστάθειας και αναταραχής. Αισθανόμουν εντελώς τρωτός και
σαν να ήμουν κάτω από την εξουσία όλων των εξωτερικών επιδράσεων.
Εκείνην τη στιγμή -και αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο από τον Θεό, το να
καταλάβω ακριβώς τη στιγμή, που επρόκειτο να βρω την
απάντηση-κατάφερα να περιγράψω την κατάστασή μου ως εξής:
«Αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε στο κέντρο!»
Ήταν το ανεκτίμητο δώρο και ταυτόχρονα η τόσο πολύ ποθούμενη
απάντηση, που ο Θεός μού παρέσχε πλήρως. Η Χάρις του Θεού, που ήταν
αδιατάρακτη και απρόοπτη, ενεργούσε μέσα μου πολύ απλά, αλλά και με
όλη τη δύναμή της.
Θ’ αναφέρω και μίαν άλλη αλλαγή, που μου συνέβη. Ήμουν σχετικά
επιφυλακτικός στο θέμα της εικονολατρείας. Αυτή η πράξη μού φαινόταν
να εστιάζει υπερβολικά στη συναισθηματική πλευρά του ανθρώπου. Η
προσέγγισή μου στη θεογνωσία, κυρίως, είχε σχέση με τη διάνοια και για
τη συναισθηματική εμπειρία δεν είχα πολύ χώρο. Μόλις έγινα μέλος
της Εκκλησίας, προσκύνησα τις εικόνες, αλλά το έκανα για υπακοή.
Θυμάμαι, πλησίασα την Παναγία του Καζάν, την οποία μέχρι τότε θεωρούσα
«ακατάλληλη» για προσκύνημα, επειδή το φαιλόνιό της μου φαινόταν
υπερβολικά διακοσμημένο και σε στιλ μπαρόκ (που στην πραγματικότητα
δεν είναι έτσι) και δεν μου προκαλούσε θερμά συναισθήματα. Και να που,
καθώς πλησίασα στην εικόνα για να την προσκυνήσω, ένιωσα το «κύμα»
της αγάπης, που πήγαζε από την Ίδια την Παναγία, σ’ εμένα. Γέμισε η
καρδιά μου από αυτήν την αγάπη και από τότε εξαφανίστηκε για πάντα το
«φράγμα», που είχα «χτίσει» από τη δική μου πλευρά. Ήταν σαν να
έλιωνε ο πάγος, μπροστά σε μια πηγή θερμότητας. Από τότε, όλες οι
εικόνες για μένα είναι πόρτες, που «ανοίγουν» τα αόρατα φαινόμενα
μπροστά στον άνθρωπο.
Όλα αυτά τα γεγονότα συνέβαιναν με το ίδιο αίσθημα της
κεντρικότητας, στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω. Στην ουσία, η είσοδός
μου στην Ορθοδοξία άνοιξε πλήρως την καρδιά μου, για γίνει έτσι, όπως
την έπλασε ο Θεός, δηλαδή το κέντρο του ανθρώπου και το όργανο γνώσεως
(του Θεού και της κτίσεως) και όχι μόνο κέντρο συναισθημάτων, όπως
την αντιμετωπίζουμε συχνά στο κοσμικό μας περιβάλλον. Αυτή η
«ανακάλυψη» ή η «εξέλιξη» της καρδιάς συντελείτο, βέβαια, σιγά-σιγά,
σύμφωνα με την παιδαγωγική της Εκκλησίας, η οποία καθοδηγεί τα παιδιά
της σε όλη τη διάρκεια της υπάρξεώς τους, τόσο με την πνοή του
Πνεύματος όσο και με τη λειτουργική διδασκαλία και τη ζωή όλων των
μελών της μέσα στην αγάπη.
Ο Θεός μού χάρισε ό,τι έψαχνα και ποθούσα, δηλαδή τον Δρόμο, την Αλήθεια και τη Ζωή
Την πρώτη χρονιά μου στην Εκκλησία είχα ζήσει σημαντικά γεγονότα.
Βρήκα τη βάση μου στην Ορθοδοξία, αλλά ακούσια δεν μπορούσα να
αισθανθώ σε πλήρη ενότητα μαζί της, σαν ένα μέρος του εαυτού μου, που
είχε διαμορφωθεί στον παπισμό, να με ακολουθούσε και να παρατηρούσε το
άλλο μέρος του εαυτού μου να συμμετέχει στις ακολουθίες και τελετές
της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτή η κατάσταση έλλειψης πληρότητας, με τη
χάρη του Θεού, εξαφανίστηκε πλήρως μετά από έναν χρόνο κι εκείνην τη
στιγμή μου εμφανίστηκε μια εικόνα, όπου εγώ ήμουν σαν το φυτό, το
οποίο φυτευόταν σε μία στενή γλάστρα, ξεχωριστά από αληθινό χώμα, και
οι ρίζες του μπερδεύονταν και ακουμπούσαν τα τοιχώματα της γλάστρας.
Όλα αυτά έμοιαζαν με τον παπισμό, που ήταν περιορισμένος στη
δογματική και αποκομμένος από την πληρότητα, ο οποίος μετά
μεταφυτεύτηκε σε χώμα, δηλαδή στην πραγματική Ζωή, η οποία κυλά σε
αφθονία στην Ορθοδοξία. Πώς είναι στην πραγματικότητα στην κηπουρική;
Το φυτό, που βγάλθηκε από γλάστρα, διατηρεί το σύμπλεγμα των ριζών
του αμετάβλητο επί έναν χρόνο. Και όντως, μόνο μετά από έναν χρόνο
ένιωσα ότι κατάφερα να ριζώσω στην ατελείωτη Ζωή, από την οποία με
απέκοπταν τόσα εμπόδια πριν. Έτσι, έπρεπε να ζήσω ολόκληρη
εκκλησιαστική χρονιά, για να αισθανθώ τον εαυτό μου ορθόδοξο 100%.
Καταλήγοντας, ο Θεός μού χάρισε και συνεχίζει κάθε μέρα να μου
κάνει δώρο, με τη χάρη Του και την ανέκφραστη απλοχεριά του, αυτό που
έψαχνα και ποθούσα, δηλαδή τον Δρόμο, την Αλήθεια και τη Ζωή.
Συνεχίζεται...