(22 Δεκεμβρίου 2009) Τρία χρόνια πριν το αναγνωστικό κοινό είχε υποδεχθεί με έκπληξη το βιβλίο “Ο Νικ Μάρβελ και ο Πόλεμος με το Θηρίο”.
Το βιβλίο έγινε ανάρπαστο, καθώς ο “Νικ Μάρβελ” είναι “ένα
μυθιστόρημα”, όμως ένα “μυθιστόρημα” αλλιώτικο από τ’ άλλα. Είναι
γραμμένο για παιδιά, αλλά, για παιδιά από 9 μέχρι 99 ετών. Είναι
γραμμένο για τη γενιά μας και μέσα σ’ αυτό, μπορεί να συναντήσουμε τον
εαυτό μας, με τα καλά του και την ασχήμια του κι ίσως στο τέλος να
θελήσουμε ν’ αξιοποιήσουμε τα καλά.
Ο “Νικ Μάρβελ” είναι ένα “μοντέρνο” βιβλίο, που μιλά στη γλώσσα μας,
στη γλώσσα, που καταλαβαίνουμε και μέσα από τη γλώσσα αυτή περνά κάποια
άλλα πράγματα, που ίσως δεν ακούσαμε ποτέ κι ίσως δεν φανταζόμαστε καν
ότι υπάρχουν. Κάποια από τα γεγονότα και τα πρόσωπα που εμπλέκονται στο
“μύθο” είναι φανταστικά, κάποια άλλα όμως όχι, κι από μας εξαρτάται να
βρούμε τελικά την άκρη.
Στις 18 Δεκεμβρίου κυκλοφόρησε το 2ο βιβλίο της σειράς: “Ο Νικ Μάρβελ και ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς“.
Όσοι είχαμε διαβάσει το πρώτο βιβλίο, είχαμε συμπαθήσει τον Νικ Μάρβελ
και περιμέναμε με ανυπομονησία τη συνέχεια των περιπετειών του.
Ευχόμαστε και το νέο βιβλίο να έχει την ίδια εκδοτική επιτυχία. Την
αξίζει.
~~~
Η φυγή
Ο “Νικ Μάρβελ” έτρεχε. Αυτή τη φορά, ναι, έτρεχε για τη ζωή του. Η Τζένη του το είχε πει ξεκάθαρα.
– Θα σας συλλάβουν και τα έξι παιδιά σε δύο μέρες, είχε πει η κοπέλα.
Το απόγευμα της Τρίτης, όταν θα ήταν στη γιορτή για την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς. Για να μην δώσουν ευκαιρία για σχόλια.
Έπρεπε να φύγουν. Έπρεπε να προλάβουν να φύγουν.
Ούτε κατάλαβε πώς πέρασε το δρόμο, ούτε κατάλαβε πώς έφτασε στο
σπίτι. Μια σκέψη μόνο κυριαρχούσε στο μυαλό του: Έπρεπε να προλάβουν να
φύγουν.
Από μέσα, βαθιά στην καρδιά του, η Ευχή χάραζε το δικό της δρόμο.
– Κύριε, Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν.
Έσπρωξε γρήγορα την εξώπορτα του κήπου, που έκλεισε πίσω του κι
όρμησε στον πλακόστρωτο διάδρομο του κήπου, προς το πίσω μέρος της
μικρής μονοκατοικίας. Η πίσω πόρτα της κουζίνας, πάντα ξεκλείδωτη -μια
πολύχρονη και αυθόρμητη συνήθεια, που η οικογένεια διατηρούσε από την
“παλιά, καλή εποχή”, όταν οι Έλληνες, ειδικά στην ύπαιθρο, συνήθιζαν να
μην κλειδώνουν τα σπίτια τους-, σπρώχτηκε με βιασύνη και ο Νίκος
Βερβελίδης στάθηκε λαχανιασμένος στην άδεια κουζίνα.
– Αλεξάνδρα, πού είσαι; Αλεξάνδρα;
Το τρομαγμένο και απορημένο πρόσωπο της μεγάλης αδελφής φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
– Τι έπαθες Νικόλαε; Τι τρέχει; Ρώτησε γεμάτη αγωνία.
Με μικρές, κοφτές, λαχανιασμένες φράσεις, ο “Νικ Μάρβελ” περιέγραψε
την κατάσταση. Τον διαλογισμό στο Αμφιθέατρο, την κα Βρισθένιου, την
εξομολόγηση της Τζένης.
– Είσαι σίγουρος ότι σου είπε την αλήθεια; Αυτά τα “μοντέρνα”
κορίτσια συχνά λένε ψέματα για να διασκεδάσουν με την αγωνία του άλλου!
Ο “Νικ Μάρβελ” ήταν σίγουρος.
– Έπρεπε να την δεις, Αλεξάνδρα. Ήταν άλλος άνθρωπος! Δεν έλεγε ψέματα.
– Τότε θα πρέπει να φύγουμε και μάλιστα γρήγορα. Η ανησυχία γέμιζε
τώρα τα μάτια και της μεγάλης αδελφής. Όμως ψύχραιμα, με σύνεση,
συνέχισε σα να ήθελε να βάλει σε τάξη τον ίδιο της τον εαυτό.
– Ας οργανωθούμε, λοιπόν, πρότεινε ο Νικόλαος. Και πρώτα απ’ όλα. Πού είναι τα παιδιά;
– Οι δίδυμες είναι στο δωμάτιο των κοριτσιών, ο Ιωάννης, στο δικό σας, ο Εμμανουήλ δεν έχει γυρίσει ακόμη.
– Δεν τον συνάντησα ούτε στο Σχολείο, είπε ο Νίκος σκεφτικός. Έτσι
που έφυγα… Φοβούμαι ότι ίσως με ψάχνει, ίσως να με περιμένει ακόμη εκεί.
– Ας δούμε, πρώτα, πού θα πάμε, είπε η μεγάλη αδελφή, και τότε μιλάμε στους υπόλοιπους.
Μετά την ανάληψη της “αρχηγίας” της απορφανισμένης πλέον οικογένειας,
τα δύο αδέλφια ένοιωθαν απ’ τη μια μεριά την ευθύνη της λήψης
αποφάσεων, όπως και οι γονείς τους παλαιότερα σε παρόμοιες περιπτώσεις,
κι από την άλλη, την υποχρέωση της ελεύθερης και συλλογικής αποδοχής των
οικογενειακών αποφάσεων, όταν καλούνταν να επιλύσουν κάποιο σημαντικό
γεγονός. Έπρεπε, λοιπόν, οι δυο μεγαλύτεροι να οργανώσουν το σχέδιο κι
έπειτα να το θέσουν υπ’ όψιν των υπολοίπων. Όμως έπρεπε, ό,τι ήταν να
γίνει, να γίνει γρήγορα, γιατί ο χρόνος πίεζε τρομερά.
– Θα πρέπει να καταφύγουμε στην Παναγία, στο μοναστήρι, ήταν η πρώτη φράση, που ήλθε αυθόρμητα στα χείλη και των δύο αδελφών.
Και ήταν λογικό. Στην Ιερά Μονή του “Γενεθλίου της Θεοτόκου”, στο
Μοναστήρι της Δαμάστας, εγκαταβιούσε τώρα ο Πνευματικός τους, ο π.
Τιμόθεος, ως Πνευματικός της γυναικείας αδελφότητας της Μονής. Ήταν ο
μόνος άνθρωπος τον οποίο εμπιστεύονταν, εκτός από τους γονείς τους κι
ήταν εκείνος στον οποίο εξομολογούνταν και τον οποίο συμβουλεύονταν,
οπότε υπήρχε διάσταση απόψεων μέσα στην οικογένεια.
– Πώς θα φθάσουμε, μέχρις εκεί; Θα φθάσουν τα χρήματα που έχουμε;
Μήπως πρέπει να χωριστούμε για να μην δώσουμε στόχο; Τα ερωτήματα
ξεπρόβαλαν αμείλικτα ζητώντας λύσεις.
– Θα πρέπει να χωριστούμε, είπε η Αλεξάνδρα.
– Ναι, είναι ίσως καλύτερα έτσι. Πάρε εσύ τις δίδυμες.
– Σύμφωνοι! Εσείς θα κινηθείτε και οι τρεις μαζί;
– Κάνω τη σκέψη… μουρμούρισε ο Νικόλαος, κοιτάζοντας αφηρημένα τον
τοίχο, μπρος από τον οποίο ορθώνονταν το ηλεκτρικό ψυγείο, κάνω τη σκέψη
να στείλω τον Ιωάννη με τον Εμμανουήλ κι εγώ να κινηθώ ξεχωριστά.
Πιστεύω ότι έτσι δίνουμε λιγότερο στόχο.
– Θα χρειαστούμε να πάρουμε μαζί μας και τρόφιμα, συμπλήρωσε η μεγάλη
αδελφή ακολουθώντας το βλέμμα του. Ίσως έχεις δίκιο…, μια παρέα τριών
κοριτσιών περνά πιο εύκολα απαρατήρητη από τρία αγόρια, στα μάτια των
Φρουρών, που υποψιάζονται και ελέγχουν τα πάντα, έπειτα μάλιστα από τις
κινητοποιήσεις των Αντεργκράουντ. […]
[Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 10 του πρώτου βιβλίου]