Κατά
τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ἕνας στρατιώτης βλέποντας τόν
κίνδυνο ἔταξε, ἄν διασωθῆ, νά γίνη μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος
μαζί μέ τά δύο του παιδιά. Πράγματι, τελείωσε ὁ πόλεμος καί ὁ
στρατιώτης πού διεφυλάχθηκε σῶος, δέν λησμόνησε τό τάμα του.
Πῆρε
τά δύο του παιδιά καί ξεκίνησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλά ἔγινε
μεγάλη τρικυμία καί δέν κατώρθωσε νά φθάση στό Ὄρος, γι᾽ αὐτό
γύρισε στό σπίτι του. Τό ἴδιο συνέβη καί τήν δεύτερη φορά.
Ἐπεχείρησε πάλι γιά τρίτη φορά καί κατώρθωσε νά φθάση μέχρι
τήν Δάφνη. Ξεκίνησαν μέ τά πόδια νά ἀνεβοῦν στίς Καρυές.
Ξαφνικά
βλέπουν ἀπέναντι στήν πλαγιά νά κατεβαίνη ἕνας μοναχός
τρέχοντας πρός τό μέρος τους. Σταμάτησε μπροστά τους καί ἄρχισε
νά λέη στόν πατέρα: «Ποῦ τά πᾶς αὐτά τά παιδιά; Δέν τά λυπᾶσαι;
Γύρισέ τα πίσω». Ὁ πατέρας ἀγανακτισμένος εἶπε στόν μοναχό:
«Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ».
Τότε,
ὁ ὑποτιθέμενος μοναχός ἔγινε ἄφαντος, χάθηκε μπροστά ἀπό
τά μάτια τους καί κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ διάβολος πού εἶχε
πάρει τήν μορφή μοναχοῦ καί προσπαθοῦσε νά τούς ἀποτρέψη ἀπό
τόν θεάρεστο σκοπό τους, τήν ἐκπλήρωση τοῦ τάματος.
Μέ
τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐκπλήρωσαν τό τάμα τους καί ἔγιναν
μοναχοί. Τό ἕνα ἀπό τά παιδιά, ὀνόματι Μηνᾶς, ἀξιώθηκε νά
γίνη ἱερέας καί Πνευματικός. Ἔμενε στά Βατοπεδινά Κελλιά
καί σ᾽ ὅλη του τήν ζωή δέν βγῆκε ποτέ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.