Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Όταν οι Τοίχοι Μιλούν - Η Φαρμακευτική Άμβλωση

Η «Επιστήμη» προσφέρει πολλές μεθόδους για να φονεύεται το μικρό αγέννητο μωρό, είτε χειρουργικά, είτε φαρμακευτικά (ορμονική αντισύλληψη, χάπι επόμενης μέρας, εκτρωτικά χάπια), με συνδυασμούς ορμονικούς και μηχανικούς (ενδομήτρια σπειράματα), στην Εξωσωματική κτλπ. Δεν έχει σημασία το μέγεθος ή η ηλικία, αλλά το αποτέλεσμα. Το παιδί με όλους τους τρόπους θανατώνεται, ενώ η μητέρα και οι λοιποί συνεργοί έχουν τη δική τους ευθύνη και συνέπειες οποιαδήποτε μέθοδος και αν χρησιμοποιηθεί.

Εδώ περιγράφεται ένα περιστατικό φαρμακευτικής άμβλωσης, από το βιβλίο «Όταν οι τοίχοι μιλούν», της Άμπυ Τζόνσον.
Η Άμπυ Τζόνσον εργάστηκε και διηύθυνε επώνυμη κλινική αμβλώσεων στο Τέξας. Υπήρξε στην αρχή της καριέρας της ένθερμη αγωνίστρια υπέρ των «Αναπαραγωγικών Δικαιωμάτων της Γυναίκας»". Όταν συνειδητοποίησε πως όλες οι «Υπηρεσίες Υγείας» που προσέφερε στην κλινική της (αντισύλληψη, φαρμακευτική και χειρουργική άμβλωση),  δεν ήταν τίποτα παραπάνω από συνέργεια στη θανάτωση  αγέννητων παιδιών και κακοποίηση των γυναικών, μετάνιωσε και η πορεία της άλλαξε ριζικά . Έγινε  θερμή υποστηρίκτρια του αγέννητου παιδιού ήδη από τη σύλληψη, αλλά και των γυναικών, ώστε να μη πέφτουν θύματα του συστήματος των αμβλώσεων. (https://en.wikipedia.org/wiki/Abby_Johnson_(activist)).
Στο βιβλίο της: «Όταν οι τοίχοι μιλούν», αποδομεί μέσα από διαδοχικές αληθινές διηγήσεις όλες τις μορφές άμβλωσης, χημικής, μηχανικής και χειρουργικής,  αποκαλύπτοντας πως όλες τους είναι μέθοδοι θανάτωσης αθώων υπάρξεων, οι οποίες συγχρόνως εκθέτουν σε σοβαρό κίνδυνο και υποβιβάζουν τη γυναικεία αξιοπρέπεια.].

Η Φαρμακευτική Άμβλωση
Ο Γάλλος, παιδί θαύμα, εφευρέτης και χριστιανός φιλόσοφος, Μπλαιζέ Πασκάλ (Blaise Pascal) είχε πει κάποτε πως «το Κακό είναι εύκολο και έχει αμέτρητες μορφές».
Όταν ήμουν στην ηλικία των είκοσι και κάτι ετών, απείχα πάρα πολύ από το να πιστεύω ότι η έκτρωση είναι κάτι κακό. Για δεύτερη φορά, ήρθα αντιμέτωπη με μια ανεπιθύμητη και ασφαλώς απρόσκλητη εγκυμοσύνη.
Διάνυα ήδη την όγδοη εβδομάδα, ενώ πατέρας του μωρού ήταν ο σύζυγός μου, με τον οποίο βρισκόμασταν σε διαδικασία έκδοσης διαζυγίου. Τα χρόνια που είχα ξοδέψει μαζί του και ο τρόπος με τον οποίο είχε συμπεριφερθεί ως πατέρας, ή για την ακρίβεια είχε αποτύχει να συμπεριφερθεί ως πατέρας στα παιδιά που είχε αποκτήσει από προηγούμενη σχέση, ήταν αρκετά για να πειστώ ότι απλούστατα δεν μπορούσα και δεν θα άντεχα να φέρω στον κόσμο το παιδί αυτού του άντρα.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά το χρόνο εκείνο προσέφερα εθελοντική εργασία σε κλινική εκτρώσεων, ήμουν σκληροπυρηνική υποστηρίκτρια του αγώνα υπέρ των εκτρώσεων και περιτριγυρισμένη από ανθρώπους υπέρ των εκτρώσεων, πνευματικά, μέσα μου, δεν χρειάστηκα καθόλου προσπάθεια να ζυγίσω την απόφασή μου να τερματίσω την εγκυμοσύνη. Πολύ περισσότερο χρόνο αφιέρωσα εξετάζοντας τις πιθανές επιλογές για τον τρόπο της έκτρωσης.
Λίγα χρόνια νωρίτερα είχα μια χειρουργική έκτρωση. Παρά το γεγονός ότι δεν είχα αντιμετωπίσει επιπλοκές από την επέμβαση, είχα πληροφορηθεί για την έκτρωση με χρήση φαρμακευτικών ουσιών και με έτρωγε η περιέργεια. Κάτι σε όλη αυτή τη διαδικασία μου φάνταζε ως ολιστικό, συμβατό με τη φύση, μη επεμβατικό και ιδιωτικό. Δεν απαιτούνταν μηχανήματα και σκούπες αναρρόφησης. Και το καλύτερο μέρος ήταν πως ολόκληρη η διαδικασία θα λάμβανε χώρα εντός των ορίων του απολύτως δικού μου χώρου, του σπιτιού μου, με όποιο πρόγραμμα εγώ αποφάσιζα και την αξιοπρέπειά μου τελείως ανέπαφη.
Αν αυτό δεν ήταν μια πρόοδος του φεμινισμού, σίγουρα, δεν θα ήξερα πως αλλιώς να το χαρακτηρίσω. Αφού άκοπα συμπλήρωσα μερικά έγγραφα, έκανα κάποιες βασικές αιματολογικές εξετάσεις και έναν υπέρηχο, οδηγήθηκα στριμωγμένη σε ένα δωμάτιο για τον υποχρεωτικό διάλογο–συζήτηση, πριν την έκτρωση. Είχα κουβαλήσει μαζί μου μία φίλη μου, αλλά κανένας συνοδός δεν επιτρέπεται ποτέ να προχωρήσει πέρα από το θάλαμο αναμονής και αναγκάστηκα να περιμένω μόνη μου. Η «συμβουλευτική» που είχα πριν την έκτρωση, αποτυπώθηκε στο διηνεκές μέσα στο μυαλό μου, με την ίδια λεπτομέρεια και βαρύτητα, που έχουν οι προεδρικές κεφαλές στο όρος Ράσμορ .
«Θα έχεις για λίγο έντονη αιμορραγία και κράμπες ανάλογες με τους πόνους περιόδου», με διαβεβαίωσε η υπάλληλος, προσθέτοντας: «τίποτε από αυτά δεν θα πρέπει να διαρκέσει πολύ και θα επιστρέψεις στο φυσιολογικά μέσα σε λίγες ημέρες».
Ακόμη θυμάμαι να απαντώ πως φαίνεται καλή λύση.
Και όντως φαινόταν. Λίγα χάπια, μια περίοδος με έντονα συμπτώματα και σε λίγες μόνο ημέρες θα ήμουν τόσο καλά, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Αν και υπήρχαν ρίσκα και παράπλευρες αρνητικές συνέπειες των μαγικών χαπιών, η υπάλληλος ποτέ δεν ανέφερε το παραμικρό σε μένα. Ως μια νεαρή, ιδεολόγος, εθελοντής υπέρμαχος των εκτρώσεων, εμπιστευόμουν ολοκληρωτικά πως όλοι σκεφτόντουσαν μόνο το καλό μου. Θεωρούσα πως αν υπήρχε οποιαδήποτε πληροφορία που έπρεπε να μάθω για τα εν λόγω χάπια, θα είχαν κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μου την παρέχουν. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος της ύπαρξης του κινήματός μας, να είμαστε στην υπηρεσία των γυναικών που αντιμετωπίζουν μια κρίση.
Με αυτοπεποίθηση, αντάλλαξα τα τετρακόσια δολάρια που είχα σε μετρητά, για ένα χάπι μιφεπριστόνης και μια καφέ σακούλα φαρμάκων που πήρα στο σπίτι μου. Όπως μου είχαν υποσχεθεί, δεν υπέφερα από καμία παρενέργεια μετά τη λήψη του πρώτου χαπιού, στην πραγματικότητα ένιωθα υπέροχα.
Την επόμενη ημέρα ήμουν μια υπάκουη ασθενής, που ακολουθεί τις οδηγίες διεξοδικά. Έχοντας λάβει ένα ελαφρύ γεύμα, πήρα τα φάρμακα από την καφέ σακούλα, τέσσερα χάπια με την ονομασία μισοπροστόλη. Είχα λάβει προειδοποίηση ότι με τα χάπια αυτά θα ξεκινούσα να αιμορραγώ και να έχω κράμπες, ενδεχομένως εντός μιας ώρας, όμως δεν θα ήταν μια κατάσταση ανυπόφορη. Με τη βοήθεια ενός χαπιού ιμπουπροφένης ή δύο, θα αντιμετώπιζα εύκολα τη δυσφορία.
Ετοίμασα μια ζεστή γωνιά στο κρεβάτι μου και άνοιξα την τηλεόραση, με τη σκέψη ότι θα καταφέρω να αντιπαρέλθω την αναμενόμενη μικρή δοκιμασία του σώματός μου, χωρίς να της δώσω ιδιαίτερη σημασία, αλλά αντιθέτως θα την ξεπεράσω εύκολα. Ενώ άλλαζα διαρκώς τους τηλεοπτικούς σταθμούς, αποπειράθηκα να αγνοήσω τη συναισθηματική αμφιταλάντευση για το τι ετοιμαζόμουν να κάνω, ή για την ακρίβεια, αυτού που κιόλας  είχα πράξει καταπίνοντας τα χάπια. Αρχικά είχα μια μικρή επιτυχία νιώθοντας άνετα, αφού μόλις σε δέκα λεπτά δεν είχα πλέον ανάγκη τη βοήθεια της τηλεόρασης ή του τηλεχειριστηρίου για να ξεχαστώ.
Ξαφνικά, μου ήρθε σκοτοδίνη εξαιτίας ενός πόνου στην κοιλιά, τέτοιου που ποτέ στο παρελθόν δεν είχα αντιμετωπίσει. Και τότε ήρθε το αίμα, με ένταση παροιμιώδη, όπως ένα παλιρροϊκό κύμα. Άγνωστο πως, αλλά κατάφερα να συρθώ μέχρι το μπάνιο. Η αγωνία μου μεγάλωνε με κάθε βήμα που έκανα. Η αιμορραγία ήταν τρομακτική και αδυσώπητη. Κανένα από τα συνηθισμένα μέσα που χρησιμοποιούμε δεν ήταν εφικτό να απορροφήσει τη ροή του αίματος.
Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να καθίσω στην τουαλέτα, έχοντας μέσα μου έντονη την ιδέα ότι θα πεθάνω από ακατάσχετη αιμορραγία. Έντονος πόνος συντάραζε το στομάχι μου, κορυφωνόταν, για να μειωθεί λιγάκι, και επανερχόταν. Αλλά η αιμορραγία δεν είχε σταματημό. Η κατάντια μου πολλαπλασιάστηκε όταν με χτύπησε και η ναυτία. Ορίστε! Είχα φθάσει στο σημείο ταυτοχρόνως να αιμορραγώ και να κάνω εμετούς στο καλάθι των σκουπιδιών του μπάνιου. Άρχισα να φωνάζω. Ο ιδρώτας μου κυριολεκτικά έτρεχε σαν ποτάμι πάνω στο σώμα μου. Αυτού του είδος η εφίδρωση δεν έχει σε τίποτε να κάνει με τον ιδρώτα μετά από πυρετό. Είναι ξεκάθαρο αποτέλεσμα ενός εξοντωτικού πόνου.
Μετά την παρέλευση αρκετών ωρών, πίεσα τον εαυτό μου να αρχίσει να αισθάνεται ελαφρώς αισιόδοξα, με την ελπίδα ότι μπορεί και να επιβιώσω. Ήμουν εξαντλημένη, λουσμένη κυριολεκτικά από τον ιδρώτα και τα αίματα. Ήθελα απεγνωσμένα να κάνω ένα μπάνιο. Αναζητούσα με αγωνία μία ανάπαυση από τις αδιάκοπες κράμπες και  ήλπιζα ότι το ζεστό νερό θα μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση. Κι αν όμως δεν βοηθούσε, τουλάχιστον θα απομάκρυνε τη βρωμιά που είχε συσσωρευτεί πάνω μου τις τελευταίες ώρες. Ιδίως τα μαλλιά μου ήταν γεμάτα από ιδρώτα και εμετό, ενώ τα πόδια μου ήταν καλυμμένα με ένα μείγμα από ιδρώτα, εμετό και αίμα.
Δοκίμασα τα πόδια μου και ευτυχώς συνεργάστηκαν. Εξουθενωμένη και διαλυμένη, σύρθηκα μέσα στη μπανιέρα. Οι κράμπες συνέχισαν να με επισκέπτονται κατά κύματα, αλλά το ζεστό νερό φάνηκε πως είχε μία ελαφρώς ανακουφιστική επίδραση πάνω τους. Ευγνώμων, έκλεισα τα μάτια μου και ακούμπησα το κεφάλι μου στην άκρη της μπανιέρας. «Σε παρακαλώ Θεέ», σιωπηλά προσευχήθηκα. «Σε παρακαλώ κάν’ το να τελειώσει». Όντας σε μια κατάσταση εξασθένωσης και κούρασης, αισθάνθηκα ότι μεταπήδησα σε μία μορφή ημι-λιποθυμίας για λίγα λεπτά.
Ένας νέος γύρος από κράμπες με επανέφερε στην πραγματικότητα. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου και αυτό που είδα με τρομοκράτησε, έμεινα να κοιτάζω παγωμένη για λίγα δευτερόλεπτα, με το μυαλό μου να αρνείται να αποδεχθεί το θέαμα. Το νερό του μπάνιου είχε κατακοκκινίσει από το αίμα. Είχα σωριαστεί κάτω, ήμουν πεσμένη μέσα σε μια εγκληματική σκηνή. Μια αίσθηση μεταλλικής μυρωδιάς πλημμύρισε τα ρουθούνια μου, προκαλώντας ένα νέο κύμα ναυτίας.
Ένα πράγμα γνώριζα με σιγουριά: έπρεπε πάση θυσία να βγω έξω από τη μπανιέρα, έπρεπε να ξεβγάλω το αίμα από το σώμα μου. Το φρικιαστικό θέαμά μου έδωσε στο ταλαιπωρημένο κορμί μου, μια ώθηση αδρεναλίνης και μπόρεσα να σηκωθώ όρθια. Έτρεμα σύγκορμη, και όπως η επίδραση της αδρεναλίνης τελείωσε απότομα, οδηγήθηκα πάλι στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Για άλλη μια φορά, κυριεύθηκα από κρύο ιδρώτα. Κλαίγοντας με λυγμούς, πιάστηκα από τους τοίχους της μπανιέρας με την πρόθεση να παραμείνω σε κάθετη στάση, διότι είχα τελείως τρομοκρατηθεί με το ενδεχόμενο να καλυφθούν πάλι τα πόδια μου με αίματα όπως προηγουμένως.
Ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που ένιωσα κάτι να απελευθερώνεται εντός μου, ακολουθούμενο από έναν χαρακτηριστικό ήχο πτώσης στα ματωμένα νερά της μπανιέρας, τα οποία απομακρύνονταν από το στόμιό της. Προσπάθησα να κρατηθώ σταθερά και λύγισα προς τα κάτω, αναζητώντας τί ήταν τέλος πάντων αυτό το οποίο είχε βγει από μέσα μου. Ήταν ένας θρόμβος αίματος με μέγεθος όσο ένα λεμόνι. Κοιτούσα αποσβολωμένη, γεμάτη δυσπιστία. Ήταν αυτό το μωρό μου;
Δεν ήθελα να το κοιτάω. Το μόνο που ήθελα ήταν να εξαφανιστεί από μπροστά μου. Ένας όγκος τέτοιου μεγέθους δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να φύγει από την έξοδο των νερών της μπανιέρας. Χρησιμοποιώντας και τα δύο χέρια μου, μπόρεσα να το πιάσω και να το πετάξω μέσα στην τουαλέτα. Με τον τρόπο αυτό το μεγαλύτερο μέρος της ακαταστασίας αποστραγγίστηκε από τη μπανιέρα και έμεινα όρθια εντός της για μερικά ακόμη λεπτά. Οι κράμπες δεν φαίνονταν πλέον τόσο έντονες.
Η σκέψη πως ο εφιάλτης είχε τελειώσει, όντως περνούσε από το μυαλό μου, αλλά διακόπηκε απότομα από έναν ακόμη ανυπόφορο πόνο χαμηλά στην κοιλιά μου. Διπλώθηκα στα δύο, τραβώντας την κουρτίνα, βγήκα παραπατώντας από τη μπανιέρα και κάθισα ξανά στην τουαλέτα. Και βγήκε από μέσα μου ένας ακόμη θρόμβος αίματος, με μέγεθος όσο ένα λεμόνι, και μετά άλλος ένας και άλλος ένας, συνεχόμενα…
Κόντευαν μεσάνυχτα. Βρισκόμουν ήδη δώδεκα ώρες μέσα στο μπάνιο, κυριευμένη από αγωνία. Ακόμη, όμως, η αιμορραγία εξακολουθούσε να είναι πολύ έντονη, τόσο που ούτε καν μπορούσα να διανοηθώ να επιστρέψω στο κρεβάτι μου. Οι θρόμβοι αίματος είχα σταματήσει να έρχονται με την ίδια συχνότητα, άλλα παρά ταύτα συνέχιζαν να βγαίνουν.
Κάποια στιγμή η αιμορραγία έγινε τελικά πιο διαχειρίσιμη και οι θρόμβοι έπαψαν να παρουσιάζονται, όμως δεν αισθανόμουν ασφαλής να εγκαταλείψω το μπάνιο. Αναγκάστηκα να περάσω τη νύχτα κουλουριασμένη στο πάτωμα. Η αίσθηση από τα παγωμένα πλακάκια, πρόσφερε μια κάποια ανακούφιση στο βρεγμένο από ιδρώτα πρόσωπό μου και σε όλο μου το σώμα. Σκέφθηκα πως ποτέ στο παρελθόν δεν είχα νιώσει εξάντληση σε τέτοιο βαθμό, αλλά ο ύπνος αρνούνταν πεισματικά να με επισκεφθεί. Καθώς παρέμενα σωριασμένη στο πάτωμα, με κυρίευσε η σκέψη ότι με αυτό τον τρόπο επρόκειτο να πεθάνω και αναρωτιόμουν ποιος θα με έβρισκε. Προσευχήθηκα να μην είναι η μητέρα μου.
Αυτό δεν πρέπει να είναι φυσιολογικό, σκέφθηκα, πρέπει να υφίσταμαι κάποια παράξενη και εξαιρετικά σπάνια αντίδραση είτε στη μιφεπριστόνη είτε στη μισοπροστόλη. Αν το καλοσκεφθείς όλα όσα έζησα απείχαν κραυγαλέα από «μια βαριά αιμορραγία και κράμπες εμμήνου ρύσης», όπως είχα προειδοποιηθεί. Το δίχως άλλο αποφάσισα εφόσον επιβίωνα και κατάφερνα να ξημερώσω, πως το πρώτο πράγμα που θα έκανα το πρωί θα ήταν να τηλεφωνήσω στην κλινική. Οπωσδήποτε, θα θέλανε να με εξετάσουν χωρίς χρονοτριβή ή εν πάση περιπτώσει θα με οδηγούσαν στο πλησιέστερο χώρο έκτακτης ανάγκης.
Μπορείτε να αντιληφθείτε την έκπληξή μου όταν άκουσα τη νοσοκόμο να μου απαντάει την επόμενη ημέρα. Γεμάτη αγωνία, περιέγραψα καταιγιστικά τις φρικτές λεπτομέρειες της δοκιμασίας μου και πρόσμενα να λάβω οδηγίες.
«Τίποτε από αυτά δεν είναι ασύνηθες» μου είπε, μόλις κρύβοντας την αδιαφορία της.
«Δεν είναι ασύνηθες;», ψέλλισα. Οι θρόμβοι αίματος, ο πόνος, η τρελή ποσότητα αίματος; Δεν ήταν δυνατό να μιλούσε σοβαρά.
«Χρησιμοποίησε μία θερμοφόρα, βυθίσου μέσα σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό και πάρε μερικά χάπια ιμπουπροφέν», πρόσθεσε.
Ήταν πάρα πολύ καλό για τη γυναίκα αυτή ότι βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας και δεν μπορούσα να την αρπάξω με τα χέρια μου. Εγώ έτρεμα από οργή και αυτή ήταν σε άλλο κόσμο. Περισσότερο από κάθε άλλο, αισθάνθηκα προδομένη. Η οργάνωση – κίνημα που είχα αφιερώσει ολόκληρο τον εαυτό μου είχε αποτύχει ολοκληρωτικά να με προστατέψει.
Τώρα μπορώ και ξανασκέπτομαι την αφαίρεση αμυγδαλών, που είχα κάνει το 2009. Οι κίνδυνοι, τα οφέλη και οι πιθανές επιπλοκές της χειρουργικής επέμβασης μου είχαν εξηγηθεί τόσο αναλυτικά, όσο δεν έπαιρνε άλλο, κατά την επίσκεψή μου στον Ωτορινολαρυγγολόγο. Παρά τη γεμάτη αυτοπεποίθηση διαβεβαίωσή του ότι οι επιπλοκές είναι πάρα πολύ σπάνιες, δεν παρέλειψε να τις αναφέρει: ζημιά στις φωνητικές χορδές με συνέπεια την αδυναμία ομιλίας, ζημιά στα δόντια ή/και τη γλώσσα, ακόμη και θάνατος. Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτή την επίσκεψη και τη «συμβουλευτική» συνεδρία στην κλινική, ήταν χαρακτηριστική.
Με θυμάμαι να σκέπτομαι πως η παρατεταμένη εξήγηση από τον Ωτορινολαρυγγολόγο αναφορικά με τις ενδεχόμενες επιπλοκές, ήταν μακρά μεγαλύτερη από όσο θα χρειαζόταν. Ωστόσο, με λίγο πιο ώριμη σκέψη, ήμουν ευγνώμων ότι ενημερώθηκα με πληρότητα. Ήμουν επαρκώς πληροφορημένη. Είχα τη δυνατότητα επιλογής να υπαναχωρήσω. Σε περίπτωση που μετά την ανάνηψη από το χειρουργείο είχα χάσει την ικανότητα ομιλίας ή με σπασμένα δόντια, θα γνώριζα εκ των προτέρων ότι ήταν και αυτό ένα ενδεχόμενο.
Παρά το γεγονός ότι η μερίδα του λέοντος της εφιαλτικής έκτρωσής μου με τα χάπια της μιφεπριστόνης και της μισοπροστόλης έλαβε χώρα εκείνο το απαίσιο βράδυ, χρειάστηκα οκτώ ολόκληρες εβδομάδες μέχρι να με εγκαταλείψουν τα συμπτώματα. Οκτώ εβδομάδες με θρόμβους αίματος∙ οκτώ εβδομάδες με εξαντλητικές κράμπες∙ οκτώ εβδομάδες ναυτίας.
Στο τέλος το μεγάλο μου παράπονο δεν ήταν με την κλινική που μου είχε χορηγήσει τα χάπια, αλλά με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ο αυτοέλεγχος και οι ενοχή με κατακυρίευσαν. Και είχα ενοχή γιατί παρά το γεγονός ότι είχα υποστεί μια ακραία βασανιστική σωματική δοκιμασία, η άσχημη αλήθεια του ζητήματος ήταν πως ήμουν ανακουφισμένη με την διακοπή της εγκυμοσύνης.
Μετά τις οκτώ εβδομάδες της ανάρρωσής μου, ανέλαβα πάλι τη θέση μου ως εθελόντρια στην κλινική. Ορκίστηκα να κάνω οτιδήποτε περνούσε από το χέρι μου, ώστε καμία άλλη γυναίκα να μην περάσει όσα πέρασα εγώ. Όταν αναβαθμίστηκα από εθελόντρια σε υπάλληλο πλήρους απασχόλησης της κλινικής, έθεσα ως προσωπική μου αποστολή να αποτρέπω τις γυναίκες από την επιλογή της μεθόδου της «φυσικής» έκτρωσης. Το μίσος μου για τη φαρμακευτική έκτρωση υπήρξε παροιμιώδες σε ολόκληρη την κλινική.
«Μην την αφήνετε να έρχεται σε επαφή με τους ασθενείς για φαρμακευτική έκτρωση», αστειεύονταν οι συνάδελφοί μου, για μένα, προσθέτοντας, «θα επιλέξουν όλοι τη χειρουργική έκτρωση και θα καταλήξουμε να είμαστε από το πρωί μέχρι το βράδυ στην κλινική!».
Καθόλου δε με ενδιέφερε. Γνώριζα ότι δεν ήταν καθόλου καλή επιλογή για τις γυναίκες. Ήξερα ότι δεν υπήρχε τίποτε φυσικό σε αυτή τη μέθοδο. Ήμουν βαθιά προβληματισμένη με την έντονη πίεση που ασκούσαν στις ασθενείς να καταφύγουν σε αυτή τη διέξοδο. Όλοι απέφευγαν να μοιραστούν τη γνώμη μου, ιδίως πάνω στα θέματα με τα οποία είχα παθιαστεί, έως ότου παρουσίασα τις ενστάσεις μου σε μία συνάντηση εργασίας με τους προϊσταμένους της κλινικής.
«Γιατί δεν λέμε στις γυναίκες τους κινδύνους που διατρέχουν;», θέλησα να μάθω.
Η απάντηση της προϊσταμένης μου μού προκάλεσε τρόμο, «δεν θέλουμε να τις τρομάξουμε».
«Να τις τρομάξουμε;», ανταπάντησα, «δεν πρόκειται να καταληφθούν από τρόμο, όταν θα νομίζουν ότι θα ξεψυχήσουν από την απίστευτη ποσότητα αίματος που θα χάνουν;».
Εξάλλου, η όλη προσέγγιση και παρουσίαση της έκτρωσης δεν έχει να κάνει ακριβώς με το πόσο πολύ «εμπιστεύονται τις γυναίκες;». Γυναίκες έχουν πεθάνει εξαιτίας της απόπειρας φαρμακευτικής έκτρωσης. Χιλιάδες άλλων γυναικών, μεταξύ αυτών και εγώ, υπέφεραν από σοβαρότατες επιπλοκές. Αν υπήρχε στην πραγματικότητα εμπιστοσύνη μεταξύ των γυναικών, δεν θα έπρεπε να κάνουμε όλα όσα εξαρτώνται από τις δυνάμεις μας για να παρέχονται πλήρως όλα τα δεδομένα και να προχωρήσουν στη σωστή επιλογή; Μήπως δεν πίστευαν ότι οι γυναίκες είναι αρκετά έξυπνες για να λάβουν αποφάσεις αναφορικά με το σώμα τους, αν πρώτα τους παρουσιαστούν όλα τα στοιχεία; Πού ήταν άραγε η περίφημη ενδυνάμωση των γυναικών, για την οποία τόσο μα τόσο πολύ γινόταν λόγος σε όλες τις εκστρατείες για την προώθηση των εκτρώσεων;
Οι διαμαρτυρίες μου δεν εκτιμήθηκαν ούτε στο ελάχιστο, ήταν σαν να μιλούσα στον τοίχο. Ανήμπορη να αλλάξω τους συσχετισμούς ισχύος και τις υφιστάμενες αντιλήψεις, συμβιβάστηκα στο να κάνω ότι εξαρτάται από μένα, για να αποτρέψω τις γυναίκες που αναλάμβανα προσωπικά τη συμβουλευτική τους, να μην επιλέξουν τη μέθοδο φαρμακευτικής έκτρωσης.
Τώρα πλέον έχω κατανοήσει πως η βιομηχανία των εκτρώσεων δε νοιάζεται καθόλου για το αν οι γυναίκες θα «τρομάξουν». Τουναντίον, αυτοί είναι που φοβούνται πάρα πολύ το ενδεχόμενο οι γυναίκες να λάμβαναν ακριβή πληροφόρηση και επειδή θα ήταν ενήμερες για τους θανάσιμους κινδύνους που εμπεριέχει η  κάθε επιλογή τους, θα υποχωρούσαν. Θα έβγαιναν αμέσως έξω από το δωμάτιο ενημέρωσης και θα εξέταζαν πιο σοβαρά το να επιλέξουν τη ζωή, τη ζωή των ίδιων τους των παιδιών. Αλλά κάθε μία από τις γυναίκες που φεύγει άπρακτη από την έξοδο της κλινικής, ισοδυναμεί με απώλεια τζίρου.
Όσον αφορά τους παρέχοντες τις υπηρεσίες των εκτρώσεων, όλο το ζήτημα είναι το χρώμα του χρήματος. Ο ψυχρός και σκληρός μαμωνάς συνιστά τη γραμμή που οριοθετεί όλη την ύπαρξή τους. Από το Σεπτέμβριο του 2000, όταν η «Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων» (FDA) ενέκρινε την κυκλοφορία των ουσιών μιφεπριστόνη και μισοπροστόλη, οι κλινικές συστηματικά ενεθάρρυναν τις γυναίκες να επιλέγουν τη φαρμακευτική μέθοδο έκτρωσης, για τον τερματισμό της εγκυμοσύνης.
Απορεί κανείς αν η βιομηχανία των εκτρώσεων κατανοεί τους κινδύνους. Η απάντηση είναι θετική. Έχουν υπόψη τους ότι κάθε χρόνο πεθαίνουν γυναίκες λόγω φαρμακευτικών εκτρώσεων; Ναι! Τότε γιατί συνεχίζουν να συνηγορούν υπέρ ενός μη ασφαλούς κοκτέιλ φαρμάκων, ενώ ταυτοχρόνως αποκρύπτουν τα δεδομένα κατά τη διάρκεια παραπλανητικών συμβουλευτικών συνεδριών;
Ο Γάλλος επιστήμονας και φιλόσοφος, Μπλαιζέ Πασκάλ (Blaise Pascal) είχε καταλάβει το λόγο: «Το κακό είναι εύκολο και έχει αμέτρητες μορφές». Η έκτρωση είναι κακή, και από την άποψη της κλινικής εφαρμογής η φαρμακευτική έκτρωση είναι πολύ εύκολη. Είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος ο μόχθος και ο χρόνος που απαιτείται για τις χειρουργικές επεμβάσεις, αλλά και επιπλέον προσφέρει τη δυνατότητα υψηλότατης κερδοφορίας. Δυστυχώς, το μονοπάτι που βαδίζουν οι γυναίκες δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί είναι γυναίκες απελπισμένες και ευάλωτες, που παραπλανούνται και περιπαίζονται εντελώς με ψέματα αναφορικά με το επίμαχο τοξικό μείγμα.
Ακόμη και στην περίπτωση που τα φάρμακα τερματίζουν μια εγκυμοσύνη, χωρίς τις εφιαλτικές παρενέργειες, τις οποίες τόσο εγώ όσο και αναρίθμητες άλλες γυναίκες υπέφεραν, το τελικό αποτέλεσμα είναι ο θάνατος ενός παιδιού, μία πραγματικότητα που στοιχειώνει τις γυναίκες σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Έχοντας εγώ η ίδια κάνει την επιλογή και της χειρουργικής και της φαρμακευτικής έκτρωσης, επιπροσθέτως δε ώθησα αμέτρητες γυναίκες να πράξουν το ίδιο, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι το να ζεις καθημερινά με την αλήθεια αυτή , απέχει πάρα πολύ από το να είναι εύκολο.
Πηγή:
ABBY JOHNSON, THE WALLS ARE TALKING.
FORMER ABORTION CLINIC WORKERS TELL THEIR STORIES.
IGNATIUS PRESS, SAN FRANCISCO. 2016.
Προσαρμογή: «Αφήστε με να ζήσω!».