«Νὰ κλείσουν οἱ ἐκκλησίες», προτείνουν πολλοί, στὸ πλαίσιο τῶν μέτρων κατὰ τοῦ κορωνοϊοῦ. «Ἐξάλλου αὐτὸ ἔκαναν καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ στὴν Ἰταλία» ἐπισημαίνουν. Τί ἐννοεῖ ὅμως τούτη ἡ πρόταση καὶ τούτη ἡ στάση;
Ἴσως τὸ ἐπερχόμενο μέτρο νὰ σχετίζεται μὲ τὴν πίστη ποὺ ἐπικαλέστηκε ὁ πρωθυπουργός μας στὸ διάγγελμά του:
«Ξέρω ὅτι ἡ πίστη ἀρχίζει, συχνά,ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ἡ ἐπιστήμη. Ὅμως ἡ πίστη ποὺ χρειαζόμαστε τῶρα εἶναι ὅτι θὰ καταφέρουμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν κρίση. Ἀρκεῖ ὅλοι νὰ ἀκολουθήσουμε συντεταγμένα τὶς ὁδηγίες τῶν γιατρῶν καὶ τῶν εἰδικῶν».
Ἡ προσέγγιση αὐτὴ τῆς πίστης προβάλλει δύο ἰσχυρισμούς:
-πὼς εἶναι ἐπιτακτικὸ νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στοὺς εἰδικούς,γιατὶ αὐτὸ θὰ μᾶς σώσει·
-πὼς δὲν ἔχουμε νὰ περιμένουμε σὲ μιὰ τέτοια κρίση κάτι ἰδιαίτερο ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Γιὰ τὸν πρῶτο, οἱ ὑπεύθυνοι πρέπει νὰ γνωρίζουν, πὼς δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ τοὺς χριστιανοὺςνὰ κάνουν ὑπακοή σὲ ὅ,τι εἶναι σωστὸ καὶ ἐπιβεβλημένο.
Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες παντοῦ στέκονται κοντὰ στὸ λαό, ἀναστέλλοντας συνάξεις, ὁμιλίες, κηρύγματα, παρηγορώντας καὶ προτρέποντας τοὺς πιστοὺς νὰ ὑπακούουν στὰ παραγγέλματα τῶν ειδικῶν, μέχρι τοῦ σημείου τῆς στερήσεως τοῦ ἐκκλησιασμοῦ.
Γιὰ τὸ δεύτερο, στρέφουμε τὴ σκέψη μας στὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Τοῦτος ὁ Πατέρας σὲ μιὰ κρίσιμη ἐποχὴ ὑποστήριξε ἕναντι τοῦ Βαρλαὰμ, πὼς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ μέσα στὸν κόσμο· πὼς οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες ἀπευθύνονται στὸν ἄνθρωπο μέσα στὸ χρόνο· πὼς ὁ Θεὸς συντρέχει στὶς ἀνάγκες μας μέσα στὴν ἱστορία· πὼς ὁ κάθε πιστός μπορεῖ νὰ γίνει κοινωνός τοῦ Θεοῦ ἐδῶ καὶ τώρα.
Ἀντιθέτως ὁ Βαρλαάμ, ἐκφράζοντας τὴ δυτικὴ θεώρηση περὶ τοῦ Θεοῦ, ἀδυνατεῖ νὰ δεχθεῖ τὴν ἱστορικὴ διάσταση τῆς χάριτος.
Τοποθετεῖ τὸ Θεῖο μακριά ἀπὸ τὸ κόσμο καὶ ἀπὸ τὰ ὅσα συμβαίνουν μέσα σ’ αὐτόν.
Ὁ Θεὸς τοῦ Βαρλαάμ δὲν ἀνακατεύεται καὶ δὲν παρεμβαίνει. Μένει θεατὴς στὴ δοκιμασία καὶ στὴν τραγωδία, στὴν ἀρρώστια καὶ τὴ συμφορά, ἀφήνοντας τὴν ὅποια δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου στὰ ἔσχατα, στὸν παράδεισο ἢ στὴν κόλαση.
Κι ὁ ἄνθρωπος, μὲ τοὺτη τὴν ἐγκατάλειψη ὀφείλει νὰ πορευτεῖ μόνος μὲ τὶς δικές του δυνάμεις· μὲ τὴν ἐμπειρία, τὴ γνώση, τὴν ἐπιστήμη. Κι ὅλα αὐτὰ φυσικά, δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν πίστη, ἀφοὺ ἐκείνη ὑπάρχει σὲ μιὰ πορεία παράλληλη, χωρὶς νὰ ἀγγίζει καὶ νὰ ἀφορᾶ τούτη τὴ ζωή, μὰ ἐκείνη τὴν ἄλλη.
Ἀκριβῶς ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀντίληψης περὶ τοῦ Θεοῦ ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς δὲν ἔχει μεγάλη δυσκολία στὸ νὰ κλείσει τὸ ναό, ἀφοῦ οἱ προσευχὲς κατ’ οὐσία δὲν μποροῦν νὰ ἐλκύσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δὲν μποροῦν νὰ σώσουν ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ κόσμου· ἀπλὰ καὶ μόνο παρηγοροῦν.
Ἡ Ὁρθόδοξη ὅμως πίστη, ἔχει ἄλλες ἀπαρχές.
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ ὅσα πράττει ἔλκει τὴ θεία χάρη, καὶ ἐκεῖνη συνεργεῖ καὶ ὁλοκληρώνει τὰ ἔργα του.
Τοῦτο σημαίνει πὼς κρατῶ μιὰ στάση ὑπεύθυνη, ἀκούγοντας τὰ κελεύσματα τῶν εἰδικῶν καὶ τῶν ἀρχῶν, καὶ τὴν ἴδια στιγμή, σηκώνω τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐρανό ζητῶντας τὴν εὐλογία καὶ τὸ φωτισμό, ποὺ θὰ καταστήσουν τὴ προσπάθειά μου γόνιμη καὶ καρποφόρα.
Τὸ κλείσιμο τῶν ἐκκλησιῶν σὲ ἐπίπεδο συμβολικό, δηλώνει μιὰ «πίστη» στὴν αὐτάρκειά μας. Μᾶς ἀρκεῖ ἡ σοφία μας, ἡ ἀποφασιστικότητά μας, τὸ ἐπιχειρησιακό μας σχέδιο,τὰ μέτρα ποὺ ἔχουμε ὀρίσει.
«Ἀλλὰ ἂς μὴ κρυβόμαστε, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει νὰ κομίσει κάτι σὲ ὅλα αὐτὰ».
«Κι ἀς μὴν παραμυθιαζόμαστε, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει δουλειά σὲ τοῦτη τὴ περίσταση, μὰ οὔτε καὶ σὲ καμία ἄλλη».
Καὶ τὸτε μένουμε μόνοι μὲ τὸ θεριὸ τοῦ φόβου, τῆς ἀνασφάλειας, τῆς ἀπογοήτευσης.
Γιατὶ ἡ τήρηση τῶν κανόνων ἔχει ἀνάγκη νὰ ἐμπνευστεῖ ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἐπιθυμητοῦ, ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ θαῦμα· ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ πίστη (τὴν προσωπικὴ καὶ ὄχι τὴν ἀόριστη) σὲ ἕνα Θεὸ ποὺ ἀκούει καὶ ἀνταποκρίνεται στὰ αἰτήματα· ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ σιγουριὰ πως τελικὰ «ὁ Θεὸς θὰ βάλει τὸ χέρι του».
Ὅμως τὶ παράδοξο! Πιστεύουμε σὲ ἕναν Θεὸ ποὺ τὴν ἐλευθερία μας τόσο τὴ σέβεται, ὥστε νὰ μη βάζει τὸ χέρι του ἐκεῖ ποὺ δὲ του τὸ ἐπιτρέπουμε.
Τελικὰ κλείνοντας τὶς ἐκκλησίες μήπως ἐμεὶς δένουμε τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ;
Γι’ αὐτὸ παρακαλούμε πολὺ οἱ ἐκκλησίες ἀνοιχτές νὰ μείνουν, γιὰ νὰ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία καὶ γιὰ νὰ ἀναπέμπονται οἱ ἱκεσίες μας πρὸς τὸ Θεό, ὄχι ἀτομικά, ἀλλὰ συλλογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικά.
Κι ἂς μὴν εἶναι ὁ κόσμος πολύς, κι ἂς μείνει μόνο ὁ παπὰς καὶ ὁ ψάλτης· γιατὶ ἀκόμα καὶ ἔτσι, παρόντες θὰ εἶναι ἀκόμα κι οἱ ἀπόντες, μὰ κι ὁ Θεὸς παρὼν θὰ στέκει, συντρέχοντας στὸ δικό μας μεγάλο ἀγῶνα γιὰ τὴ ζωή.
Ἃς ἀφήσουμε λοιπὸν τὸ Θεὸ νὰ κάνει κι αὐτὸς τὴ δουλειά Του.
π. Μιλτιάδης Ζέρβας