Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

«Δέν πιστεύω στόν Θεό. Εἶμαι ἄθεος!» (Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου)


Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου Προηγουμένου Ἱ.Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Καθημερινά, ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι, ἀκόμη καί στήν πατρίδα μας μέ τήν μακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση, γίνονται ἀρνητές τῆς πίστεως καί τοῦ Θεοῦ καί δέν μετέχουν στήν ζωή καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Πολλοί νέοι μας, δυστυχῶς καί παιδιά (μαθητές Γυμνασίου καί Λυκείου), δηλώνουν ἄθεοι καί ἄπιστοι καί ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, παρασυρμένοι ἀπό τόν συρμό τῆς ἐποχῆς καί τήν διαρκῆ προβολή τῆς ἀθεΐας ἀπό καθηγητές, δασκάλους, τόν κοινωνικό περίγυρο, τά ΜΜΕ κ.λπ.
Ἡ ἀθεΐα εἶναι ἡ τάση πού τείνει νά ἐπικρατήσει στήν ἐποχή μας.Προβάλλεται κατά κόρον ὡς δικαίωμα, ὡς διεκδίκηση, ὡς χειραφέτηση, ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό προκαταλήψεις, ὡς ἀποδέσμευση ἀπό στεγανά. Προβάλλεται καί ἐπιβάλλεται, μέ ποικίλα ἐπικοινωνιακά τεχνάσματα, ὡς κατάκτηση, ὡς πρόοδος, ὡς ἐκσυγχρονισμός καί καθίσταται τελικά κυρίαρχη ἄποψη καί ἰδεολογία.

Ὁ μακαριστός Γέροντας Μωυσῆς ὁ Ἁγιορείτης σημείωνε ὅτι: «Ἀπό καιρό ὁ προοδευτισμός ἔχει ταυτιστεῖ μέ ἕνα σφοδρό ἀντιθεϊσμό, ἀντιεκκλησιασμό, ἀντιμοναχισμό καί ἀντιχριστιανισμό. Ἐπικρατοῦν ἔτσι οἱ ψυχίατροι, οἱ ψυχολόγοι, οἱ ψυχαναλυτές, ἀκόμη καί οἱ μάγοι, οἱ μάντεις, οἱ πνευματιστές, οἱ ὡροσκόποι καί μελλοντολόγοι»[1].
Ἔχει φτάσει μάλιστα σέ τέτοιο σημεῖο ἡ διαστροφή, ἡ ἀνισορροπία καί ἡ ἀποστασία τῶν ἡμερῶν μας, ὥστε ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀντιθεΐα νά ἐπαινοῦνται καί νά προβάλλονται ἀπροκάλυπτα ὡς πρότυπο γιά ὅλους. Ἔχει φτάσει μία μικρή μειοψηφία νά ζητᾶ νά ἐπιβάλει τίς δικές της ἀπόψεις καί ἐπιλογές στήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν πολιτῶν.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ δημόσιες ἀναφορές καί ἡ ὅλη δραστηριότητα τῶν ἀθεϊστῶν καί τῶν συλλόγων τους ἐπικεντρώνεται πρωτίστως στόν πόλεμο συγκεκριμένα κατά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τῆς ὀρθοδόξου διαπαιδαγωγήσεως καί ἰδιαιτέρως τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶνστά σχολεῖα καί ὄχι ἐναντίον ἄλλων θρησκευμάτων. Στόχος τους εἶναι ἡ ἀπορθοδοξοποίηση τῆς Πατρίδος μας καί τοῦ λαοῦ μας. Δέν ἐνδιαφέρονται νά προασπίσουν τά δικαιώματατῶν ἀθέων καί τῶν ἀπίστων, ἀλλά ἐπιθυμοῦν καί ἐπιδιώκουν μέ ἰδιαίτερο μένος καί λυσσαλέο μίσος, νά ἐξαλείψουν τήν ὀρθόδοξη πίστη, τήν πίστη καί τήν παράδοση τῶν πατέρων μας, τήν ρωμιοσύνη μας καί νά τήν ἐξοβελίσουν ἀπό τήν ζωή τῶν πιστῶν.Ἔχουμε, ἔτσι, τήν θεσμοθέτηση καί τήν ἐπιλογή ἀντιχριστιανικῶν καί ἀντιεκκλησιαστικῶν πρακτικῶν, ὅπως εἶναι ὁ πολιτικός γάμος, ἡ πολιτική κηδεία, ὁ πολιτικός ὅρκος, ἡ καύση τῶν νεκρῶν καί ὁ θρυμματισμόςτῶν ἀνθρωπίνων ὀστῶν σέ ἠλεκτρικό σπαστήρα καί τόσα ἄλλα.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος σκιαγραφεῖ μέ ἐνάργεια τήν ὅλη αὐτή κατάσταση. Γράφει σχετικά σέ μία ἐγκύκλιό του:
«Ἐναντίον τῆς πίστεως ἔχει ἐπιστρατευθεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνολογικὴ παντοδυναμία, τὰ μέσα πληροφόρησης, οἱ μηχανισμοὶ ψηφιακοῦ ἐλέγχου τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς μας, ἡ πολιτική, ἡ κατευθυνόμενη παιδεία, ὁ ὑλιστικὸς τρόπος ζωῆς κ.λπ.Ὁ φιλοσοφικὸς ὀρθολογισμὸς καὶ οἱ ἱστορικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς ἐπιστῆμες ἐπιστρατεύονται στὸ νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ νὰ κατασυκοφαντήσουν τὴν πορεία καὶ τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικότερα τοῦ χριστιανισμοῦ στὸ παρελθὸν καὶ σήμερα.
Ὁ ὑπερτονισμὸς τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἑλκυστικὸς καὶ θεμελιωτικὸς μιᾶς νέας ἠθικῆς περὶ τοῦ ἀνθρώπου, καταργεῖ τὰ «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ καὶ περιθωριοποιεῖ τὴν χάρι Του. Ὁ ἀντιρατσισμὸς καὶ ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ πολυπολιτισμικότητα καὶ ἡ πολυθρησκευτικότητα, ἐνῶ στὴν οὐσία τους περιέχουν κάτι τὸ βαθὺ χριστιανικό, ὅπως παρουσιάζονται καὶ ὅπως ὑποστηρίζονται, καίρια προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐσιαστικὰ ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ πολυθρησκευτικότητα μεταμορφώνει τὴν πίστη στὸν Θεὸ σὲ κοινωνικὸ φαινόμενο.Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ πρωτοφανῆ σύγχυση, σὲ ἀλλεπάλληλα ἀδιέξοδα, πλάνες, αἱρέσεις, παγκόσμια ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάρρευση, ἀνατροπὴ διαχρονικῶν ἠθικῶν σταθερῶν, πολυμέτωπη προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας. Ἐπὶ πλέον, ἀποδυναμώνουν τὴν πίστη, ὑποβαθμίζουν τὴν Ἐκκλησία, ἀποχριστιανοποιοῦν τὸν κόσμο, ἐξαφανίζουν τὸν Θεό καὶ κάνουν τὸν λόγο καὶ τὸ ὄνομά Του ἀρχικὰ μὲν μὴ ἀναγκαῖα, στὴ συνέχεια περιφρονητέα, ὕστερα μὴ ἐπιθυμητὰ καὶ τέλος μισητὰ καὶ ἀποδιοπομπαῖα. Ἔτσι θεμελιώνεται ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός καὶ ὀργανώνεται ὁ σύγχρονος διωγμὸς τῆς πίστεως καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ»[2].
Ἕνας ἀπό τούς νεώτερους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, συνοψίζοντας πολύ εὔστοχα καί ἀποκαλυπτικά τά κύρια γνωρίσματα τῆς ἐποχῆς του(1829-1908) -συνέχεια τῆς ὁποίας εἶναι ἡ δική μας-, ἔλεγε ὅτι «τά χαρακτηριστικά τοῦ αἰῶνα πού διανύουμε εἶναι αὐτολατρεία, αὐτονομία, ὑλισμός καί πνευματικός σκεπτικισμός, δηλαδή στήν οὐσία ἀθεΐα»[3].Μέ αὐτή τήν τόσο οὐσιαστική παρατήρησή του, ὁ ἅγιος μᾶς παραθέτει ταυτόχρονα μέ σαφῆ καί περιεκτικό τρόπο τά κύρια γνωρίσματα, καθώς καί τά βαθύτερα αἴτια τῆς ἀθεΐας, ἡ ὁποία οὔτε μοντέρνα καί σύγχρονη εἶναι ὡς ἰδέα οὔτε τεκμηριώνεται ἐπιστημονικά, ὅπως παραπλανητικά ἰσχυρίζονται οἱ ὀπαδοί της.
Ἡ ἀθεΐα εἰσῆλθε στήν σκέψη καί τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν στιγμή ἀκόμη τῆς πρώτης παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.Ἡ αὐτονομημένη ἰσοθεΐα πού ἐπεδίωξαν οἱ πρωτόπλαστοι, παρακινημένοι ἀπό τόν διάβολο, ἦταν ἡ πρώτη ἄρνηση, ἡ πρώτη ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο.«Καί ἔσεσθε ὡς θεοί»[4], τούς ψιθύρισε ὁ διάβολος καί τούς ἔβαλε τόν λογισμό τῆς αὐτοθεοποίησης, τῆς ἀνορθώσεως τοῦ ἑαυτοῦ τους στήν θέση τοῦ Θεοῦ, ἀντί γιά τόν Θεό καί χωρίς τόν Θεό. «Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔκαναν τόν ἑαυτότους θεό, γι’ αὐτό καί κατέληξαν νά εἶναι ἄθεοι»[5], ἔλεγε πολύ εὔστοχα καί χαριτωμένα ὁ Ἅγιος Παΐσιος.
 Φιλοσοφικός ἀθεϊσμός
Στόν χῶρο τῆς ἀθεϊστικῆς φιλοσοφίας, στό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα,πρωτοπόρος εἶναι ὁ Γερμανός Φιλόσοφος Φρειδερίκος (Nietzsche) Νίτσε (1844-1900), ὁ ὁποῖος διακήρυξε τόν «θάνατου τοῦ θεοῦ». Γιά τόν Νίτσε ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μέ τήν ἀνατροπή καί τήν κατάργηση ὅλων τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν. Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία γιά τό Nietzsche καθίσταται ὁ γνωστός «ὑπεράνθρωπος». Γράφει χαρακτηριστικά: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του… ὁ Θεός εἶναι νεκρός… ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;»[6].
Μισό αἰῶνα ἀργότερα ὁ Ζάν Πόλ Σάρτρ (1905-1980) θά διακηρύξει μέ ἀπόλυτο καί δογματικό τρόπο ὅτι γιά νά ὑπάρξει ἐλεύθερος καί γνήσιος ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός. Στό ἔργο του μέ τίτλο «Ὁ διάβολος καί ὁ θεός», ὁ κεντρικός ἥρωας, μετά ἀπό μιά ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας κοντά στό διάβολο καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «Ἐγώ ὑπάρχω… μόνος ἐγώ. Ἱκέτευα ὅλον αὐτό τόν καιρό γιά ἕνα σημεῖο, ἀλλά δέν πῆρα καμία ἀπάντηση. Ὁ Οὐρανός ἀγνοεῖ ἀκόμα καί τό ὄνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροῦσα νά εἶμαι ἐγώ στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Ὁ Θεός δέν μέ βλέπει. Ὁ Θεός δέν μέ ἀκούει. Ὁ Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις αὐτό τό κενό πάνω ἀπό τά κεφάλια μας; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό τό φάγωμα στήν πόρτα; εἶναι ὁ Θεός.Αὐτή τήν τρύπα στή γῆ; εἶναι ὁ Θεός. Ἡ σιωπή, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτό εἶναι Θεός. Ὅλον αὐτό τόν καιρό δέν ὑπῆρχα παρά ἐγώ. Ἐγώ ἀποφάσισα τό κακό. Ἐγώ μόνος μου βρῆκα τό καλό. Ἐγώ ἁμάρτησα. Ἐγώ ἔκανα τίς καλοσύνες πού ἔκανα. Ἐγώ σήμερα κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου καί ἐγώ μόνος μου μπορῶ νά τόν συγχωρήσω. Ἐγώ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ Θεός ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλά δέν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δέν ὑπάρχει Θεός»[7]. Τά συμπεράσματα δικά σας!
 Ἐπιστημονικός ἀθεϊσμός
Ἡ τεράστια ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, πού κορυφώνεται μετά τόν 20ό αἰῶνα, προκάλεσε τόν λεγόμενο «ἐπιστημονικό ἀθεϊσμό». Μία σειρά ἀπό ἐπιστημονικές θεωρίες ἀναπτύχθηκαν καί μέ ἀπόλυτο τρόπο ἀποφάνθηκαν ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός καί ὅτι τά  πάντα δημιουργήθηκαν τυχαῖα.
«Οἱ θεωρίες περὶ τυχαιότητος στὴ γένεση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου», σημειώνει καί πάλι ὁ Ἅγιος Μεσογαίας, «ἐπιδιώκουν νὰ ἐξαφανίσουν κάθε ἰδέα δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως στὴν ἀρχὴ τοῦ σύμπαντος, ἄρα νὰ μηδενίσουν τὴν θεϊκὴ παρουσία καὶ ἀνάγκη. Τύχη εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴ διάλεκτο τῆς ἀθεΐας!Οἱ βιαστικὲς ἐξαγγελίες περὶ κατασκευῆς συνθετικοῦ γονιδιώματος καὶ τεχνητῆς ζωῆς ἢ κλωνοποίησης τοῦ ἀνθρώπου ἢ βιοτεχνολογικῶν θαυμάτων (DNA editing) ἢ στὴν Φυσικὴ περὶ τῆς δῆθεν ‘‘θεωρίας τῶν πάντων’’ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔτσι νὰ κλείσουν τὸν δρόμο καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό. Ἡ τύχη ὡς ἑρμηνευτικὸ ἐπινόημα καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἡ κεντρικὴ παρουσία στὸν κόσμο ἐξαφανίζουν τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἔννοια»[8].
Ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, συνιστοῦν στήν οὐσία ἀν­τι­στρο­φή τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς καί γνω­στι­κῆς ἱ­κα­νό­τη­τος, πού χά­ρι­σε στόν ἄν­θρω­πο ὁ Θε­ός, ὁ Ὁ­ποῖ­ος «ἔ­δω­κεν ἐ­πι­στή­μη τοῖς ἀν­θρώ­ποις ἐν­δο­ξά­ζε­σθαι ἐν τοῖς θαυ­μα­σί­οις αὐ­τοῦ»[9]. Ὁἴδιοςὁ Θεός, δηλαδή,ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τήν ἐπιστήμη, ὥστε νά δοξάζεται μέ τά θαυμαστά αὐτοῦἔργα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἀντιστρέφοντας καί διαστρέφοντας τήν ἱκανότητα αὐτή στρέφει τήν ἐπιστήμη ἐνάντια στόν Θεό.
Σχολιάζει σχετικά ὁ Ἱερός Χρυσόστομος:
«Δέν ὑπάρχει τό θεμέλιο καί πῶς στέκεται ἡ οἰκοδομή; Δέν ὑπάρχει ὁ ναυπηγός καί πῶς συναρμολογήθηκε τό πλοῖο; Δέν ὑπάρχει ὁ οἰκοδόμος καί πῶς ἔγινε τό σπίτι; Δέν ὑπάρχει ὁ Δημιουργός καί πῶς ἡ καλλονή τῶν κτισμάτων μαρτυρεῖ Τόν κτίστη; Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, τί δουλειά ἔχεις μέσα στά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ; Στό σπίτι τοῦ Θεοῦ μένεις καί ἀρνεῖσαι τόν Νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ; Ἤ δῶσε τό ἐνοίκιο, δηλαδή τήν εὐχαριστία σου ἤ ἔβγα ἀπό τό σπίτι, γιατί καπνίζεις τό σπίτι μέ τό χνῶτο τῆς βλασφημίας σου… Δέν ὑπάρχει πιό ἀνότητος ἄνθρωπος ἀπό ἐκεῖνον, πού ἰσχυρίζεται ὅτι ὅλη ἡ δημιουργία ἔγινε χωρίς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ»[10].
Ὁ γνωστός Σοβιετικός ἀστροναύτης Γκαγκάριν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού πάτησε στή σελήνη, ὅταν γύρισε ἀπό τό διάστημα, δέν ἔπαυε νά δηλώνει περιφρονητικά ὅτι «Θεός δέν υπάρχει. Πουθενά δέν τόν συνάντησα…».Σέ μία δεξίωση πού εἶχε γίνει πρός τιμήν του, συνάντησε τόν Ρῶσο Πατριάρχη Ἀλέξιο, ὁὁποῖος τόν ρώτησε:
«– Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δέν εἶδες τόν Θεό στόν οὐρανό;
— Ναί, εἶναι ἀλήθεια, τοῦ εἶπε ὁ Γκαγκάριν. Τόσες μέρες στό διάστημα πουθενά δέν τόν συνάντησα…
— Τόν γνωρίζεις; ρώτησε μέ χιοῦμορ ὁ Πατριάρχης.
— Τί θέλετε νά πεῖτε; ἀπάντησε ξαφνιασμένος ὁ κοσμοναύτης.
— Θέλω νά εἰπῶ, συνέχισε ὁ Πατριάρχης, πῶς εἶναι δυνατόν νά λές γιά κάποιον ὅτι δέν τόν συνάντησες ἐάν ποτέ σου δέν τόν ἔχεις γνωρίσει. Πῶς φαντάσθηκες ὅτι θά ἔβλεπες ἔτσι τόν Θεό;
— Δέν ξέρω, εἶπε μέ ἀμηχανία ὁ Γκαγκάριν. Πραγματικά δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο θά ἔπρεπε νά τόν γνωρίσω.
— Ἔλα τότε νά σέ μάθω, καί ὅταν ξαναπᾶς θά τόν δεῖς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι θά τόν δεῖς, τοῦ εἶπε μέ νόημα ὁ Ρῶσος Πατριάρχης. Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι ὁρατός οὔτε μέ τηλεσκόπια, οὔτε μέ διαστημόπλοια…»[11].
Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, ἀναζητᾶ τόν Θεό καί προσπαθεῖ νά Τόν ἀνακαλύψει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Καταλήγει, ἔτσι, σέ ἀδιέξοδα καί ὁδηγεῖται στήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, στήν ἀθεΐα καί τήν ἀντιθεΐα. Oἱ Πα­τέ­ρες, ὅμως, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, κυρίως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662), μᾶς δι­δά­σκουν ὅ­τι στόν ἄν­θρω­πο ὑ­πάρ­χουν δύ­ο γνω­στι­κά κέν­τρα, δύ­ο τρό­ποι, δη­λα­δή, γιά νά κα­τα­λα­βαί­νει ὁ ἄνθρωπος τά πράγ­μα­τα, τήν κτι­στή φυ­σι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, δηλαδή, ἀλλά καί τόν ἴ­διο τόν Θε­ό. Τό ἕ­να κέν­τρο εἶ­ναι ὁ νοῦς, πού ἐνεργεῖται, ἔ­χει, δηλαδή, τήν ἕ­δρα του στήν καρ­διά, στήν πνευματική καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἄλλο κέντρο εἶ­ναι ὁ λό­γος, ἡ λο­γι­κή, πού δρᾶ καί ἐνεργεῖ διά τοῦ ἐγ­κε­φά­λου. Αὐ­τά τά δύ­ο γνω­στι­κά κέν­τρα ἀ­πο­κα­λοῦν­ται, ἐ­πί­σης, ἀ­πό τούς Πα­τέ­ρες πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση (ὁ νοῦς) καί φυ­σι­κή γνώ­ση (ὁ λό­γος, ἡ λο­γι­κή).
Ὁ νοῦς καί ἡ λογική εἶναι οἱ δύο γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶ­ναι τό κέν­τρο τῆς ψυ­χῆς καί γι’ αὐ­τό οἱ Πα­τέ­ρες τόν ἀ­πο­κα­λοῦν «τό ἡ­γε­μο­νι­κόν τῆς ψυ­χῆς» ἤ τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρη­τι­κή ἐ­νέρ­γεια τῆς ψυ­χῆς. Μέ τόν νοῦ ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει τόν Θε­ό, ἀ­πο­κτᾶ τήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πο­κτᾶ, δηλαδή, τήν πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση.Ὁ λό­γος (ἡ λο­γι­κή) εἶ­ναι ἡ πρα­κτι­κή ἐ­νέρ­γεια τῆς ψυ­χῆς. Μέ τόν λό­γο (τήν λο­γι­κή) ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει τήν φύ­ση καί τήν κτι­στή δη­μι­ουρ­γί­α. Μέ τήν λο­γι­κή, δη­λα­δή, δέν μπο­ροῦ­με νά γνω­ρί­σου­με τόν Θε­ό, πού εἶναι ὑπέρλογος. Ἡ λο­γι­κή μᾶς ὁ­δη­γεῖ στήν ἀ­νάγ­κη τῆς πί­στε­ως στόν Θε­ό. Ἡ ἀ­λη­θι­νή, ὅ­μως, γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρ­διά καί ὄχι μέ τήν λογική.
Ἔ­λε­γε ὁ Κα­θη­γη­τής Γε­ώρ­γιος Γα­λί­της, ὅ­τι «οὐ­δείς ἄνθρωπος ἐ­πεί­σθη πο­τέ νά πι­στέ­ψη στό Θε­ό ἀ­πό λο­γι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα. Οὐ­δείς. Ὁ Θε­ός καί τά τοῦ Θε­οῦ, ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἄ­κτι­στα καί ὄ­χι κτι­στά, ὑ­πέρ­λο­γα καί ὑ­περ­νο­η­τά ὑ­πό­κειν­ται σέ ἕ­να ἄλ­λο γνω­στι­κό κέν­τρο, τόν νοῦ δη­λα­δή και τήν καρ­διά, ὅ­που μέ τή Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος λαμ­βά­νουν τήν πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση καί ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Θε­οῦ».
Ἡ λογική, βεβαίως, εἶναι μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦκαί κορυφαῖο ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, πού οὐδόλως τό ἀπαξιώνει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά τό ἐμπλουτίζει μέ τήν ἄκτιστη χάρη Του καί τό θέτει στήν διακονία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.Πα­ραι­τοῦ­μαι ἀ­πό τήν λο­γι­κή μου δέν ση­μαί­νει ὅ­τι γί­νο­μαι πα­ρά­λο­γος. Ἡ πί­στη δέν εἶ­ναι πα­ρά­λο­γη, ἀλ­λά ὑ­πέρ­λο­γη. Δέν κα­τα­νο­εῖ­ται, ἀλ­λά βι­ώ­νε­ται. Πί­στη δέν ση­μαί­νει κα­τα­νό­η­ση, ἀλ­λά ἐμ­πι­στο­σύ­νη. Δέν ἀν­τι­βαί­νει στόν ὀρ­θό λό­γο, ἀλ­λά τόν ὑ­περ­βαί­νει, τόν ξε­περ­νᾶ. Τό ὑ­πέρ­λο­γο μέ­σα στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α δέν εἶ­ναι ἡ κα­τάρ­γη­ση τῆς λο­γι­κῆς, ἀλ­λά ἡ με­τα­κέ­νω­σή της καί ἡ ἀ­νύ­ψω­σή της στήν ἀ­πο­δο­χή τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν τῆς θεί­ας Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως. Τό ὑ­πέρ­λο­γο εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­λυ­τη δι­ά­θε­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, ἡ αὐ­το­εγ­κα­τά­λει­ψή μας στό θέ­λη­μα καί στό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Τό λο­γι­κό εἶ­ναι τό «στέ­νε­μα» τοῦ Θε­οῦ καί ἡ σμί­κρυν­σή Του στίς προ­σω­πι­κές μας ἀ­νάγ­κες καί ἀ­παι­τή­σεις, στό ἐ­γω­ϊ­στι­κό θέ­λη­μά μας. Τό ὑ­πέρ­λο­γο εἶ­ναι νά ἀ­φή­νω στόν Θε­ό ἀ­νοι­χτό τόν δρό­μο τῆς καρ­διᾶς μου γι­ά νά ’ρ­θει καί νά ἀποκαλυφθεῖ καί νά ἐ­νερ­γή­σει μέ­σα μου μέ τόν δι­κό Του τρό­πο, πού δέν εἶ­ναι οὔ­τε λο­γι­κός, οὔ­τε ἄ­λο­γος, οὔ­τε πα­ρά­λο­γος, ἀλ­λά εἶ­ναι ὑ­πέρ­λο­γος, εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια Ἀ­λή­θεια τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι ἡ πη­γή καί ἡ ὁ­δός τῆς σω­τη­ρί­ας μας.
Ἔλεγε εὐφυέστατα καί παραστατικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὅτι ἡ λογική εἶναι ὁ ἐπεξεργαστής, ὁ ἐκτυπωτής, τό διαβιβαστικό ὄργανο τοῦ νοῦ. Κατά ἀναλογία, ὁ σκληρός δίσκος ἀντιστοιχεῖ, κατά κάποιο τρόπο, πρός τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἀποτυπώνεται τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐμπλουτιστεῖ ὁ νοῦς μέ τήν ἄκτιστη θεία χάρη, ἔχει τήν δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως,ὅμως, ἐμπλουτίζεται (λαμπικάρεται) ὡς πρός τίς δυνατότητές της καί ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς νά ὑπερβαίνει σέ καμμία περίπτωση τόν νοῦ του. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά βλέπει τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνεῖ ἄμεσα καί προσωπικά μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτό, βεβαίως, γίνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ καθαρό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του. Ὅταν, ὅμως, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σκοτισμένος καί ἀκάθαρτος ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, τότε ταυτίζεται μέ τήν λογική καί ἔτσι δέν μπορεῖ νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό. Μόνο ὁ κεκαθαρμένος ἀπό τήν ἁμαρτία νοῦς, ἡ καθαρή ἀπό τά πάθηκαρδιά, μπορεῖ νά γνωρίσει καί νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Θά θέλαμε στό σημεῖο αὐτό νά τονίσουμε ἰδιαιτέρως τήν ἀξία καί τήν σπουδαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, πού φθονεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο ὁ διάβολος καί μέ τόση πολλή λύσσα τό πολεμᾶ, καί στό ὁποῖο πολλοί χριστιανοί μας δυσκολεύονται νά προσέλθουν. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι, ἄν μπορούσαμε νά κάνουμε τόν παραλληλισμό, ὅ,τι εἶναι τό delete (ντιλίτ=διαγραφή) ἤ μᾶλλον καλύτερα τό format (φορμάτ=ἐκκαθάριση) γιά τόν σκληρό δίσκο τοῦ ὑπολογιστῆ, πού διαγράφει ὅλα τά δεδομένα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ πλέον νά ἀνακτήσει πάλι ὁ ὑπολογιστής. Κατά ἀνάλογο τρόπο, ἡ ἐξομολόγηση διαγράφει καί ἐξαφανίζει παντελῶς, ἀπαλείφει, δηλαδή, ὀντολογικά, κάθε ἁμαρτία ἀπό τόν νοῦ, ἀπό τήν μνήμη καί ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιες κι ἄν εἶναι αὐτές οἱ ἁμαρτίες καίὅσο μεγάλες καί πολλές καί ἄν εἶναι, μετά τήν ἐξομολόγηση, δέν θά μᾶς ξαναενοχλήσουν ποτέ σέ ὅλη μας τήν ζωή καί δέν θά τίς ξαναβροῦμε μπροστά μας οὔτε στήν ἄλλη ζωή, στό κριτήριο τοῦ Θεοῦ. Σᾶς διαβεβαιώνω μέ ἀπόλυτη σιγουριά -καί ὡς πνευματικός καί ὡς ἐξομολογούμενος- ὅτι εἶναι πράγματι σωτήριο τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Συγχωρεῖ, ἀναπαύει, γαληνεύει καί ἀναπτερώνει τήν ψυχήτοῦ πιστοῦ, θεραπεύει τόν νοῦ καί τήν καρδιά. [Καρδιακή καί ἀδελφική παράκληση: μήν ἀμελοῦμε τήν συμμετοχή μας στό σωστικό αὐτό μυστήριο].
Τό κύριο μέλημά μας, λοιπόν, θά πρέπει νά εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, πού γίνεται μέ τήν ἐφαρμογή τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἡ θεραπευτική αὐτή ἀγωγή, πού συστήνει ἡ Ἐκκλησία, περιλαμβάνει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, τρία στάδια: τό πρῶτο εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, τό δεύτερο ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό τρίτο ἡ θέωση, ὁ δοξασμός, νά δοῦμε, δηλαδή, τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Ἄκτιστο Φῶς.
Γι’ αὐτό καί ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ μακαριστός παπα-Γιώργης ὁ Μεταλληνός -ὁ μεγάλος αὐτός δάσκαλος- ὅτι ὁ χριστιανισμόςδέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι ἡ «θεραπεία ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας», καί πώς «ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶναι ἕ­να ἀνοικτό νοσοκομεῖο μέσα στήν ἱστορία (“ἰατρεῖον πνευματικόν” κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομο), πού προσφέρει τή θεραπεία τῆς καρδίας (κάθαρση), γιά νά προχωρήσει κανείς στόν “φωτισμό” ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά φθάσει στή “θέωση”, τόν μοναδικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου»[12].
Ὁ χριστιανισμός, λοιπόν, δέν εἶναι θρησκεία, δέν εἶναι φιλοσοφικό σύστημα, δέν εἶναι ἀξιακό σύστημα, δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα· δέν εἶναι μιά σειρά ἀπό ἐντολές καί ἀπό κανόνες, πού ἡ τήρησή τους θά μᾶς ἐξασφαλίσει μιά θέση στόν Παράδεισο. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἐναρέτων καί ἠθικῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιτελοῦν καλές πράξεις, ὥστε νά ἀνταμειφθοῦν γιά αὐτές στήν ἄλλη ζωή. Ὁ χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ζωή τῶν πιστῶν. Ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται, ἀλλά ἀποκαλύπτεται -καί ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά καί τώρα, σέ αὐτή τή ζωή- στούς ἀνθρώπους, πού ἔχουν καθαρή,ἁπλῆκαί ταπεινή καρδιά.
Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή τοῦ Θεοῦ στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πνευματική γνώση, πού δέν κα­τέ­χε­ται μό­νον ἀ­πό τούς εὐ­φυ­εῖς, ἀ­πό τούς μορ­φω­μέ­νους, ἀ­πό τούς ἐ­πι­στή­μο­νες. Δέν ἀ­παι­τεῖ σύν­θε­τη σκέ­ψη, πο­λύ­πλο­κες ἀ­να­λύ­σεις καί συλ­λο­γι­σμούς. Ἡ πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, πού προ­σφέ­ρε­ται σέ ὅ­λους, μορ­φω­μέ­νους καί ἀ­γραμ­μά­τους, γνω­στι­κούς καί ἀ­δα­εῖς, ἔ­ξυ­πνους καί ἁ­πλο­ϊ­κούς. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, ἄλλωστε, λάβαμε ὅλοι μας τίς ἴδιες ἀκριβῶς δωρεές, τά ἴδια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς λιγότερα καί κανείς περισσότερα. Τά χαρίσματα αὐτά στίς καθαρές, ταπεινές καί ἁπλές ψυχέςεἶναι ἐνεργά καί ἑλκύουν πλουσιότερη τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγοῦνσέ μεγαλύτερο βαθμό ἐμπειρίας καί γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀκτίστου δόξης Του.
 Χριστιανικός ἀθεϊσμός
Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ λογικοκρατία, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ αὐτάρκεια, ἡ αὐτοπεποίθηση, ἡ φιλαυτία, ἡ ὑπερηφανεία καί ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀτομική μας λογική ἔχει ἐπηρεάσει ὄχι μόνο τούς ἀθέους, ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς χριστιανούς. Διαπιστώνουμε, ἔτσι, ὅτι ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι χρι­στια­νοί πούδέχονται ὡς Θεό μία ἀπρόσωπη ἀνώτερη δύναμη καί μόνο,καί δέν ἀναγνωρίζουν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος). Ἀποδέχονται τόν Χριστό μόνο ὡς στοχαστή ἤ κοινωνικό μεταρρυθμιστή ἤ φιλόσοφοκαί δέν ἐφαρμόζουν τό Εὐαγγέλιο, τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους. Δέν ἀποδέχονται τά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, δέν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀμ­φι­βάλ­λουν ἤ καί δέν πι­στεύ­ουν στήν ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς, στήν ὕ­παρ­ξη τῆς ἄλ­λης ζω­ῆς, στήν ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν, στήν ὕπαρξη πα­ρα­δεί­σου καί κο­λά­σεως. Ἀρ­νοῦν­ται τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ δι­α­βό­λου, τοῦ προ­αι­ώ­νιου αὐ­τοῦ ἐ­χθροῦ μας. Ἀ­γνο­οῦν ὅ­τι ὁ δι­ά­βο­λος εἶ­ναι πρό­σω­πο, μέ νοῦ καί μέ θέ­λη­ση, καί ὅ­τι αὐ­τός ἀ­πο­τε­λεῖ τήν αἰ­τί­α καί τήν πη­γή τοῦ κα­κοῦ, δε­χό­με­νοι γε­νι­κά καί ἀ­ό­ρι­στα τήν ὕ­παρ­ξη μό­νον «δυ­νά­με­ων τοῦ κα­κοῦ». Ἀμ­φι­σβη­τοῦν τά μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἀρ­νοῦν­ται τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, τό Θαῦμα τῶν θαυμάτων, για­τί δέν μπο­ροῦν νά τά συλ­λά­βουν μέ τήν λο­γι­κή καί τό μυα­λό τους κ.λπ. Μέ­νουν στίς ἀ­τε­λεῖς καί ἁ­πλο­ϊ­κές θρη­σκευ­τι­κές γνώ­σεις τῆς οἰ­κο­γέ­νειας, τοῦ δη­μο­τι­κοῦ Σχο­λεί­ου ἤ τοῦ Γυ­μνα­σί­ου καί με­τά αὐ­το­σχε­διά­ζουν, κα­τά τό δο­κοῦν, σκο­τί­ζον­τας ἔ­τσι καί τό μυα­λό τους, τό νοῦ καί τήν καρ­διά τους, δημιουργώντας μία δική τους ἀτομική πίστη καί ἀτομική θρησκευτικότητα. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὄχι μόνον δέν ἑλκύουν τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ἐπιτρέπουν νά ἐνεργήσουν μέσα τους καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβανδωρεάν μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί κατά συνέπεια δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.
 Συνέπειες τῆς ἀθεΐας
Αὐτή ἡ ἐπιλεκτική πίστη δέν εἶναι παρά μία ἄλλη μορφή ἀθεΐας· δέν εἶναι παρά ἡ ἀπόρριψη καί ὁ ἐξοβελισμός τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή μας, ἀπό τήν κοινωνία μας, ἀπό τόν κόσμο μας. Αὐτή ἡ ἰδιότυπη ἀθεΐα ὁδηγεῖ στήν ἠθική κατάπτωση καί παρακμή.«Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται»[13], ἔλεγε ὁ Ντοστογιέφσκυ. Καί ὁ Πασκάλ ὁμολογοῦσε μέ ἀπόλυτη σαφήνεια καί εἰλικρίνεια: «Μᾶς λείπει ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Τά πάθη μας μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἀθεΐα μας»[14].
Ὁ μεγάλος ἅγιος καί θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, τόνιζε ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«Οἱ ἁμαρτίες μᾶς ἔκαναν ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ καί ἐξοργισθήκαμε ἐνάντια στόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐχθρότητα πρός τόν Θεό. Καί ἀκόμα: ἡ ἁμαρτία εἶναι μῖσος πρός τόν Θεό.Συρόμενοι ἀπό τή φιλαμαρτία, οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τίς ἡδονές τῶν ἁμαρτιῶν τους καί μισοῦν τόν Θεό καί τίς ἱερότητές του. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ ταυτόχρονα νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ὡς πρός τήν φύση της εἶναι ἀντιθεϊκή δύναμη, θεοαντίπαλη καί θεομαχόμενη. Ὑποδουλώνοντας τόν ἑαυτό τους ἑκούσια στίς ἁμαρτίες, οἱ ἄνθρωποι ἐνστερνίζονται τή δύναμη πού διαρκῶς πολεμᾶ τόν Θεό, Τόν ἐχθρεύεται καί μισεῖ τόν Θεό. Μέ τόν χρόνο, αὐτή ἡ δύναμη παραλύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τόσο, ὥστε ἐκείνη δέν αἰσθάνεται τόν Θεό, οὔτε κἄν ἀποδέχεται τόν Θεό καί ἀρχίζει νά ἰσχυρίζεται πώς δέν ὑπάρχει Θεός. Ἡ φιλαμαρτία πάντα, σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁδηγεί στήν ἀθεΐα, στήν θεομαχία: ἀρνεῖται τόν Θεό καί πολεμᾶ ὅλα τά τοῦ Θεοῦ»[15].
Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ κύρια αἰτία τῆς ἀθεΐας: ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά ζεῖ ἱκανοποιώντας τά πάθη του, χωρίς ἔλεγχο ἀπό κανέναν, οὔτε ἀπό τήν συνείδησή του οὔτε ἀπό τόν Θεό, χωρίς νά ὑπόκειται σέ κρίση καί χωρίς τήν ὑποχρέωση νά λογοδοτεῖ καί νά δίνει ἀναφορά οὔτε σέ αὐτή τήν ζωή οὔτε στήν ἄλλη ζωή. Γι’ αὐτό καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἐπιλέγουν ἤ τήν ἀπόλυτη ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἤ τήν πίστη σέ μία «ἀνώτερη δύναμη», ἄγνωστη καί ἀπρόσωπη, χωρίς παρουσία καί ρόλο στήν ζωή τους.
Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος, ἄλλωστε,ἔχει ὀργανώσει μέ τέτοιο τρόπο τήν ζω­ή καί τήν καθημερινότητά του, ὥστε αὐτή νά εἶναι ἀσφυκτικά γεμάτη μέριμνες, δραστηριότητες, ποικίλες ἐνασχολήσεις καί περισπασμούς, πού ἀπορροφοῦν τό σύνολο τοῦ χρόνου του, χωρίς νά ἀπομένει ἡ παραμικρή δυνατότητα ἐνασχολήσεως μέ τήν πνευματική του κατάσταση καί τήν πορεία τῆς σωτηρίας του.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Μὲ τὴν πολλή δουλειά καὶ μέριμνα ξεχνάει κανεὶς τὸν Θεό. Ὁ Πάπα-Τύχων ἔλεγε ὅτι“ Ὁ Φαραώ ἔδινε πολλή δουλειά καὶ πολύ φαγητό στούς Ἰσραηλίτες, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν Θεό”. Στὴν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἀπορρόφησε τούς ἀνθρώπους στὴν ὕλη, στὸν περισπασμό, δουλειά πολλή, φαΐ πολύ, γιὰ νὰ ξεχνοῦν τὸν Θεό, καὶ ἔτσι νὰ μήν μποροῦν –ἤ μᾶλλον νὰ μή θέλουν– νὰ ἀξιοποιήσουν τὴν ἐλευθερία ποὺ τούς δίνεται γιὰ τὸν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς»[16].
Ἄς πάψουμε, λοιπόν, ἀδελφοί, νά δίνουμε προτεραιότητα στά βιοτικά εἰς βάρος τῶν πνευματικῶν καίνά προκρίνουμε τά ἐπίγεια καί καθημερινά εἰς βάρος τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν καί τῆς σωτηρίας μας. Ἄς δώσουμε στόν Χριστό περισσότερο χῶρο στήν καρδιά καί στήν ζωή μας. Ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀντιθεΐα, ὁ ἀντιχριστιανισμός καί ἡ ἀποστασία τῶν ἡμερῶν μαςδέν εἶναι παρά ἡ συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τόν Θεό. Ἄς πάψουμε νά πασχίζουμε μόνο γιά τήν καλλιέργεια τοῦ μυαλοῦ καί τῆς λογικῆς μας καί ἄς χαρίσουμε στόν Χριστό τήν καρδιά μας καθαρή καί τόν νοῦ μας καθαρό ἀπό τά πάθη, ὥστε νά ἀποκαλυφθεῖ μέσα μας ὁ Χριστός, νά Τόν γνωρίσουμε πραγματικά, νά ἑνωθοῦμε μαζί Του καί νά γευθοῦμε καί σ’αὐτή τή ζωή καί στήν ἄλλη ζωή τά ἀγαθά τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του.
Σέ αὐτές τίς τόσο δύσκολες στιγμές γιά τήν Ἐκκλησία μας καί γιά τήν Πατρίδα μας, πού πορευόμαστε μόνοι, χωρίς φίλους καί χωρίς συμμάχους, ἐν μέσῳ ἐχθρῶν καί κινδύνων, ἐξωτερικῶν καί ἐσωτερικῶν, εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, ὅσοι παραμένουμε πιστοί σ’ αὐτόν τόν εὐλογημένο καί ἁγιασμένο τόπο, νά ἐπιδείξουμε μέ ζῆλο καί θέρμη καρδιᾶς τήν ἔμπονη καί ἔμπρακτη μετάνοιά μας καί τήν ἀφοσίωσή μας πρός τόν Κύριο μας καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό. Νά πάψουμε νά παροργίζουμε τήν ἀγάπη Του καί τό ἔλεός Του μέ τίς προσωπικές μας ἁμαρτίες, ὥστε νά ἑλκύσουμε τήν χάρη Του, τό ἔλεός Του καί τήν ἰσχυρά συμμαχία Του. Ἡ ἰσχυρά αὐτή συμμαχία Του εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδαμας καί αὐτή πού θά κρατήσει τίς ψυχές μας ὄρθιες, ἀλλά καί τήν πατρίδα μας ὄρθια καί ἐλεύθερη καί θά κατατροπώσει κάθε ἐχθρό καί πολέμιο. Ἀμήν. Γένοιτο!
……………………………………………………………………..
[1]http://synodoiporia.blogspot.com/2011/02/blog-post_9401.html
[2]Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, Μήνυμα ἐπί τῷ Νέῳ Ἐκκλησιαστικῷ Ἐτει (1 Σεπτ. 2016)
[3] Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου, τόμος Γ΄, σελ. 225
[4]Γέν. 3,5
[5]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πνευματικοί Λόγοι Β΄
[6]Παναγιώτη Νέλλα, Κοινωνία, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1974, σελ. 350-363
[7]Παναγιώτη Νέλλα, ὅ.π.
[8]Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, ὅ.π.
[9]Σοφία Σειράχ, 38, 6
[10]https://oikohouse.wordpress.com/2016/01/15/%E1%BC%A1%E1%BC%80%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%E1%BC%B6%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BB%CE%B1/
[11]https://agathan.wordpress.com/2013/02/19/
[12]Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Παράδεισος και Κόλαση στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
[13]Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Ἀδερφοί Καραμαζόφ, ἐκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα, 1991, τομ.4ος, σ.66
[14]http://intelhealthphysicslab.gr/el/apopseis-theseis/101-2013-07-12-21-14-29.html
[15] Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκδ.ἐν Πλῷ
[16]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, σελ. 195
Ὁμιλία στήν ἐκδήλωση γιά τήν εὐλογία τῆς βασιλόπιτας τοῦ Συλλόγου «Μετεώρων Λιθόπολις» Αἴθουσα «Νίτσα Λιάπη», Κυριακή 26 Ἰανουαρίου 2020