ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Β΄ Τιμ. γ΄10-15
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λουκ. ιη΄10-14
Με τη σημερινή Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου αρχίζει
η πνευματική και κατανυκτική περίοδος του Τριωδίου. Αν δε, στην περίπτωση μιας
οικοδομής, κάθε συνετός άνθρωπος φροντίζει να την χτίζει πάνω σε γερά θεμέλια
και όχι πάνω στην άμμο (Ματθ. ζ΄24-27), πολύ περισσότερο σε ότι αφορά μια
πνευματική οικοδομή. Γιατί, η πνευματική οικοδομή πρέπει να θεμελιώνεται σωστά
πάνω στον αξιόπιστο λόγο του Θεού, αλλά και να ερμηνεύεται και προ παντός να
εφαρμόζεται σωστά.
Η πνευματική ζωή είναι μια συνεχής πορεία «ανάβασης» του
ανθρώπου προς τον Θεό. Δεν μπορεί να νοηθεί και δεν μπορεί να υπάρξει
πνευματική ζωή αν αυτή δεν είναι συνδεδεμένη με τον ναό. Γιατί ο ναός, ως
«οίκος του Θεού» δεν είναι μόνο ο χώρος της παρουσίας και της λατρείας του
Θεού, αλλά και ο κατ’εξοχήν «οίκος προσευχής όλων των ανθρώπων».
«Ο γάρ οίκος μου οίκος προσευχής κληθήσεται πάσι τοίς έθνεσιν» προαναγγέλλει ο Θεός διά του Προφήτου Ησαΐου. Παράλληλα διαβεβαιώνει ότι: «τα
ολοκαυτώματά τους και οι θυσίες τους θα είναι δεκτές στο θυσιαστήριό του, γιατί
ο ναός θα ονομαστεί οίκος προσευχής για όλους τους λαούς» (Ησ. νστ΄7).
Ο ναός, λοιπόν, είναι ο τόπος της λατρείας του Θεού, που
ενώνει τον Θεό με τον άνθρωπο και παράλληλα τον άνθρωπο με τον συνάνθρωπο. Ο
ναός είναι ο τόπος της συμφιλίωσης του ανθρώπου με τον Θεό και που δεν μπορεί
να υπάρξει αυτή η συμφιλίωση αν δεν περάσει πρώτα από τον συνάνθρωπο. Αυτό
υπογραμμίζει και ο Χριστός λέγοντας : «Όταν προσφέρεις το δώρο σου στον ναό κι
εκεί θυμηθείς πως ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί μπροστά στο
θυσιαστήριο του ναού, το δώρο σου, και πήγαινε να συμφιλιωθείς πρώτα με τον
αδελφό σου και ύστερα έλα να προσφέρεις το δώρο σου» (Ματθ. ε΄ 23-24).
Ο ναός, λοιπόν, είναι
«οίκος Θεού», «οίκος προσευχής» και λατρείας του Θεού και κατ’επέκταση ένας
χώρος που θα πρέπει να τυγχάνει και του ανάλογου σεβασμού. Άρα για την είσοδο
στον ναό απαιτούνται, καθαρότητα της πίστεως και ειλικρίνεια προθέσεων και
πράξεων στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου. Μέσα από αυτές θα αποκαλυφθεί ότι η
αληθινή ευσέβεια εκφράζεται μέσα από την πίστη και την συνειδητή ενάρετη ζωή.
Αρετές, όπως η προσευχή και η νηστεία, η ταπεινοφροσύνη και η μετάνοια, θα
ανοίξουν σήμερα τον πνευματικό στίβο της περιόδου του Τριωδίου προσκαλώντας μας
για να τις κατακτήσουμε. Αντίθετα, πάθη όπως η υψηλοφροσύνη και η υποκρισία θα
στιγματιστούν σαν ενέργειες όχι μόνο αντιθρησκευτικές αλλά και αντικοινωνικές.
Κατ’επέκταση, θα υπογραμμιστεί ότι αυτά τα πάθη, σαν διαθέσεις, σαν ενέργειες
και πράξεις καταδικάζονται απόλυτα και συνιστάται η αποφυγή τους.
Η σημερινή Παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, αποτελεί,
κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά, απάντηση του Χριστού «σε μερικούς που ήταν σίγουροι
για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους» (Λουκ. ι η΄9).
Η ψευδαίσθηση της τελειότητας, παραποιεί την πραγματική
ευσέβεια, γιατί τις όποιες αρετές τις θέτει στην υπηρεσία του εγωισμού και όχι
στην δόξα του Θεού, ούτε και του συνανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό, αλλοιώνει το
περιεχόμενο της πίστης, εμπαίζοντας τα θεία και παραποιείται η αρετή και
ιδιαίτερα εκείνη της αγάπης. Αρετές πάλιν, όπως η ελεημοσύνη, η προσευχή και η
νηστεία , όταν είναι τόσο οφθαλμοφανείς και προπαντός όταν διατυμπανίζονται ως
προσωπική επιτυχία, γίνονται μόνο, κατά την έκφραση του Χριστού «προς το
θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ. κγ΄5). Η όποια κίνηση και πράξη είναι μέρος
μιας «θεατρικής παράστασης».
Έτσι, όταν το μέτρο της τελειότητας ενός ανθρώπου δεν είναι ο
Θεός, αλλά ο άλλος άνθρωπος και ιδιαίτερα οι ατέλειές του, τότε υπερτιμά τις
όποιες αρετές του, αφήνει στο περιθώριο τις ατέλειές του και μεγιστοποιεί τα
λάθη και τις παραλείψεις των άλλων. Δικαιολογημένα ο Χριστός τους είπε ότι
είναι οι «διϋλίζοντες τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνοντες» (Ματθ. κγ΄24).
Για τούτο και ο Χριστός όχι μόνο καταδίκασε αυτού του είδους
τη συμπεριφορά σαν υποκρισία, αλλά την ίδια στιγμή την είχε συνδέσει με την
τάξη των Φαρισαίων, τον δε Φαρισαϊσμό τον χαρακτήρισε σαν την χειρότερη μορφή
εξαθλίωσης. Είναι δε γενικά παραδεκτό ότι οι πανανθρώπινες αξίες της θρησκείας
και της πατρίδος δεν κινδύνευσαν τόσο από τους φανερούς εχθρούς, όσο από τον
υποκριτικό θρησκευτικό και εθνικό φανατισμό.
Μέσα από τη σημερινή Παραβολή, ο Χριστός καταδίκασε την
υποκρισία σαν αρνητική έκφραση της πίστης και της ευσέβειας, γιατί θεμελιώνεται
στην αυτοδικαίωση και όχι στην αληθινή κρίση και δικαίωση του Θεού. Καταδίκασε
ακόμα την υποκρισία σαν βάναυση κακοποίηση της αγάπης, είτε προς τον Θεό είτε
προς τον συνάνθρωπο. Αντίθετα δέχθηκε τη μετάνοια του Τελώνη που επιβεβαιώθηκε
μέσα από την ταπεινοφροσύνη του. Για τον Τελώνη το μέτρο σύγκρισης ήταν ο Θεός
και όχι ο άνθρωπος με τα όποια ελαττώματά του. Υπόλογος για τις αμαρτίες του
ήταν μόνο απέναντι στον Θεό, που είχε και τη δυνατότητα να δεχθεί τους
στεναγμούς και τη μετάνοιά του και να του προσφέρει την πραγματική δικαίωση.
Αδελφοί μου, συγκλονιστική η σημερινή παραβολή.
Συγκλονιστικότερο όμως το αποτέλεσμα. «Κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον
αυτού ή γαρ εκείνος». Η δικαίωση του Τελώνου προσφέρθηκε σαν δώρο από τον Θεό
για την ειλικρινή μετάνοια και ταπεινοφροσύνη του. Σε ότι αφορά τον Φαρισαίο
απορρίφθηκε η «δικαίωση», γιατί από τις «αρετές» του έλειπε η ειλικρίνεια των
προθέσεων καθώς και η πίστη και η αγάπη. Κατά τον υμνωδό «Φαρισαίου φύγωμεν»
υψηγορίαν και Τελώνου μάθωμεν το ταπεινόν, εν στεναγμοίς προς τον Σωτήρα κράζοντες. Ίλαθι, μόνε ημίν ευδιάλακτε». Αμήν.
Θεόδωρος Αντωνιάδης