Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, ἀπό τὴν ἐρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Β΄Θεσ. 2,15), σε κύκλο ἀνδρῶν στὴν Μητρόπολη, το 1976
«Στήκετε», λέει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος. Καὶ γιατί νὰ πάρουμε παραδείγματα ξένα; Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶδα, στοὺς φοβεροὺς πολέμους ποὺ ὑπέστη ἡ πατρίδα μας, τὴ λεβεντιὰ τῶν ἀξιωματικῶν καὶ στρατιωτῶν μας. Ἂν ἤξεραν ἐκεῖνα τὰ ἡρωϊκὰ παιδιὰ ποὺ σκοτώθηκαν, ὅτι θὰ ἐρχόταν μιὰ τέτοια νέα γενεά, μιὰ γενεὰ ποὺ δὲν σκέπτεται τὴ λευτεριά, ἀλλὰ μόνο τὸ σὲξ καὶ τὸ διάβολό τους, δὲν θά ᾿χυναν τὸ αἷμα τους. Ἐκεῖνα ἦταν παιδιὰ ἡρωϊκά, παιδιὰ λεβέντικα. Ἐμεῖς τὰ κοινωνήσαμε πρὶν πέσουν στὴ μάχη. Μερόνυχτα εἶχαν νὰ κοιμηθοῦν. Ἔμεναν μὲ τὰ ἄρβυλά τους. Καὶ μάλιστα μερικὰ φυλάγανε σκοποί, διπλοσκοποί, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀπὸ ἀριστερά. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχε μέτωπο. Ἀπ᾿ ὅπου νά ᾿νε μπορεῖ νὰ τοὺς ἔρχονταν οἱ σφαῖρες. Φυλάγανε μέρα – νύχτα. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς πάρῃ ὁ ὕπνος εἶχαν καρφίτσες καὶ κεντοῦσαν τὰ κορμιά τους!
Τώρα ἡ σημερινὴ γενεὰ δὲ᾿ σκέπτεται τὴ λευτεριά, ἀλλὰ τὸ σὲξ καὶ τὰ γλέντια. Φταῖνε ὅμως οἱ γονεῖς, ποὺ τοὺς κάνουν ὅλα τὰ χατίρια καὶ δὲν τοὺς λένε ποτὲ ὄχι. Ἀλλὰ ἔννοια σας, θὰ ἔρθῃ ὥρα, ὅπως σᾶς εἶπα. Ἀφοῦ δὲν θέλουν ν᾿ ἀκούσουν γιὰ λευτεριὰ καὶ γιὰ μεγάλα ἰδανικά, θὰ γίνουν δοῦλοι κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο «ῥινόκερω» τῶν ἀθέων· καὶ τότε θὰ ποῦν ἀμάν! Ἀλλὰ θὰ εἶνε ἀργά. Αὐτὸς ὁ ἐκφυλισμὸς ἐκεῖ ὁδηγεῖ.
Λοιπόν, «στήκετε». Ὅταν ὁ στρατιώτης στέκεται στὴ θέσι του καὶ φωνάζει «Φύλακες, γρηγορεῖτε», τότε φυλάει ἄγρυπνος τὴν πατρίδα. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔτσι φύλαγαν τὰ φρούρια. Γύρω – γύρω ἦταν στρατιῶτες καὶ φύλαγαν σκοπιὰ ὅλη τὴ νύχτα. Καὶ γιὰ νὰ μὴν κοιμηθοῦν φώναζε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον· «Φύλακες, γρηγορεῖτε». Σὰν τὸν στρατιώτη λοιπόν, ποὺ πρέπει νὰ στέκεται στὴ θέσι του ἄγρυπνος ὁ φρουρός, γιατὶ δὲν ξέρει ποιά ὥρα θὰ τοῦ κάνῃ αἰφνιδιασμὸ ὁ ἐχθρός.
Αὐτὰ πάθαμε στὸ Ἀμύνταιο. Θὰ ἤμασταν τώρα στὸ Μοναστήρι, καὶ πιὸ πέρα ἀπ᾿ αὐτό. Ἦταν Ὀκτώβριος μήνας, καὶ ἦταν ἐκεῖ στὸ Ἀμύνταιο συγκεντρωμένος ὁ στρατός μας. Πῆγαν ἐπὶ σκοποῦ κάποιοι, ποὺ «μᾶς ἀγαπᾶνε πολύ», καὶ κερνοῦσαν τοὺς στρατιῶτες μας κρασί, ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ Ἀμυνταίου ποὺ φημίζεται. Καὶ τοὺς μέθυσαν. Εἰδοποίησαν κατόπιν τοὺς ἐχθρούς, κ᾿ ἐκεῖνοι ἔκαναν αἰφνιδιασμό. Ὁ στρατός μας δὲν μπόρεσε ν᾿ ἀντισταθῇ. Ἔφτασε πανικόβλητος μέχρι τὸν Ἁλιάκμονα. Κοντέψαμε νὰ χάσουμε τὴ μάχη.
Τὸ ἴδιο πάθαμε καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία. Γλεντοῦσαν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες καὶ οἱ ἀξιωματικοὶ στὸ Ἀφιὸν Καραχισάρ, μὲ τὶς πόρνες. Καὶ τὴ νύχτα ἔκανε ἐπίθεσι ὁ Κεμάλ. Τοὺς ἔπιασε στὸν ὕπνο καὶ τελείωσε ἡ ἱστορία.