Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «πεπληρωμένους
πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, πλεονεξίᾳ, κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου φόνου
ἔριδος δόλου κακοηθείας,». Μετάφραση: Καὶ ἔτσι ἐκυριεύθησαν καὶ ἐγέμισαν
ἀπὸ κάθε εἶδος ἁμαρτίας, ἀπὸ πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία
ἐγέμισαν ἀπὸ φθόνο, φόνο, φιλονεικία, δόλο, κακοτροπία.
- Οἱ ἄνθρωποι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ δυσκολεύονται νά ἀντιμετωπίσουν τά πάθη. Εὔκολο εἶναι νὰ φθάσουν καὶ στὸν φόνο. «οὐ φονεύσεις» εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Δυστυχῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι κυρίως γυναῖκες, ποὺ ἀγνοοῦν ὅτι ἡ ἔκτρωση εἶναι φόνος καὶ δυστυχῶς τὴν θεωροῦν ἀνθρώπινο δικαίωμα, σύγχρονη κοινωνικὴ ἀντίληψη.
- Στὸ περιοδικὸ ΖΩΗ ΣΕΠΤ. 2019 τονίζονται τὰ ἑξῆς: «Εἶπαν καὶ εἶναι σωστό, πὼς µιὰ κοινωνία ποὺ δὲν δέχεται πιὰ τὰ παιδιά της, σὲ ὅποια φάση τῆς ἀναπτύξεώς τους, ὅπως καὶ ἐκείνη ποὺ ἀπορρίπτει τοὺς γέροντες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀνάπηρους, δὲν εἶναι ἄξια νὰ ἐπιζήσει. Δὲν εἶναι κοινωνία ἀνθρώπων. Εἶναι ζούγκλα. Αὐτοκαταργεῖται. Ἰδιαίτερα μιὰ γυναίκα ποὺ ἀποφασίζει νὰ σκοτώσει τὸ παιδί της, ἔστω καὶ κυοφορούμενο δὲν παύει νὰ εἶναι παιδί της, ἄν δὲν διώκεται ποινικὰ δὲν σημαίνει, πὼς παύει νὰ διώκεται συνειδησιακά. Αὐτὴ τὴ συνείδηση ποιὸς θὰ τὴν καθησυχάσει; Ἔστω καὶ ἄν προσωρινὰ τῆς ἐπιβληθοῦν περιοριστικὰ μέτρα, δὲν φιμώνεται. Ἔρχεται ὥρα ποὺ ἐξεγείρεται καὶ μαστιγώνει ἀνελέητα. Διότι ἡ ἔκτρωση δὲν εἶναι ἁπλὸ ἔγκλημα. Εἶναι μοναδικὴ ἐγκληματικὴ διαστροφή. Δὲν ὑπάρχει χειρότερη διαστροφή ἀπό τὸ νὰ δολοφονεῖ ἡ ἴδια ἡ μητέρα τὸ σπλάγχνο της. Τὴν ὥρα ἐκείνη διαστρέφει τὴ φύση της, τὸ μητρικὸ φίλτρο, τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη. Χτυπάει τὶς ρίζες τῆς ζωῆς.
Τὸ θέμα ἔχει εὐρύτερες διαστάσεις.
Παράλληλα μὲ τὴ διαστροφὴ ποὺ προκαλεῖ στὴν ψυχὴ τῆς μητέρας, δὲν εἶναι
μικρότερη ἡ φθορὰ ποὺ δημιουργεῖ στὴ συνείδηση τῶν γιατρῶν. Δὲν εἶναι
πιὰ γιατροί. Δὲν ὑπηρετοῦν τὴ ζωή. Ὑπηρετοῦν τὸ θάνατο. Μὲ ἀμβλυμένη
συνείδηση εἶναι ἀκατάλληλοι γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἱεροῦ λειτουργήματός
τους».
- Ἕνα συγκλονιστικὸ παράδειγμα ἀναφέρεται στὸ βιβλίο «Μηνύματα ἀπὸ τὸν οὐρανό», ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Βαρνάκοβας, Δωρίδα 2005, σελ. 86, 87.
Ἡ ἰδιαιτέρα ἀγάπη πρὸς τὴν Παναγίαν σώζει
Φαινόταν ὅτι ἦταν ζωντανό μέλος τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Συμμετεῖχε στίς φιλανθρωπικές δραστηριότητες τῆς
Ἐκκλησίας τῆς ἐνορίας της, ἐξομολογεῖτο καί κοινωνοῦσε. Ὅλοι ἔλεγαν ὅτι ἡ
κυρία Φρόσω ἦταν μιά πολύ καλὴ Χριστιανή.
Ἡ κωμόπολη ὅπου ζοῦσε, δέν ἀπέχει πολύ
ἀπ᾿ τή Θεσσαλονίκη. Συχνά κατέβαιναν Ἁγιορεῖτες Πνευματικοί κι
ἐξομολογοῦσαν ὅσους ἀπ᾿ τούς ἐκεῖ κατοίκους ἤθελαν.
Ἡ κυρά- Φρόσω ἦταν μία ἀπ᾿ αὐτούς. Εἶχε
μάλιστα καί μιά ἰδιαίτερη ἀγάπη στήν Παναγία. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τήν
ἐπεκαλεῖτο πολύ. Εἴτε μαγείρευε, εἴτε σκούπιζε, ψιθύριζε:”Ὑπεραγία
Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς”.
Καί πράγματι, Ἐκείνη ἦταν τελικά πού τήν
ἔσωσε μέ τίς πρεσβεῖες Της, γιατί, δυστυχῶς, ἡ καλή- κατά τά ἄλλα- κυρά
Φρόσω, δέν ἐξομολογεῖτο εἰλικρινά τίς ἁμαρτίες της. Ἀπέκρυπτε ἀπ᾿ τόν
Πνευματικό τήν πιό μεγάλη. Ὅταν ἦταν νεώτερη, εἶχε διαπράξει φόνο! Εἶχε
σκοτώσει τό παιδάκι της μέσα στά σπλάγχνα της! Εἶχε κάνει ἔκτρωση…
Ὁ Θεός περίμενε τή μετάνοιά της,
περίμενε, ἀλλά ἐκείνη τίποτε… Ὁπότε μιά μέρα, ἔφυγε αἰφνίδια! Ὅλη ἡ
ἐνορία στενοχωρήθηκε καί τήν ἄλλη μέρα τό πρωί μαζεύτηκαν γιά τήν κηδεία
της. Κατά τή διάρκεια ὅμως τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας, ἡ κεκοιμημένη
ἀναστήθηκε! Στήν ἀρχή ὁ κόσμος πανικοβλήθηκε, μετά ὅμως ἐπεκράτησαν οἱ
πιό ψύχραιμοι καί μαζί μέ τόν ἱερέα προσπάθησαν νά τή βοηθήσουν. Ὅταν
ἐκείνη συνῆλθε τελείως, τούς παρακάλεσε κλαίγοντας νά τήν ἀκούσουν.
“Συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη “τούς
εἶπε ὅτι, ὅταν πέθανε, ὁ Ἄγγελός της τήν ὁδήγησε ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ
Βήματος τοῦ Κυρίου. Ὁ καρδιογνώστης Κύριος εἶπε πώς ὑπῆρχε ἁμαρτία φόνου
ἀνεξομολόγητη καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν ἦταν δυνατό νά εἰσέλθει στή
Βασιλεία Του. Τότε ἐπενέβη ἡ εὔσπλαγχνη Δέσποινα τοῦ κόσμου κι ἄρχισε νά
Τόν παρακαλεῖ γιά τή σωτηρία αὐτῆς τῆς ψυχῆς. Ὁ Κύριος τότε ἀπάντησε:
“Μητέρα, ὑπάρχει φόνος. Ἐγώ εἶμαι ὁ Νομοθέτης τοῦ οὐ φονεύσεις. Δέν
δύναμαι νά διαψεύσω Ἑαυτόν!”
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὅμως συνέχισε τίς
παρακλήσεις Της ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ Της, ὁπότε ὁ Πανάγαθος Κύριος κάμφθηκε
καί εἶπε: “Τό μόνο πού μπορεῖ νά γίνει εἶναι νά ἐπιστρέψει στήν ἐπίγεια
ζωή, καί, ἄν θελήσει νά ἐξομολογηθεῖ τό μεγάλο αὐτό ἁμάρτημα, θά σωθεῖ”.
“Κι ἔδωσε ἐντολή ὁ Κύριος κι ἐπέστρεψα
στό σῶμα μου, ὅπως βλέπετε,” εἶπε. “Τώρα ὅμως θέλω νά ἐξομολογηθῶ
μπροστά σέ ὅλους σας τήν ἁμαρτία πού μέχρι τώρα ἔκρυβα…”.
Μετά δακρύων ἐξομολογήθηκε ἡ γυναίκα καί
μαζί της ἔκλαψαν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι. Ὅταν τελείωσε, ὁ Πνευματικός
τῆς διάβασε τή συγχωρητική εὐχή καί τότε ἐκείνη ἀναπαυμένη ξανακοιμήθηκε
τόν ὕπνο τῶν Δικαίων…
Τό γεγονός αὐτό ἔγινε γνωστό σέ ὅλη τήν
Ἑλλάδα καί τό εἶχε γράψει καί ὁ ἐκεῖ τοπικός τύπος, πρίν μερικές
δεκαετίες. Τέτοιες ὅμως νεκραναστάσεις εἶναι σπανιότατες.
Ἡ δυνατότητα τῆς μετανοίας ὑπάρχει μόνο
σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Στήν αἰωνιότητα ὑπάρχει ἡ ἀνταπόδοση καί τά
ἀποτελέσματα τῶν ἐπιλογῶν μας…».