Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Πατήρ Ιωάννης Καλαΐδης: «έφθασε ο καιρός να πάρουμε την Κωνσταντινούπολη»


Μαρτυρία Αποστόλου Σίμογλου
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές εν Χριστώ, χαίρετε. Με πολλή χαρά απόψε βρίσκομαι εδώ μαζί σας για να καταθέσω προσωπικά βιώματα, θαυμαστά βιώματα που έζησα κοντά σ’ αυτόν τον αγιασμένο λευΐτη. Τον π. Ιωάννη τον είχα γνωρίσει μέσω κάποιου φίλου μου, ο οποίος μου είχε μιλήσει γι’ αυτόν, τον είχε επισκεφθεί και σε κάποια στιγμή αποφασίσαμε οικογενειακώς, μαζί με κάποιο φιλικό ζευγάρι να τον επισκεφθούμε. Όταν φθάσαμε στο Νεοχώρι, μας περίμενε, μας χαιρέτισε εγκάρδια με πολλή χαρά και μας λέει:

 «σας περίμενα» και επίσης μας λέει εντελώς απλά «να τώρα πριν να ‘ρθείτε, καθόταν η Ειρηνούλα εδώ στον καναπέ και τα λέγαμε». Λες και ηταν κάτι συνηθισμένο, κάτι που συμβαίνει σε όλους. Αφού μιλήσαμε του εκθέσαμε τα προβλήματά μας. Φύγαμε και από τότε τακτικά τον επισκεφτόμαστε, είτε οικογενειακώς, είτε με φίλους, είτε μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Τον πατέρα Ιωάννη, κοινώς τον παπα Γιάννη, τον συμβουλευόμασταν πάρα πολύ, για πολλά θέματα. 
Θα σας αναφέρω ένα περιστατικό από τα πολλά που συνέβησαν. Η σύζυγός μου η Αλεξάνδρα στον 8ο μήνα είχε παρουσιάσει οξεία παγκρεατίτιδα. Όταν παρουσιάστηκε το πρόβλημα, πήγαμε στο νοσοκομείο στην Αλεξανδρούπολη, οι γιατροί έκαναν τις καθιερωμένες εξετάσεις, έγινε εισαγωγή, γίνεται ιατρικό συμβούλιο και μου λεν, ένας εξ αυτών ο χειρουργός, ήταν 10 διαφορετικοί γιατροί, 10 διαφορετικές ειδικότητες, «κ. Σίμογλου, πρέπει να μιλήσουμε, η κατάσταση της συζύγου σας είναι πολύ σοβαρή». Λέω, «γιατρέ να μιλήσουμε». Μου λέει, «η σύζυγός σας έχει οξεία παγκρεατίτιδα». Εγώ αγνοούσα τι είναι παγκρεατίτιδα. Λέω «μπορείτε να μου πείτε με δύο λόγια, τί είναι παγκρεατίτιδα;». Και μου λέει, «έχει περάσει λάσπη από τη χολή στο πάγκρεας, και αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο θάνατο. Οπότε έχουμε δύο λύσεις, ή να δώσουμε μία αγωγή με ισχυρότατη ενδοφλέβια αντιβίωση για ένα μήνα, όλο το 24ωρο ή να μη δώσουμε», και συγκεκριμένα μου λέει, «εμείς κάναμε συμβούλιο και δεν βρήκαμε άκρη. Μπρος γκρεμός, πίσω ρέμα». Λέω «γιατρέ δηλαδή;» «Αν δώσουμε την αντιβίωση, αν δώσουμε την αγωγή δηλαδή, το παιδί θα γεννηθεί ή παράλυτο ή νεκρό. Αν δε δώσουμε τους χάνεις και τους δυο». 
Εγώ πάγωσα, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δέκα γιατροί και δε βρήκαν άκρη και περιμένα από μένα να τους δώσω τη λύση, τι να κάνουν. Λέω «γιατρέ, θα σας πω σε λίγο». Βγήκα έξω και έκλαιγα. Δεν ήξερα τι να κάνω, να πω «δώστε», μου είπε τα αποτελέσματα, «μη δίνετε», τους έχανα και τους δυο. Και τότε μου ήρθε στο μυαλό ο π. Ιωάννης. Κλαίγοντας τον πήρα τηλέφωνο, του εξιστόρησα με λίγα λόγια την κατάσταση, και ο π. Ιωάννης μου λέει επί λέξει: «Απόστολέ μου, οι γιατροί...», α, του ζήτησα φυσικά να κάνει προσευχή για να βρεθεί η λύση στο πρόβλημα, και μου λέει, «Απόστολέ μου, οι γιατροί ας βάλουν όσα φάρμακα θέλουν, όλα θα πάνε καλά. Το παιδί θα γεννηθεί γερό». Τον ευχαρίστησα, ενημέρωσα την σύζυγό μου την Αλεξάνδρα και πάω στο γιατρό, πλέον τελείως διαφορετικός, με άλλη ψυχολογία και του λέω: «γιατρέ, βάλτε όσα φάρμακα θέλετε, κάνετε αυτό που είναι να κάνετε, όλα θα πάνε καλά, το παιδί θα γεννηθεί γερό». 
Ο γιατρός σάστισε· μου λέει: «καθήστε κ. Σίμογλου, να σας φέρω μια πορτοκαλάδα, ένα χυμό, ένα νερό». Λέω, «γιατρέ, καλά είμαι, δεν παραφρόνησα». Λέει, «ξέρετε τι σημαίνει αυτό;». λέω, «το γνωρίζω», «επί ένα μήνα θα ρέει αντιβίωση στη σύζυγό σας και στο έμβρυο, σας είπα τα αποτελέσματα». Λέω «γιατρέ, το παιδί θα γεννηθεί γερό. Όλα θα πάνε καλά». Μου λέει «θα υπογράψετε», «βεβαίως». Ενημέρωσα τη σύζυγό μου και υπέγραψα. 
 Όταν την είπα τη σύζυγό μου τι είπε ο παππούλης, μου λέει, «αφού το λέει ο παπα Γιάννης, θα προχωρήσουμε στην αγωγή». Και ξεκίνησε η αγωγή· επί ένα μήνα, ο οποίος ήταν μαρτρυκός για την Αλεξάνδρα, γιατί, νύχτα μέρα έρρεε φάρμακο μέσα στις φλέβες της και δεν έμεινε φλέβα που να μην τρυπηθεί. Δηλητήριο στην ουσία, ένοιωθε την πίκρα. Επίσης, να σας πω, ότι όταν είπα στον π. Ιωάννη για την παγκρεατίτιδα, μου είπε ότι, αφού μου είπε ότι όλα θα πάνε καλά, ότι αυτό το παιδάκι θα το πείτε Ραφαήλ και θα το βαπτίσετε και εδώ. Θα αναφερθώ γι’ αυτό σε λίγο. 
Πέρασε ο μήνας, βγήκε η Αλεξάνδρα από το νοσοκομείο, ετοίμασε τα πράγματά της, μπήκε, γέννησε με καισαρική λόγω παγκρεατίτιδας, και γεννήθηκε ένα υγιέστατο αγοράκι, όπως είχε προειπεί ο παπα Γιάννης, χωρίς κανένα πρόβλημα. Οι δε γιατροί, αφού πήγαν όλα καλά, επειδή κάποιοι ήταν και γνωστοί την είπανε, «γλύτωσες από του χάρου τα δόντια». Κάποιος άλλος, έπιασε εμένα και μου λέει «τα χρειαστήκαμε με τη γυναίκα σου, ήταν μια κατάσταση πάρα πολύ δύσκολη». Χάρη όμως στον παπα Γιάννη, ανατράπηκαν τα δεδομένα. 
 Όσο για το όνομα, από τις πρώτες μέρες κιόλας η Αλεξάνδρα, η οποία ένοιωθε ότι φεύγει, το καταλάβαινε, το αισθανότανε, μου λέει, «Απόστολε να σου πω κάτι, να σου ζητήσω μια χάρη, αν όλα πάνε καλά και γεννηθεί με το καλό το παιδάκι, αντί να πούμε το όνομα κάποιου παππού, να το πούμε Ραφαήλ. Και λέω, «να το πούμε, αν σου πω ότι κι εγώ έκανα την ίδια σκέψη», κι έτσι αποφασίσαμε και το είπαμε Ραφαήλ, αυτό που είχε πει ο παπα Γιάννης. Όσο για τη βάπτιση, είχαμε αποφασίσει να το βαφτίσουμε στην Μυτιλήνη, στον άγιο Ραφαήλ, αλλά όταν έφθασε ο καιρός της βάφτισης, δε βόλεψε οικονομικά, και η βάφτιση έγινε στο Νεοχώρι Σιντικής Σερρών. 
Ένα άλλο περιστατικό θαυμαστό, είναι όταν ο Ραφαήλ ήτανε ενάμιση ετών, και κάποια στιγμή των Φώτων είχε βγάλει κάποια εξανθήματα πάνω από τα χείλη. Πήγαμε στο νοσοκομείο, νομίζοντας ότι είναι κάτι απλό. Έγινε η εισαγωγή, ξεκινήσαν οι εξετάσεις, αίμα ούρα κτλ., οι γιατροί δεν βρίσκαν άκρη για πέντε 24ωρα. Το παιδί χειροτέρευε, τα εξανθήματα απλώθηκαν σ’ όλο το σώμα, δεν βρίσκανε κάποια θεραπεία, δεν μπορούσαν να αποφανθούν. Μετά την 5η ημέρα, πήρα τηλέφωνο στον παπα Γιάννη, και του λέω παππούλη μου, συμβαίνει «το και το» με τον Ραφαήλ. Και μου λέει «Απόστολε, μη στεναχωριέσαι, οι άγιοί του, δεν θα τον αφήσουν, θα δεις», μου λέει «θα δεις». Το ίδιο βράδυ καθόμουν για να φροντίζω τον μικρό, γιατί εναλλάξ καθόμασταν με την Αλεξάνδρα, το παιδάκι ούτε έτρωγε, ούτε έπινε, έκλαιγε και δεν μπορούσαμε ούτε πάνα να το αλλάξουμε, τόσο πολύ πονούσε.
 Κατά τις 9 η ώρα, κοιμήθηκε, πράγμα περίεργο. Μέχρι τη μία. Στη μία η ώρα ξύπνησε, πιάστηκε από το κρεββατάκι και άρχισε να χοροπηδάει. Λέω, κάτι συμβαίνει εδώ. Ανάβω τα φώτα στο θάλαμο, σηκώνω τις πιτζάμες του και ήταν πεντακάθαρο, δεν υπήρχε ίχνος από κοκκινίλα. Ήθελα τότε να φωνάξω, να τσιρίξω, να το διαλαλήσω αυτό που συνέβη, αλλά καταλαβαίνετε μία η ώρα τα ξημερώματα, δεν γινόταν κάτι τέτοιο. Την άλλη μέρα το πρωί, πέρασε ένας από τους γιατρούς που παρακολουθούσαν τον μικρό Ραφαήλ. Μου λέει, «πώς πάμε εδώ;». Λέω, «μια χαρά γιατρέ». «Τι μια χαρά» μου λέει, λέω «όλα καλά». Σηκώνει τη πιτζάμα του, μου λέει «τι του κάνατε; Τι του δώσατε;», λέω εγώ, «τίποτα». «Μα» λέει, «δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν» και φεύγει τρέχοντας και φωνάζει τον καθηγητή της κλινικής. Ήρθε ο καθηγητής με συνοδεία και άλλων γιατρών, εξέτασαν τον μικρό και ενώ ήταν να καθίσουμε 30 μέρες, όπως μας είχαν πει, φύγαμε την ίδια μέρα. Άλλη μία θαυμαστή ίαση από τον πατέρα Ιωάννη. 
Κάποια στιγμή στην επιχείρηση που δούλευα, ο εν λόγω επιχειρηματίας είχε κάποιες αντιπροσωπείες, την μία αποφάσισε να την κλείσει, σ’ αυτήν που δούλευα εγώ. Οπότε έμεινα χωρίς δουλειά. Για εκείνο το διάστημα, με φιλοξενούσε σε διαμέρισμα, στο χώρο που ήταν οι αποθήκες, οπότε μου λέει «Απόστολε, πρέπει να εγκαταλείψεις και το διαμέρισμα, φρόντισε να βρεις και δουλειά». Έψαξα για δουλειά, έψαξα και για σπίτι, μάταια όμως. Πήρα τον παπα Γιάννη τηλέφωνο, πού αλλού θα μπορούσα να ενοχλήσω; Ήταν το αποκούμπι μας. Του λέω παππούλη μου, συμβαίνει «το και το». Λέει, «μη στεναχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά, αλλά θα κάνετε μία φανουρόπιτα και θα την πάτε στην εκκλησία του αγίου Φανουρίου. Του λέω «παππούλη μου, δεν έχουμε εμείς στην Αλεξανδρούπολη εκκλησία του αγίου Φανουρίου». «Έχετε, έχετε», μου λέει. Και αρχίζω, του αγίου Νικολάου, του αγίου Νεκταρίου, Μεταμόρφωση, αγία Κυριακή, και του ξαναλέω, «παππούλη μου, συγνώμη, αλλά δεν έχουμε εκκλησία του αγίου Φανουρίου». «Για ρώτα Απόστολε», μου λέει, «για ρώτα και θα δεις». Αφού κλείσαμε το τηλέφωνο, πήρα τηλέφωνο σε κάποιους γνωστούς μου ιερείς, και μου λένε «και βεβαίως έχουμε, κάτω από την εκκλησία του αγίου Νεκταρίου». Ο παππούλης από τις Σέρρες, από το Νεοχώρι, έβλεπε ότι υπήρχε εκκλησία. Είχε και το προορατικό και το διορατικό χάρισμα. 
Σε κάποια άλλη επίσκεψη, μαζί με τον φίλο μου τον Θανάση και τόν Ανδρέα που πηγαίναμε, καθώς πλησιάζαμε ξαφνικά νοιώθαμε μία χαρά. Από το πουθενά, κι όσο πλησιάζαμε,, αυτή η χαρά μεγάλωνε. Τόσο, που στο τέλος τρέχανε δάκρια από τα μάτια μας, χωρίς να μπορούμε να το ελέγξουμε. Η χαρά βέβαια, ήταν πάρα πολύ μεγάλη, όταν φθάσαμε στο σπίτι του παπα Γιάννη. Τέτοια χαρά είχα νοιώσει όταν πρωτογνώρισα τον άγιο Παΐσιο, το 1988, στο κελί του στην Παναγούδα. Αφού καθίσαμε, μας συμβούλευσε, τα είπαμε, πήγαμε να φύγουμε. Τρεις φορές φθάσαμε μέχρι την πόρτα και σα μαγνήτης μας ξαναγύριζε πίσω. Δεν μπορούσαμε να τον αποχωριστούμε. Την Τρίτη φορά, μ’ έπιασε από το χέρι, με κοίταξε στα μάτια και μου λέει «να ψάλλεις Απόστολε, να ψάλλεις προς δόξα Θεού». Εγώ ποτέ δεν του είχα αναφέρει ότι ήμουν ψάλτης, ότι είχα αναλόγιο. Και πάλι φάνηκε το χάρισμα που είχε ο παππούλης. 
Κάποια φορά, τον είχαμε επισκεφτεί γύρω στα 9 άτομα από την Αλεξανδρούπολη, και αφού μιλήσαμε, μας συμβούλευσε, τα είπαμε, κάποια στιγμή, χωρίς να τον ρωτήσουμε, χωρίς να πούμε κάτι εμείς, μας λέει «έφθασε ο καιρός να πάρουμε την Κωνσταντινούπολη». Τον λέω «πάτερ μου, πότε». Μου λέει «σύντομα, πολύ σύντομα». Και γω του λέω: «κάποια ημερομηνία;». «Α, όλα κι όλα», μου λέει, «αυτό είναι το σχέδιο του Θεού, αλλά ημερομηνίες όχι». Τα ίδια μου είχε πει για την Κωνσταντινούπολη το 1991, κι ο άγιος Παΐσιος στο κελί του. Έτσι φαίνεται ότι ο χαριτωμένος παπα Γιάννης είχε και το προφητικό χάρισμα. 
Και επίσης να αναφέρω, ότι κατά την εκδημία του, όταν πήγα να ασπαστώ το χέρι του ήταν ζεστός, όπως ενός ζωντανού ανθρώπου. Όπως θα γνωρίζετε, ο μακαριστός επίσκοπος ο Σιατίστης Αντώνιος, τον είχε πνευματικό, και είχε πει για τον πατέρα Ιωάννη ότι είναι ο σύγχρονος Πλανάς της Ορθοδοξίας. Και αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι ο παπα Γιάννης είχε πάρα πολύ μεγάλη ταπείνωση, αλλά ταυτόχρονα και πάρα πολύ αγάπη. Όποιος πήγαινε να του πει το πρόβλημά του, το έκανε δικό του, εκεινη τη στιγμή έβαζε το πετραχήλι και γονάτιζε και προσευχόταν, με δάκρια, με πόνο, με πολύ πόνο, σαν μικρό παιδάκι και παρακαλούσε, όπως ένα μικρό παιδάκι παρακαλάει τη μητέρα του για κάτι, παρακαλούσε την Παναγία, παρακαλούσε τους αγίους, τον άγιο Ραφαήλ και πολλούς άλλους αγίους, που είχε εκεί τα άγια λείψανά τους και έτσι πολλές φορές έλυνε τα προβλήματα και τα βάσανα πολλών ανθρώπων. Ήταν άνθρωπος της χαράς, ποτέ δεν τον είδαμε να είναι σκυθρωπός, πάντα ήταν μεσ’ την χαρά, είτε μιλούσαμε στο τηλέφωνο, είτε τον επισκεφτόμασταν· και πάντα έλεγε να δοξάζουμε τον Θεό, είτε περνάμε καλά, είτε περνάμε άσχημα, είτε έρχονται άσχημα πράγματα στη ζωή μας, είτε έρχονται καλά. Και αυτό που τόνιζε, ότι, ότι και να φάμε, ότι και να πιούμε όλα εδώ θα μείνουν. Αυτό που έχει αξία είναι τα έργα μας, οι ελεημοσύνες που θα κάνουμε, οι προσευχές που θα κάνουμε, όλα αυτά θα πάρουμε μαζί μας. Την ευχή του να έχουμε. Ευχαριστώ.