Πρόσφατα μια Κυριακάτικη εφημερίδα με εξώφυλλό της και
πηγαίνοντας, μάλλον, κόντρα στο εν πολλοίς επιβεβλημένο ρεύμα, που
επικρατεί απέναντι στο κρίσιμο ζήτημα της έκτρωσης, δημοσίευσε στο
εξώφυλλο της την ελπιδοφόρο προσπάθεια του κινήματος «Αφήστε με να ζήσω!». Μίας δράσης που υποστηρίζει το δικαίωμα στη ζωή του εμβρύου, τιμώντας με τον τρόπο αυτό την καθιερωθείσα από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας ημέρα «αγεννήτου παιδιού».
Όπως αναμενόταν, η δημοσίευση αυτή δίχασε την κοινή γνώμη και αποτέλεσε
αφορμή έναρξης μιας συζήτησης ευρύτερης, νομικής και βιοηθικής πάνω
ακριβώς στο θέμα της άμβλωσης. Μάλιστα, διεφάνη μια τάση μεροληψίας από
τα ΜΜΕ με προβολή μόνο των θέσεων όσων τασσόταν υπέρ των εκτρώσεων. Οι
δε υποστηρικτές της άποψης αυτής εμφανίστηκαν σφόδρα επιθετικοί και
παρουσίαζαν ως ‒ πάνω-κάτω ‒ παλιάνθρωπο, όποιον εξέφραζε θέση κατά της
αμβλώσεως.
Το παρόν άρθρο θα αποδείξει, με αμιγώς νομική επιχειρηματολογία, το
παράλογο των απόψεων υπέρ της άμβλωσης και το παράνομο‒αντισυνταγματικό
της άμβλωσης καθεαυτής ως υλικής ενέργειας. Ξεκινώντας, το κύριο νομικό
επιχείρημα της υποστηριζούσης το δικαίωμα στην έκτρωση πλευράς ήταν και
είναι η επίκληση του δικαιώματος προς ελεύθερη ανάπτυξη της
προσωπικότητας του ανθρώπου (της γυναίκας εν προκειμένω) κατά την 57 ΑΚ,
το οποίο συνταγματικά κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του δικαιώματος στην έκτρωση, τα άρθρα αυτά
αποτελούν τη νομική βάση που δίδει στη γυναίκα την ευχέρεια μέσω και
της αντίστοιχης ρύθμισης νόμου, να μεταχειρίζεται ελεύθερα το σώμα της. Η
άποψη αυτή είναι νομικά ατελής, μεροληπτική, ελλιπής και αβάσιμη για
λόγους, οι οποίοι θα αναπτυχθούν παρακάτω.
Η αποδόμησή της ως άνω επιχειρηματολογίας πρέπει να ξεκινήσει με μια
κρίσιμη για τη συνέχεια παραδοχή, συνομολογούμενη τόσο από την ιατρική
επιστήμη, όσο και από τους υποστηρικτές των απόψεων εκατέρωθεν, αλλά και
φυσικά από την Εκκλησία, την παραδοχή δηλαδή ότι το έμβρυο κατά την
ιατρική έννοια του όρου αποτελεί ανθρώπινη οντότητα, η οποία κυοφορείται
από την έγκυο γυναίκα. Με δεδομένη τη βασική αυτή παραδοχή και
επεκτείνοντας τη νομική σκέψη σε ένα επόμενο στάδιο, είναι γνωστό τοις
πάσι και υποστηριζόμενο σε οποιοδήποτε βιβλίο του Αστικού Δικαίου, ότι η
57 ΑΚ υπόκειται για οποιονδήποτε δικαιούχο ανεξαιρέτως (ενώπιον και της
συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας απέναντι στο νόμο) στον
περιορισμό της 288 ΑΚ περί «καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος». Διάταξη
βαρυσήμαντη για σύσσωμο τον Αστικό Κώδικα, η οποία έχει ως σκοπό (ratio)
την αποφυγή του ενδεχόμενου άσκησης ενός δικαιώματος κατά τέτοιον τρόπο
που να αντιτίθεται στον σκοπό του ίδιου του ασκούμενου δικαιώματος ή να
προσβάλλει το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τα ως άνω δυο αποδεκτά από
όλους δεδομένα, η αναγνώριση δηλαδή του εμβρύου, ως ανθρώπινης ύπαρξης
και ο περιορισμός της 288ΑΚ, νομοτελειακά οδηγούν σε ένα ερώτημα: Πώς
είναι δυνατόν η ανάπτυξη της προσωπικότητας της γυναίκας να μπορεί να
έχει ως άμεση και αιτιώδη συνέπεια το θάνατο άλλης ανθρώπινης οντότητας ‒
του εμβρύου ‒ και αυτή η εκδήλωση του δικαιώματος να μη θεωρείται
καταχρηστική; (Σημειωτέον: Η έκτρωση φέρει ακριβώς τα ίδια ποιοτικά
χαρακτηριστικά με το έγκλημα της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας, 299 παρ.1
ΠΚ, τόσο ως προς την αντικειμενική, όσο και ως προς την υποκειμενική του
υπόσταση). Εν προκειμένω, δηλαδή, η ελευθερία της γυναίκας υπερβαίνει
κατά παρά πολύ το όριο ανάπτυξής της και φτάνει μέχρι το σημείο στέρησης
όχι απλά της ελευθερίας, αλλά της δυνατότητας στη ζωή άλλου ανθρώπου.
Για όσους, όμως, έχουν ενστάσεις σχετικά με το εάν το έμβρυο πρέπει να
θεωρείται άνθρωπος, πρέπει να υπογραμμιστούν επιπροσθέτως τα εξής:
Μιλώντας
καταρχάς σε επίπεδο ιατρικό, στην 3η εβδομάδα της εμβρυογένεσης, ήδη το
έμβρυο έχει 105 καρδιακούς παλμούς ανά λεπτό, στην 9η μπορεί να
τεντώνεται κανονικά, ενώ μεσολαβεί η ανάπτυξη εγκεφαλικών κυμάτων κατά
την 6η εβδομάδα. Είναι περιττό οποιοδήποτε άλλο σχόλιο.
Σε επίπεδο νομικό, ο νομοθέτης εμμέσως αναγνωρίζει το έμβρυο ως
ανθρώπινη οντότητα με την 36 ΑΚ, δεδομένου ότι παρέχει στο έμβρυο τη
δυνατότητα απόκτησης κληρονομικών δικαιωμάτων, τα οποία επέρχονται σε
αυτό μετά τη γέννησή του. Με βάση λοιπόν το γεγονός ότι μόνο φυσικό ή
νομικό πρόσωπο μπορεί να κληρονομήσει, μόνο δηλαδή άνθρωπος και όχι
οποιοδήποτε άλλο άψυχο αντικείμενο, στοιχείο, που αποτελεί θεμελιώδη
παραδοχή του Κληρονομικού Δικαίου και ενώπιον της 36 ΑΚ, η οποία
αναφέρει: «Ως προς τα δικαιώματα που του επάγονται το έμβρυο θεωρείται
γεννημένο, αν γεννηθεί ζωντανό», καθίσταται πρόδηλο ότι ο νομοθέτης
εμμέσως αναγνωρίζει την ανθρώπινη φύση του εμβρύου για να του παράσχει
και τη δυνατότητα απόκτησης κληρονομικών δικαιωμάτων.
Σε επίπεδο εμπειρικό, η ανθρώπινη φύση του εμβρύου διαπιστώνεται κατά
τη διενέργεια της άμβλωσης, αφού οι διάφοροι τρόποι τέλεσής της (έκτρωση
με αναρρόφηση, με κρανιοθρύπτη, εμβρυοτομή, με καισαρική τομή)
προσβάλλουν διαφορετικό τμήμα/όργανο του σώματος ‒ ανάλογα με την
επιλογή μεθόδου ‒ από το οποίο και εξαρτάται η συνέχιση της ύπαρξης της
σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωμένης ανθρώπινης οντότητας. Οι τρόποι θανάτωσής
του, λοιπόν, αποδεικνύουν ακριβώς την ανθρώπινή του φύση.
Με
βάση όλα τα προαναφερθέντα μία είναι η μεγάλη εικόνα, η οποία
διαμορφώνεται, και ένα το αντικειμενικό, πολυπρισματικό συμπέρασμα.
Όντως το άρθρο 2 του Συντάγματος, περί προστασίας της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση των εκτρώσεων και
καλείται να προστατέψει μια κατηγορία ανθρώπων. Αυτές, όμως, δεν είναι
οι γυναίκες. Είναι τα αγέννητα παιδιά, των οποίων το ύψιστο έννομο αγαθό
της ζωής προσβάλλεται βάναυσα. Αγαθό το οποίο όχι μόνο εμπίπτει στην
έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αλλά το οποίο τελικά αποτελεί
προϋπόθεση της ύπαρξης της αξιοπρέπειας. Το Σύνταγμά μας, άλλωστε, όπως
και κάθε Σύνταγμα δυτικής Δημοκρατίας, έχει δομηθεί πάνω στα θεμέλια της
χριστιανικής κοινωνικής ηθικής. Η έκτρωση, όπως και άλλες πολλές
πρωτοβουλίες που βάλλουν κατά της κρατούσης αυτής κοινωνικής ηθικής,
είναι απότοκο ενός κακόβουλου νομικού ακτιβισμού με περιεχόμενο έναν
τύπο δικαιωματισμού, ο οποίος αποτελείται από αμιγώς πολιτικά κίνητρα
και ο οποίος διοχετεύοντάς τα στη νομική επιστήμη, προκαλεί τελικά την
απομάκρυνσή της από την πραγματικότητα και τις παραδοχές της ιατρικής
επιστήμης, αλλά και φυσικά από την κοινωνική ηθική της Ορθοδόξου
πίστεως.
Εξ αντιδιαστολής συνάγεται, με βάση και την ως άνω θεμελίωση της
ανάγκης συνταγματικής προστασίας του αγέννητου παιδιού, ότι ο νόμος για
την άμβλωση, όχι μόνο δεν έχει νομικό έρεισμα στο Σύνταγμα, αλλά και ότι
με αυτόν προσβάλλεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια του εμβρύου, η οποία και
πρέπει να τύχει της συνταγματικής προστασίας του άρθρου 2 του
Συντάγματος. Τούτο διότι, ως απεδείχθη και παραπάνω, η σύγκρουση των
έννομων αγαθών της ζωής από τη μία και της προσωπικότητας από την άλλη, η
οποία προκύπτει από τη σύγκρισή τους, δημιουργεί την ανάγκη ιεραρχικής
διαβάθμισης της απαξίας εκάστου εννόμου αγαθού για να διαπιστωθεί ποιο
από τα δύο πρέπει να προστατευτεί κάτω από την ίδια συνταγματική
ρύθμιση. Δηλαδή, με λίγα και απλά λόγια, ποιο εκ των δύο είναι
σημαντικότερο προς προστασία.
Αν στο σημείο αυτό κάποιος απαντήσει ότι είναι το δικαίωμα στην
προσωπικότητα και όχι στη ζωή ενός ανθρώπου, αναδεικνύεται και το
παράλογο του επιχειρήματός του. Εφόσον ήδη κατέστη σαφές ότι το έμβρυο
πρέπει να είναι το μόνο που τυγχάνει της συνταγματικής προστασίας του
άρθρου 2 του Συντάγματος, είναι έκδηλο ότι νόμος (όπως αυτός της
έκτρωσης), ο οποίος προδήλως προσβάλλει το συνταγματικό δικαίωμα του
εμβρύου στη ζωή, είναι αντισυνταγματικός ως αντικείμενος στο άρθρο 2 του
Συντάγματος.
Κλείνοντας, αξίζει να ειπωθεί ότι το άρθρο αυτό δε στοχεύει, δεν
κατηγορεί, δεν κρίνει κανέναν. Προσπαθεί απλά να αναδείξει μια
διαφορετική αντίληψη, την αντίληψη ότι η γυναίκα σαφώς μπορεί να κάνει
ό,τι θέλει με το σώμα της, πλην όμως, το κυοφορούμενο δεν αποτελεί σώμα
της, είναι διαφορετικό σώμα μέσα στο σώμα της. Το Ισραήλ, όπου
απαγορεύονται άλλωστε οι εκτρώσεις, αλλά και Χώρες, όπως οι ΗΠΑ ή η
Γαλλία, αναθεωρούν συνεχώς την αντίληψή τους ως προς τα κακώς ισχύοντα
δεδομένα στο πεδίο της έκτρωσης και δείχνουν το δρόμο για μια κοινωνία
πιο δίκαιη, πιο ηθική. Η Ελλάδα πρέπει, συνεκτιμώντας τα
ύψιστου κύρους κείμενα, όπως το Σύνταγμα, η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, η ΕΣΔΑ και την προστασία που αυτά παρέχουν στο δικαίωμα στη ζωή
και την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου, να αναθεωρήσει επίσης τη στάση της
απέναντι στο ζήτημα της έκτρωσης, απαλλαγμένη από νοοτροπίες νομικού
ακτιβισμού και άκριτου δικαιωματισμού και να εναρμονίσει το νομικό της
πλαίσιο στο θέμα αυτό με την κρατούσα κοινωνική ηθική της Ορθόδοξης
πίστης μας.