Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ο Άγιος των ανθρώπων...



Ο Άγιος Γέροντας Πορφύριος είναι μια παράξενη περίπτωση Αγίου. Μοναχός μέσα στον κόσμο, ανακατεύτηκε με το ετερόκλητο πλήθος, αγκάλιασε τον ανθρώπινο πόνο, διέκρινε τους ανθρώπους όχι από την εμφάνιση αλλά από την ψυχή τους. Έτσι έγινε πρώτα άγιος των ανθρώπων και μετά Άγιος της Εκκλησίας. Πριν την αγιοκατάταξή του, τον είχαν ανακηρύξει άγιο όλοι αυτοί οι πιστοί, δύσπιστοι και άπιστοι που είχαν αισθανθεί το άγγιγμά του. Για τον Άγιο Γέροντα δεν έγραψαν πρώτοι εκπρόσωποι της Θεολογίας ή του κλήρου. Πρώτοι έγραψαν, μίλησαν, ομολόγησαν άνθρωποι απλοί, κι όχι απαραίτητα «της Εκκλησίας».

Ίσως επειδή η ίδια του η ζωή μαρτυρά πως ο Γέροντας Πορφύριος αγάπησε τόσο το Θεό που υπηρέτησε την Εκκλησία Του στον κόσμο, στους δρόμους της Ομόνοιας, στους θαλάμους της πολυκλινικής, σε ανθρώπους που δεν εκκλησιάζονταν μα που αναζητούσαν. Μα ακόμα κι εκείνους που ειχαν λάβει και κρατούσαν μια παιδεία χριστιανική, ακόμα κι εκείνους τους απάλλαξε από την πίστη της συνήθειας και τους δίδαξε το Χριστό από την αρχή: «Ο Χριστός είναι το παν!», έλεγε και μέσα σε αυτές τις πέντε λέξεις έκλεινε όλο το χριστιανικό οικοδόμημα μέσα στο οποίο ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά αποκάλυψη του Θεού και βίωμα του ανθρώπου.
Ο Άγιος Πορφύριος δε δίδαξε κανόνες: τους σεβάστηκε αλλά δεν τους δίδαξε: Αφού όπως έλεγε ο Χριστός είναι το παν, κάθε στιγμή του ανθρώπου μπορεί να είναι χριστοκεντρική: από την καθημερινή καλημέρα, ως την τελευταία καληνύχτα κι από το παρκάρισμα του αυτοκινήτου και την εργασία, ως τις ώρες της ανάπαυλας και της ψυχαγωγίας. Κάποτε, μια μητέρα με τα δυο της κοριτσάκια περίμεναν έξω από κελάκι του τη σειρά τους για να πάρουν την ευχή του. Μπροστά τους περίμενε μια γυναίκα με εμφάνιση που δεν παρέμπεπε σε ανάλογη με αυτήν που έχουμε όλοι συνηθίσει να βλέπουμε σε ιερούς χώρους. Το βάψιμό της ήταν έντονο, η ενδυμασία της εντυπωσιακή. Σαν μπήκε στο κελάκι η κυρία, η μητέρα έσπευσε να διδάξει τα παιδιά της για τη σημασία της ορθής εμφάνισης σε ένα μοναστήρι. Μπορεί και να μην είχε άδικο η μητέρα. Μόνο που, από ότι φάνηκε στη συνέχεια, από τη νουθεσία της κάτι έλειπε. Κι αυτό το κάτι το συμπλήρωσε ο Γέροντας. Μόλις η γυναίκα βγήκε από το κελί, η μητέρα με τα κορίτσια της πέρασαν για να φιλήσουν το άγιο χεράκι. Κι εκείνος, ως να είχε ακούσει τη συμβουλή της μητέρας στο διάδρομο έξω από το κελί του, κοίταξε τα κορίτσια και τη μητέρα με στοργή και είπε: «Εύχομαι να μοιάσετε στην ψυχή και την καλοσύνη αυτή τη γυναίκα που ήταν εδώ πριν από εσάς...». Αυτό. Τόσο απλά και τόσο ευγενικά δικαιολόγησε κάτι που -κακά τα ψέμματα- η συνήθεια της θρησκείας συνηθίζει να καταδικάζει, προστάτεψε και τη γυναίκα και τη μητέρα από την κατάκριση και δίδαξε πως ο Χριστιανισμός δεν ξεκινά από την εμφάνιση και καταλήγει στην ψυχή. Ξεκινά από την ψυχή και κατακλύζει τον όλο άνθρωπο.
Ο Γέροντας ήταν απλός. Κι έκανε και την πίστη μας να φαίνεται απλή. «Είναι απλά τα πράγματα», έλεγε και ξανάλεγε όταν ο απλοϊκός άνθρωπος έφτανε στο κατώφλι του με παράπονα για όσα δεν καταλάβαινε και με φόβο ως την απόγνωση. Αυτό δεν μπορούσε να το διανοηθεί ο Γέροντας: δε μπορούσε να διανοηθεί πώς χωρά σε χριστιανική ψυχή ο φόβος. «Όπου μπαίνει ο Χριστός φεύγει το σκοτάδι», εξηγούσε και για απόδειξη είχε, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώξει, το πρόσωπό του. Ήταν φωτεινό το πρόσωπο του Αγίου Γέροντα, κι όσοι τον γνώρισαν ακόμα κι αν έχουν ξεχάσει μετα χρόνια τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, το χρώμα των ματιών ή το σχήμα της μύτης και των χειλιών του, θυμούνται ωσάν να το βλέπουν μπροστά τους ένα πρόσωπο λουσμένο στο φως. Όπου μπαίνει ο Χριστός φεύγει το σκοτάδι και το πρόσωπο του Γέροντα έδειχνε ότι μέσα του απόλυτα είχε εισέλθει ο Χριστός γιατί δεν υπήρχε ίχνος σκιάς στην παρουσία του.
Ό,τι θυμόμαστε από το Γέροντα είναι φως: και η φωνή του κι εκείνη φωτεινή ήταν και τα λόγια του δε μπορείς να τα επαναλάβεις σκυθρωπός. Σαν λες τα λόγια του μοιραία χαμογελάς και μέσα στο χαμόγελο σου ηρεμείς. Όλα φωτισμένα στο Γέροντα, φωτισμένα και φωτεινά. Κι όλα πάντα παρόντα... γιατί ο Γέροντας κι αν εκοιμήθη δεν κοιμήθηκε. Είναι ξάγρυπνος όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει κι όσα ακόμα θα περάσουν και βοηθά και συμπαρίσταται και καθοδηγεί. Ο Άγιος Πορφύριος έχει χαρακτηριστεί άγιος της τεχνολογίας, της αγάπης ή της διόρασης. Μα πάνω από όλα ο Άγιος Πορφύριος είναι ο Άγιος των ανθρώπων: των ανθρώπων της Εκκλησίας και των ανθρώπων εκτός Εκκλησίας, των ανθρώπων της πίστης, της δισπιστίας ακόμα και της απιστίας. Είναι ο Άγιος που αγίασε στις συνειδήσεις και στην καθημερινότητά μας τόσο ορμητικά που η αγιοκατάταξή του δε μπορούσε να καθυστερήσει... τον αισθανθήκαμε Άγιο δικό μας πολύ πριν αγιοκαταταχθεί, τον προσεγγίσαμε ως Άγιο όσο ακόμα τον ακούγαμε και τον βλέπαμε και με την κοίμησή του, η θαυμαστή του παρουσία σε ό,τι μας απασχολούσε βροντοφώναξε την αγιότητά του. Ακόμα κι όταν δεν καταλαβαίναμε πως αυτός ο γέροντας είχε μεγάλη αγιότητα ακόμα και τότε Άγιο τον ένοιωθε η ψυχή μας... κι ίσως αυτή η τόσο μεγάλη αμεσότητα της Αγιότητας του Πορφυρίου είναι η μεγαλύτερη απόδειξη των ημερών μας ότι ο Θεός δεν έχει εγκαταλείψει τον κόσμο... ότι πάντα μεριμνά και στέλνει ανθρώπους που να μας υπενθυμίζουν ότι Εκείνος είναι το πάν κι ότι όλα γύρω Του είναι φως...
Της Μάρω Σιδέρη, Θεολόγου, Ιστορικού