«Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ.
ιζ΄, 21). Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς,
ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει ὅτι αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν δαιμόνων μόνο ἔτσι
φεύγει.
Γιὰ ποιὰ νηστεία ὁμιλοῦμε; Ἀπαντᾶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος: «Οὐκ ἀποχὴν μόνον
βρωμάτων, ἀλλὰ καὶ ἀποχὴν πλημμελημάτων ἐργάζεται νηστεία».
«Νηστεύσωμεν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ.
Ἀληθής νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις (ἀποξένωσις). Ἐγκράτεια γλώσσης,
θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καί ἐπιορκίας. Ἡ
τούτων ἔνδεια (ἔλλειψις) νηστεία ἐστὶ ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος».
• Ποιὰ εἶναι ἡ νηστεία ποὺ ἀχρηστεύει τὰ πάθη; Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος.
Οἱ σωματικοὶ κόποι χωρὶς καθαροὺς λογισμούς, εἶναι σὰν ἄτεκνη μητέρα καὶ
σὰν κατάξεροι μαστοί· γιατὶ δὲν ἔχουν τὴ δύναμη νὰ φέρουν τὸν ἄνθρωπο
στὴ θεογνωσία. Καὶ ἐνῶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἄνθρωποι κάνουν τὸ σῶμα τους
κατάκοπο, δὲν νοιάζονται καθόλου νὰ ἐκριζώσουν τὰ πάθη ἀπὸ τὸ νοῦ. Γι’
αὐτὸ καὶ δὲν πρόκειται νὰ χαροῦν τὸν καρπὸ τῶν κόπων τους. Ὅπως αὐτὸς
ποὺ σπέρνει μέσα στ’ ἀγκάθια, δὲν πρόκειται νὰ θερίση τίποτε, ἔτσι κι
αὐτὸς ποὺ κατατρώει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴ μνησικακία καὶ μὲ τὴ
φιλοκτημοσύνη, δὲν ἔχει κανένα ὄφελος, κι ἄς κοπιάζη· ἀπεναντίας,
στενάζει στὸ κρεβάτι του τὶς νύχτες ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀυπνία καὶ ἀπὸ τὸ
ἄγχος. Πάνω σ’ αὐτὸ δίνει τὴ μαρτυρία της ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ λέει: «Αὐτὸς
ὁ λαός, σὰν νὰ ἔπραξε τὸ δίκαιο καὶ σὰν νὰ μὴ παραμέλησε καμιὰ ἐντολή
μου, ζητοῦν ἀπὸ μένα, τὸ Θεό, δίκαιη κρίση καὶ ἀξιοπιστία, καὶ θέλουν νὰ
ἔρθουν κοντά μου καὶ μοῦ λένε: Γιατί ὑποβληθήκαμε σὲ νηστεῖες καὶ
ταλαιπωρίες, ἀφοῦ δὲ μᾶς ἔδωσες καμιὰ σημασία; Κι ἐγὼ τοὺς ἀπάντησα:
Γιατί τὶς ἡμέρες ποὺ νηστεύατε, κυνηγούσατε τὰ ἄνομα συμφέροντά σας, ποὺ
ταυτίζονταν μὲ τὶς πονηριὲς τοῦ νοῦ σας» (Ἡσ. 58:2-5)· καὶ προσφέρατε
τὰ πονηρά σας ἔργα, καὶ τοὺς κακοὺς λογισμούς σας, ὡς θυσίες σὲ εἴδωλα.
Λογαριάσατε τὰ συμφέροντα καὶ τὶς πανουργίες σας γιὰ θεούς σας, καὶ
θυσιάσατε, μὲ τοὺς κόπους σας, τὸ σῶμα σας σ’ αὐτούς· αὐτὸ τὸ σῶμα, ποὺ
εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ θυμιάματα καὶ τὶς θυσίες. Αὐτό, λοιπόν, τὸ σῶμα
σας σὲ μένα ἔπρεπε νὰ τὸ ἀφιερώσετε, μὲ τὶς ἀγαθοεργίες σας, καὶ μὲ τὴν
καθαρή σας συνείδηση, λέει ὁ Κύριος. (Ἀνθολόγιο Ἁγ. Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου,
57π.)
• Στὸ βιβλιαράκι «Γιατὶ δὲν Νηστεύεις», ἀναφέρει ὁ μακαριστὸς π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος:
«Τὶ γάρ ὄφελος, ὅταν μὲν ὀρνίθων καὶ ἰχθύων ἀπεχώμεθα, τοὺς δὲ ἀδελφοὺς
δάκνομεν καὶ κατεσθίομεν; ῾Ο κατηγορῶν, ἀδελφικὰ κρέατα ἔδακες. (ἔφαγες
τὴν σάρκα τοῦ πλησίον). Οὐκ ἐνέπηξας τῇ σαρκί τοὺς ὀδόντας, ἀλλ᾿
ἐνέπηξας τῇ ψυχῇ τὴν κατηγορίαν. Τὴν ὑπόληψιν (τὴν καλὴν φήμην) ἔτρωσας
(ἐπλήγωσες)».
• Πόση ἄγνοια ὑπάρχει: Κάποτε ἦταν Τετάρτη βράδυ καὶ δύο διαρρῆκτες
διέρρηξαν ἕνα παντοπωλεῖο. Τὴν ὥρα, ποὺ ἔπαιρναν τὰ πράγματα, ὁ ἕνας
εἶδε ἕνα βαρέλι μὲ τυρί. Ἅρπαξε μιὰ φέτα τυρὶ καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸ
φάη.
—Μή, τοῦ φωνάζει ὁ ἄλλος. Εἶναι Τετάρτη ἀπόψε!
Τὴν νηστεία τῆς Τετάρτης τὴν τηροῦσαν, ἀλλὰ ἔγδυσαν τὸ μαγαζὶ τοῦ ἄλλου.
Ἐπίσης στὰ μέρη τῆς Μάνης κάποιος καιροφυλακτοῦσε σ᾿ ἕνα μέρος, γιὰ νὰ
σκοτώση κάποιον, ποὺ θὰ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ. Εἶχαν προηγούμενα. Εἶχε πεῖ
ὅμως στὸ σπίτι του, ποῦ θὰ βρισκόταν, γιὰ νὰ τοῦ πᾶνε φαγητὸ τὸ
μεσημέρι. Πράγματι, τὸ μεσημέρι ἐπῆγε ἡ μητέρα του μὲ ἕνα κατσαρόλι
φακές. ῏Ηταν Παρασκευὴ Μεγ. Τεσσαρακοστῆς. ῞Οταν ὁ ὑποψήφιος φονιᾶς εἶδε
ὅτι οἱ φακὲς εἶχαν λάδι, ἀγρίεψε. Ἅρπαξε τὸ κατσαρόλι μὲ τὶς φακές καὶ
τὸ πέταξε ἐπάνω στὴν Μητέρα του λέγοντας.
— Λάδι μοῦ ἔφερες σήμερα Παρασκευὴ νὰ φάω.
Λάδι, βεβαίως, δὲν ἤθελε νὰ φάη, περίμενε ὅμως νὰ σκοτώση τὸν ἐχθρό του! Πόση ἄγνοια!