Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

«Πό­ση δύ­να­μη παίρ­νω, ψυ­χή μου, ἀ­πό τήν θεί­α Με­τά­λη­ψη! Ὅ­ταν σκέ­πτω­μαι ὅ­τι σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες θά κοι­νω­νή­σω, αὐ­τό μέ βο­η­θά­ει νά προ­σέ­χω, ὥ­στε νά μήν ἁ­μαρ­τά­νω. Τί με­γά­λο δῶ­ρο τοῦ Πα­τέ­ρα μας Θε­οῦ ἡ θεί­α Με­τα­λα­βή!»


ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἀγάπη πρός ὅλους
Ἀθη­νᾶ Χατ­ζῆ γεν­νή­θη­κε στά Γι­άν­νε­να ἀ­πό εὐ­λα­βεῖς καί εὐ­πό­ρους γο­νεῖς τό ἔ­τος 1895. Πα­ντρεύ­τη­κε ἀλ­λά με­τά ἀ­πό δυ­ό χρό­νια πέ­θα­νε ὁ σύ­ζυ­γός της. Ἔ­κτο­τε ἔ­ζη­σε τήν κα­τά Θε­όν ἀφι­ε­ρω­μέ­νη ζω­ή.

Κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τοῦ δευ­τέ­ρου Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου ἡ Ἀ­θη­νᾶ Χατ­ζῆ ἐ­πέ­δει­ξε ποι­κί­λη δρά­ση καί με­γά­λη προ­σφο­ρά. Βο­ή­θη­σε μέ σπά­νια αὐ­το­θυ­σί­α στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο Χατ­ζη­κώ­στα τῶν Ἰω­αν­νί­νων. Φρό­ντι­ζε τούς τραυ­μα­τί­ες στρα­τι­ῶ­τες μας πού τούς ἔφερ­ναν ἀ­πό τό μέ­τω­πο. Δέν ὠ­λι­γό­ρη­σε πο­τέ. «Καί τή νύ­χτα νά μέ εἰ­δο­ποι­ῆ­τε», ἔ­λε­γε, «νά βο­η­θή­σου­με τούς στρα­τι­ῶ­τες μας, τούς ἥ­ρω­ές μας. Ἀ­ξί­ζει κά­θε θυ­σί­α γιά τήν Πα­τρί­δα». Τήν ἀ­πε­κά­λε­σαν «Μάν­να τοῦ στρα­τι­ώ­τη» καί τῆς ἀ­πέ­νει­μαν τι­μη­τι­κή πλα­κέ­τα, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πάρ­χει στό μο­να­στή­ρι τῆς Φανερωμένης στήν Σα­λα­μῖ­να. Ἀ­κό­μη καί Ἰ­τα­λούς καί Γερ­μα­νούς στρα­τι­ῶ­τες φρόντι­σε. Κά­ποι­οι ἦ­ταν βα­ρειά τραυ­μα­τι­σμέ­νοι καί ἀ­πό τίς πε­ρι­ποι­ή­σεις της γλύ­τω­σαν ἀ­πό ἀ­να­πη­ρί­ες ἢ καί ἀ­πό θά­να­το.
Κά­ποι­οι Γερ­μα­νοί ὅ­μως, ἐπει­δή φα­νε­ρά ὑ­πε­στή­ρι­ζε ὅ­τι ἄ­δι­κα ἐ­κη­ρύ­χθη αὐ­τός ὁ πό­λε­μος κα­τά τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­πε­φά­σι­σαν νά τήν συλ­λά­βουν. Τήν πα­ρα­κο­λού­θη­σαν καί ἔ­στει­λαν κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ἀ­πό­σπα­σμα στό σπί­τι της γι­ά τήν σύλ­λη­ψή της. Ὅταν κτύ­πη­σαν τήν πόρ­τα της, ἡ Ἀ­θη­νᾶ Χατ­ζῆ βγῆ­κε καί τούς ρώ­τη­σε τί θέ­λουν; Ὁ ἐ­πί κε­φα­λῆς ἄλ­λα­ξε χρῶ­μα σάν τήν εἶ­δε. Ἀνα­γνώ­ρι­σε στό πρό­σω­πό της τή νο­σο­κό­μα πού τόν πε­ρι­ποι­εῖ­το στό “Χα­τζη­κώ­στα” ὅταν αὐτός ἦταν βα­ρειά τραυ­μα­τι­σμέ­νος. Κα­θό­ταν καί τίς νύ­χτες κοντά του προ­σφέ­ρο­ντάς του μέ­γι­στες πε­ρι­ποι­ή­σεις καί ἔτσι σώ­θη­κε ἀπό βέ­βαιο θά­να­το. Ὄχι μόνο δέν τήν συνέ­λα­βε ἀλλά ἀπό εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τήν εὐ­ερ­γέ­τι­δά του τήν πῆρε πα­ρά­με­ρα, τῆς ἀνέ­φε­ρε τήν ἐντο­λή τῆς συλ­λή­ψε­ώς της καί τῆς ὑπέ­δει­ξε νά κρυ­φθῆ γιά λί­γες μέρες.
Κα­τά τήν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1930 μα­ζί μέ ἄλ­λες εὐ­σε­βεῖς κυ­ρί­ες τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων δη­μι­ούρ­γη­σαν σύλ­λο­γο μέ τό ὄ­νο­μα «Παντά­νασ­σα», στόν ὁ­ποῖ­ον δι­ε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος μέ­χρι τό 1975 πού ἔ­γι­νε μο­να­χή. Ὁ σύλ­λο­γος εἶ­χε στό­χους φι­λαν­θρω­πι­κούς. Βο­η­θοῦ­σαν πτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες, πάντρευ­αν πτω­χά κο­ρί­τσια, δι­έ­θε­ταν χρή­μα­τα καί σπού­δα­ζαν πτω­χά παι­διά πού εἶ­χαν ζῆ­λο γι­ά μά­θη­ση. Δέν πα­ρέ­λει­παν νά βο­η­θοῦν στό κτί­σι­μο καί ἐ­ξω­ρα­ϊ­σμό να­ῶν.
Ἡ Ἀ­θη­νᾶ Χατ­ζῆ ἔ­δει­ξε ὑ­περ­βο­λι­κό ζῆ­λο καί ἐρ­γα­ζό­ταν χω­ρίς νά κου­ρά­ζε­ται ἐπί πολ­λές ὧ­ρες, γιά νά ἔ­χη ἐ­πι­τυ­χῆ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ὁ σύλ­λο­γος. Ἄλ­λω­στε δέν ἦ­ταν δε­σμευ­μέ­νη μέ ἄλ­λες ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Δι­έ­θε­σε δέ γι­ά τούς σκο­πούς τῆς «Παντά­νασ­σας» με­γά­λο μέ­ρος τῆς πε­ρι­ου­σί­ας της.
Εἶ­χε με­γά­λο ζῆ­λο γι­ά τίς ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἔ­λε­γε συ­χνά: «Πό­ση δύ­να­μη παίρ­νω, ψυ­χή μου, (ἔ­τσι ἀ­πο­κα­λοῦ­σε τόν συ­νο­μι­λη­τή της) ἀ­πό τήν θεί­α Με­τά­λη­ψη! Ὅ­ταν σκέ­πτω­μαι ὅ­τι σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες θά κοι­νω­νή­σω, αὐ­τό μέ βο­η­θά­ει νά προ­σέ­χω, ὥ­στε νά μήν ἁ­μαρ­τά­νω. Τί με­γά­λο δῶ­ρο τοῦ Πα­τέ­ρα μας Θε­οῦ ἡ θεί­α Με­τα­λα­βή!».
Τό ἔ­τος 1975 σέ ἡ­λι­κί­α 80 ἐ­τῶν ἡ Ἀθη­νᾶ ἔ­γι­νε μο­να­χή στό μο­να­στή­ρι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Φα­νε­ρω­μέ­νης στήν Σα­λα­μῖ­να, μέ τό ὄ­νο­μα Ἄν­να. Ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1987 σέ ἡ­λι­κί­α 92 ἐ­τῶν καί ἄ­φη­σε πα­ρά­δειγ­μα μο­να­χῆς ἐ­νά­ρε­της μέ ὁ­σια­κά τέ­λη ζω­ῆς.
Τήν Ἀ­θη­νᾶ Χατ­ζῆ ἐ­γνώ­ρι­σε καί ὁ γέ­ροντας Πα­ΐ­σιος ὅταν μό­να­ζε στό Στό­μιο. Τόν ὡ­δή­γη­σε ὁ Θε­ός στό σπί­τι της στά Γι­άν­νε­να χω­ρίς νά τήν γνω­ρί­ζη, γι­ά νά τήν δι­δά­ξη τήν μο­να­χι­κή ζω­ή. Δι­η­γεῖ­το πολ­λά ἐ­παι­νε­τι­κά καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στα γι᾽ αὐ­τήν.  Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν