Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ἀκούσατε,
ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ἡ σημερινὴ περικοπὴ εἶνε
εἰκόνα τῆς συγχρόνου ἀνθρωπότητος. Διότι οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ
δυστυχισμένου ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστὸς στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, τὰ
σημάδια ποὺ ἐμφάνιζε ὁ δαιμονιζόμενος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, τὰ ἴδια
αὐτὰ σημάδια ἐμφανίζουν σήμερα περισσότερο ἢ λιγώτερο καὶ οἱ ἄνθρωποι
τῆς ἐποχῆς μας. Ποιές ἦταν οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ δαιμονιζομένου;
Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ κατελήφθη ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, τὸ πρῶτο σημεῖο ποὺ ἐξεδήλωσε ἦταν – ποιό; Ἀκοῦστε, γυναῖκες καὶ ἄντρες· ὅτι ἔσχιζε τὰ ῥοῦχα του κ᾽ ἔβγαινε γυμνός, ὅπως τὸν γέννησε ἡ μάνα του, χωρὶς νὰ ντρέπεται.
Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶνε, ὅτι δὲν ἔμενε στὸ σπίτι του· λὲς καὶ εἶχαν βελόνες οἱ καρέκλες, λὲς καὶ ἦταν φυλακὴ τὸ σπίτι, ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ, μέρα – νύχτα ἔμενε ἔξω.
Τὸ τρίτο σημάδι. Ἀφοῦ δὲν ἦταν στὸ σπίτι, ποῦ ἔμενε; Στὸ νεκροταφεῖο, στὰ μνήματα, μέσ᾽ στὰ κόκκαλα, τὴ βρωμιὰ καὶ ἀκαθαρσία.
Τὸ τέταρτο, ὅτι τὸν ἔπιαναν, τὸν ἔδεναν μὲ σχοινιὰ καὶ ἁλυσίδες, ἀλλ᾽ ὅπως κ᾽ ἕνα μικρὸ παιδὶ σπάει μιὰ κλωστή, ἔτσι ἔσπαζε τὶς ἁλυσίδες καὶ «ἠλαύνετο» στὶς ἐρημιές (Λουκ. 8,29).
Πέμπτον, ὅτι αὐτὸ τὸ κακὸ ἦταν πολυχρόνιο.
Ἕκτον, ὅτι καμμία δύναμι δὲν μπόρεσε νὰ δαμάσῃ τὸ δαιμόνιο, κι αὐτὸς ἦταν ὁ τρομοκράτης τῆς περιοχῆς· ἄνθρωπος δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ μέρος του. Μία μόνο δύναμις τὸν ἐλευθέρωσε, ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ κατελήφθη ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, τὸ πρῶτο σημεῖο ποὺ ἐξεδήλωσε ἦταν – ποιό; Ἀκοῦστε, γυναῖκες καὶ ἄντρες· ὅτι ἔσχιζε τὰ ῥοῦχα του κ᾽ ἔβγαινε γυμνός, ὅπως τὸν γέννησε ἡ μάνα του, χωρὶς νὰ ντρέπεται.
Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶνε, ὅτι δὲν ἔμενε στὸ σπίτι του· λὲς καὶ εἶχαν βελόνες οἱ καρέκλες, λὲς καὶ ἦταν φυλακὴ τὸ σπίτι, ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ, μέρα – νύχτα ἔμενε ἔξω.
Τὸ τρίτο σημάδι. Ἀφοῦ δὲν ἦταν στὸ σπίτι, ποῦ ἔμενε; Στὸ νεκροταφεῖο, στὰ μνήματα, μέσ᾽ στὰ κόκκαλα, τὴ βρωμιὰ καὶ ἀκαθαρσία.
Τὸ τέταρτο, ὅτι τὸν ἔπιαναν, τὸν ἔδεναν μὲ σχοινιὰ καὶ ἁλυσίδες, ἀλλ᾽ ὅπως κ᾽ ἕνα μικρὸ παιδὶ σπάει μιὰ κλωστή, ἔτσι ἔσπαζε τὶς ἁλυσίδες καὶ «ἠλαύνετο» στὶς ἐρημιές (Λουκ. 8,29).
Πέμπτον, ὅτι αὐτὸ τὸ κακὸ ἦταν πολυχρόνιο.
Ἕκτον, ὅτι καμμία δύναμι δὲν μπόρεσε νὰ δαμάσῃ τὸ δαιμόνιο, κι αὐτὸς ἦταν ὁ τρομοκράτης τῆς περιοχῆς· ἄνθρωπος δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ μέρος του. Μία μόνο δύναμις τὸν ἐλευθέρωσε, ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Αὐτές, ἀγαπητοί μου, ἦταν οἱ
ἀπαίσιες ἐκδηλώσεις τοῦ δαιμονιζομένου. Ἀλλὰ οἱ ἴδιες ἐκδηλώσεις
παρατηροῦνται καὶ σήμερα. Εἶπα, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε ἡ εἰκόνα
τῆς σημερινῆς ἀνθρωπότητος. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λένε σπουδαῖοι
συγγραφεῖς. Μπορεῖ κάποιοι καφφενόβιοι, ποὺ δαπανοῦν τὸ χρόνο τους
παίζοντας χαρτιά, νὰ εἰρωνεύωνται, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν γιὰ «τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ»· ἂς μάθουν λοιπόν, ὅτι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τὸ διάβασε κ᾽
ἕνας μεγάλος ῾Ρῶσος λογοτέχνης, ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἐμπνεύσθηκε ἀπ᾽ αὐτὸ
καὶ ἔγραψε τὸ ἔργο «Οἱ δαιμονισμένοι», μεταφρασμένο καὶ σ᾽ ἄλλες
γλῶσσες. Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι τὰ σημάδια τοῦ δαιμονιζομένου τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελίου, τὰ ἴδια ἔχει καὶ ἡ ἐποχή μας.
Τὸ πρῶτο ἦταν ὅτι ἐκεῖνος ἔσχιζε τὰ ῥοῦχα του καὶ περπατοῦσε μὲ ἀναίδεια γυμνός. Καὶ σήμερα ὁ σατανᾶς σφυρίζει στ᾽ αὐτιὰ γυναικῶν ἀλλὰ καὶ ἀνδρῶν καὶ τί λέει· Σκίστε τὰ ροῦχα σας! Καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος τῆς μόδας ἡ Ἑλληνίδα, ποὺ τὴν διέκρινε πάντα ἡ ντροπὴ καὶ ἡ σεμνότητα, πετάει τὰ ροῦχα της –πάει καὶ ἡ ὡραία Μακεδονικὴ στολή– καὶ παρουσιάζεται δημοσίως γυμνή, ξετσίπωτη στὸ δρόμο. Ὁ γυμνισμὸς εἶνε ἐκδήλωσις δαιμονισμοῦ.
Τὸ δεύτερο σημάδι εἶνε ὅτι ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος ἔτσι καὶ οἱ πολλοὶ σήμερα δὲν μαζεύονται στὸ σπίτι. Ἄλλοτε, στὸν εὐλογημένο τόπο μας, τὸ σπίτι ἦταν τὸ πιὸ ἀγαπημένο μέρος· ἐκεῖ ζοῦσαν τὶς πιὸ ὄμορφες ὧρες ἄντρας γυναίκα καὶ παιδιά· μεσημέρι καὶ βράδυ ἦταν ὅλοι στὸ τραπέζι· ὅπως τὰ πουλιὰ γυρίζουν στὴ φωλιά, ἔτσι τὰ παιδιὰ γύριζαν στὸ σπίτι. Τώρα; Πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε· τὸ σπίτι –ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος καὶ κατὰ τὰ ἀμερικανικὰ καὶ εὐρωπαϊκὰ πρότυπα– τὸ σπίτι ἴσον· ξενοδοχεῖο ὕπνου καὶ φαγητοῦ. Μόνος τρώει ὁ πατέρας, μόνη ἡ μάνα. Βραδιάζει; τὰ παιδιά, ἀγόρια – κορίτσια, ἀντὶ νὰ μαζεύωνται, βγαίνουν. Γυρίζουν πρωινὲς ὧρες καὶ ποιός τολμάει νὰ τοὺς πῇ λέξι; Μοῦ ἔλεγε φίλος ἀνώτερος ἀστυνομικός, ὅτι σὲ νυχτερινὴ περιπολία εἶδε στὴ σκάλα ἑνὸς σπιτιοῦ ν᾽ ἀνέβαιναν στὶς τρεῖς ἡ ὥρα δυὸ κορίτσια καὶ τὶς ὑποδεχόταν ἡ «μαμά», γιατὶ φοβοῦνταν τὸν πατέρα μὴν ἀντιληφθῇ τὴν ἀπουσία τους. Ἡ ἴδια ἡ μάνα προαγωγὸς στὴ διαφθορά!
Τὸ τρίτο σημάδι εἶνε· ποῦ ἀρέσκονται νὰ συχνάζουν; Δὲν ἀγαποῦν σήμερα τὸ σπίτι, ὅπως δὲν τὸ ἀγαποῦσε καὶ ὁ δαιμονισμένος. Τί ἀγαποῦσε ἐκεῖνος; τὸ νεκροταφεῖο· ποῦ ἀρεσκόταν; στὰ μνήματα. Κοιμᾶται ἕνας λογικὸς ἄνθρωπος στὸ νεκροταφεῖο; Καὶ ὅμως ἐκεῖνος κοιμόταν μέσ᾽ στὰ κόκκαλα καὶ τὰ κρανία. Καὶ οἱ νέοι σήμερα ἀντὶ γιὰ τὸ πατρικό τους προτιμοῦν τὰ μνήματα. Καὶ μακάρι νὰ πήγαιναν στὰ μνήματα τῶν παππούδων τους, γιατὶ ἐκεῖ θὰ φιλοσοφοῦσαν, «ματαιότητης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκλ. 1,2· 12,8). Δὲν πηγαίνουν ἐκεῖ· σὲ ἄλλα μνήματα πηγαίνουν γεμᾶτα ἠθικὴ ἀκαθαρσία καὶ ἀποσύνθεσι. Τέτοια μνήματα εἶνε τὰ ποικίλα κέντρα διασκεδάσεως (ταβέρνες, ντισκοτέκς, οἶκοι ἀνοχῆς, χαρτοπαικτικὲς λέσχες, καζίνο κ.τ.λ.).
Τὸ ἕνα λοιπὸν γυμνισμὸς καὶ ἀδιαντροπιά, τὸ δεύτερο ὅτι ἐγκαταλείψαμε τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὸ τρίτο ὅτι συχνάζουμε σὲ κέντρα διασκεδάσεων. Τὸ τέταρτο· ὅπως ἐκεῖνος ἔσπαζε τὰ δεσμά, κατὰ παρόμοιο τρόπο οἱ ἄνθρωποι σήμερα σπάζουν δεσμοὺς ποὺ συγκρατοῦν σὲ ὑγιᾶ πλαίσια τὴν κοινωνικὴ ζωή. Ἡ κοινωνία ἔχει ἱεροὺς δεσμούς. Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τοὺς ἀπαριθμήσω καὶ νὰ τοὺς παρουσιάσω ἐδῶ· εἶνε δεσμὰ ἱερά, ποὺ χωρὶς αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν θηρίο. Ἐξ αὐτῶν ὁ ἁγιώτερος δεσμὸς εἶνε ὁ γάμος. Ὁ γάμος εἶνε δεσμά, ὅπως δείχνουν ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ἡ συμβολικὴ χειρονομία τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται στὴν ἐκκλησία τὸ μυστήριο· τὰ ἑνωμένα χέρια τοῦ ζεύγους! εἶνε δεσμὰ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἱερὸς καὶ ἰσόβιος δεσμός, ποὺ δὲν κατώρθωσαν νὰ τὸν θραύσουν αἰῶνες διαφθορᾶς, ὁ δεσμὸς ποὺ τὸν ἁγίασαν πρόγονοί μας, μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί, ὁ δεσμὸς αὐτὸς γίνεται κομμάτια μὲ τὰ διαζύγια. Ἦρθε χθὲς στὸ γραφεῖο μου ἕνα ζευγάρι πού, ἐνῷ εἶνε νεόνυμφοι (τὸν Ἰούλιο ἔκαναν τὸ γάμο τους), βρίσκονται κιόλας σὲ διάστασι καὶ ζητοῦν νὰ χωρίσουν! Βρὲ παιδιά, λέω, οὔτε τρεῖς μῆνες δὲν βάσταξε ὁ δεσμός σας;… Ἀφιέρωσα ὥρα πολλὴ προσπαθώντας νὰ πείσω τὸ ἀντρόγυνο αὐτὸ ὅτι εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐπανασυνδεθοῦν· στάθηκε ἀδύνατον. Ὑπάρχει δαιμόνιο, δαιμόνιο φοβερό, ποὺ ὅπως τότε ἔσπαζε ἁλυσίδες, ἔτσι τώρα σπάει τὰ ἱερὰ δεσμὰ ποὺ κρατοῦν τὴν οἰκογένεια.
Πέμπτον εἶνε, ὅτι καὶ σήμερα τὰ πάθη δὲν ἐνοχλοῦν φευγαλέα καὶ στιγμιαῖα· καθὼς δὲν συναντοῦν γενναία ἀντίστασι, ἐπανέρχονται, χρονίζουν καὶ γιγαντώνονται.
Τέλος καὶ τὸ ἕκτο σημάδι, ἡ τρομοκρατία ποὺ προκαλεῖ ὁ πονηρός, χαρακτηρίζει τὴν ἐποχή μας. Καὶ σήμερα ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος συχνὰ κυριαρχεῖ τρόμος καὶ ἐγκλήματα πρωτοφανῆ, εἰδεχθῆ, σημειώνονται, καὶ δημιουργοῦν φρίκη σὲ ὅλους.
Τὸ πρῶτο ἦταν ὅτι ἐκεῖνος ἔσχιζε τὰ ῥοῦχα του καὶ περπατοῦσε μὲ ἀναίδεια γυμνός. Καὶ σήμερα ὁ σατανᾶς σφυρίζει στ᾽ αὐτιὰ γυναικῶν ἀλλὰ καὶ ἀνδρῶν καὶ τί λέει· Σκίστε τὰ ροῦχα σας! Καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος τῆς μόδας ἡ Ἑλληνίδα, ποὺ τὴν διέκρινε πάντα ἡ ντροπὴ καὶ ἡ σεμνότητα, πετάει τὰ ροῦχα της –πάει καὶ ἡ ὡραία Μακεδονικὴ στολή– καὶ παρουσιάζεται δημοσίως γυμνή, ξετσίπωτη στὸ δρόμο. Ὁ γυμνισμὸς εἶνε ἐκδήλωσις δαιμονισμοῦ.
Τὸ δεύτερο σημάδι εἶνε ὅτι ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος ἔτσι καὶ οἱ πολλοὶ σήμερα δὲν μαζεύονται στὸ σπίτι. Ἄλλοτε, στὸν εὐλογημένο τόπο μας, τὸ σπίτι ἦταν τὸ πιὸ ἀγαπημένο μέρος· ἐκεῖ ζοῦσαν τὶς πιὸ ὄμορφες ὧρες ἄντρας γυναίκα καὶ παιδιά· μεσημέρι καὶ βράδυ ἦταν ὅλοι στὸ τραπέζι· ὅπως τὰ πουλιὰ γυρίζουν στὴ φωλιά, ἔτσι τὰ παιδιὰ γύριζαν στὸ σπίτι. Τώρα; Πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε· τὸ σπίτι –ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος καὶ κατὰ τὰ ἀμερικανικὰ καὶ εὐρωπαϊκὰ πρότυπα– τὸ σπίτι ἴσον· ξενοδοχεῖο ὕπνου καὶ φαγητοῦ. Μόνος τρώει ὁ πατέρας, μόνη ἡ μάνα. Βραδιάζει; τὰ παιδιά, ἀγόρια – κορίτσια, ἀντὶ νὰ μαζεύωνται, βγαίνουν. Γυρίζουν πρωινὲς ὧρες καὶ ποιός τολμάει νὰ τοὺς πῇ λέξι; Μοῦ ἔλεγε φίλος ἀνώτερος ἀστυνομικός, ὅτι σὲ νυχτερινὴ περιπολία εἶδε στὴ σκάλα ἑνὸς σπιτιοῦ ν᾽ ἀνέβαιναν στὶς τρεῖς ἡ ὥρα δυὸ κορίτσια καὶ τὶς ὑποδεχόταν ἡ «μαμά», γιατὶ φοβοῦνταν τὸν πατέρα μὴν ἀντιληφθῇ τὴν ἀπουσία τους. Ἡ ἴδια ἡ μάνα προαγωγὸς στὴ διαφθορά!
Τὸ τρίτο σημάδι εἶνε· ποῦ ἀρέσκονται νὰ συχνάζουν; Δὲν ἀγαποῦν σήμερα τὸ σπίτι, ὅπως δὲν τὸ ἀγαποῦσε καὶ ὁ δαιμονισμένος. Τί ἀγαποῦσε ἐκεῖνος; τὸ νεκροταφεῖο· ποῦ ἀρεσκόταν; στὰ μνήματα. Κοιμᾶται ἕνας λογικὸς ἄνθρωπος στὸ νεκροταφεῖο; Καὶ ὅμως ἐκεῖνος κοιμόταν μέσ᾽ στὰ κόκκαλα καὶ τὰ κρανία. Καὶ οἱ νέοι σήμερα ἀντὶ γιὰ τὸ πατρικό τους προτιμοῦν τὰ μνήματα. Καὶ μακάρι νὰ πήγαιναν στὰ μνήματα τῶν παππούδων τους, γιατὶ ἐκεῖ θὰ φιλοσοφοῦσαν, «ματαιότητης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκλ. 1,2· 12,8). Δὲν πηγαίνουν ἐκεῖ· σὲ ἄλλα μνήματα πηγαίνουν γεμᾶτα ἠθικὴ ἀκαθαρσία καὶ ἀποσύνθεσι. Τέτοια μνήματα εἶνε τὰ ποικίλα κέντρα διασκεδάσεως (ταβέρνες, ντισκοτέκς, οἶκοι ἀνοχῆς, χαρτοπαικτικὲς λέσχες, καζίνο κ.τ.λ.).
Τὸ ἕνα λοιπὸν γυμνισμὸς καὶ ἀδιαντροπιά, τὸ δεύτερο ὅτι ἐγκαταλείψαμε τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὸ τρίτο ὅτι συχνάζουμε σὲ κέντρα διασκεδάσεων. Τὸ τέταρτο· ὅπως ἐκεῖνος ἔσπαζε τὰ δεσμά, κατὰ παρόμοιο τρόπο οἱ ἄνθρωποι σήμερα σπάζουν δεσμοὺς ποὺ συγκρατοῦν σὲ ὑγιᾶ πλαίσια τὴν κοινωνικὴ ζωή. Ἡ κοινωνία ἔχει ἱεροὺς δεσμούς. Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τοὺς ἀπαριθμήσω καὶ νὰ τοὺς παρουσιάσω ἐδῶ· εἶνε δεσμὰ ἱερά, ποὺ χωρὶς αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν θηρίο. Ἐξ αὐτῶν ὁ ἁγιώτερος δεσμὸς εἶνε ὁ γάμος. Ὁ γάμος εἶνε δεσμά, ὅπως δείχνουν ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ἡ συμβολικὴ χειρονομία τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται στὴν ἐκκλησία τὸ μυστήριο· τὰ ἑνωμένα χέρια τοῦ ζεύγους! εἶνε δεσμὰ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἱερὸς καὶ ἰσόβιος δεσμός, ποὺ δὲν κατώρθωσαν νὰ τὸν θραύσουν αἰῶνες διαφθορᾶς, ὁ δεσμὸς ποὺ τὸν ἁγίασαν πρόγονοί μας, μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί, ὁ δεσμὸς αὐτὸς γίνεται κομμάτια μὲ τὰ διαζύγια. Ἦρθε χθὲς στὸ γραφεῖο μου ἕνα ζευγάρι πού, ἐνῷ εἶνε νεόνυμφοι (τὸν Ἰούλιο ἔκαναν τὸ γάμο τους), βρίσκονται κιόλας σὲ διάστασι καὶ ζητοῦν νὰ χωρίσουν! Βρὲ παιδιά, λέω, οὔτε τρεῖς μῆνες δὲν βάσταξε ὁ δεσμός σας;… Ἀφιέρωσα ὥρα πολλὴ προσπαθώντας νὰ πείσω τὸ ἀντρόγυνο αὐτὸ ὅτι εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐπανασυνδεθοῦν· στάθηκε ἀδύνατον. Ὑπάρχει δαιμόνιο, δαιμόνιο φοβερό, ποὺ ὅπως τότε ἔσπαζε ἁλυσίδες, ἔτσι τώρα σπάει τὰ ἱερὰ δεσμὰ ποὺ κρατοῦν τὴν οἰκογένεια.
Πέμπτον εἶνε, ὅτι καὶ σήμερα τὰ πάθη δὲν ἐνοχλοῦν φευγαλέα καὶ στιγμιαῖα· καθὼς δὲν συναντοῦν γενναία ἀντίστασι, ἐπανέρχονται, χρονίζουν καὶ γιγαντώνονται.
Τέλος καὶ τὸ ἕκτο σημάδι, ἡ τρομοκρατία ποὺ προκαλεῖ ὁ πονηρός, χαρακτηρίζει τὴν ἐποχή μας. Καὶ σήμερα ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος συχνὰ κυριαρχεῖ τρόμος καὶ ἐγκλήματα πρωτοφανῆ, εἰδεχθῆ, σημειώνονται, καὶ δημιουργοῦν φρίκη σὲ ὅλους.
* * *
Καὶ λοιπόν; ν᾽ ἀπελπιστοῦμε;
Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Γιατὶ ὑπάρχει, ὅπως εἴδαμε, μία δύναμις ποὺ νικᾷ τὸ
κακό. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ δύναμις; τὸ κράτος; οἱ νόμοι; τὰ δικαστήρια; Καὶ
αὐτὰ βεβαίως συντελοῦν· δὲν ἀπορρίπτονται. Ἀλλ᾽ ὅταν ἡ κοινωνία
διαφθαρῇ καὶ ἡ σῆψι φτάσῃ ὣς τὸ κόκκαλο, ὅταν ἐξαντληθοῦν τὰ ἀνθρώπινα
μέσα, τότε μόνο μία ἐλπίδα μένει· αὐτὴ ποὺ εἴδαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο.
Ἂν ἤμουν ζωγράφος, θὰ ζωγράφιζα δύο εἰκόνες. Στὴ μία εἰκόνα ὁ ἄνθρωπος δαιμονισμένος, μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό· σχίζει τὰ ῥοῦχα του, ἐπαναστατεῖ στὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του· μισεῖ τὴν κοινωνία, τὴν πολιτεία, τοὺς νόμους· σπάει τὰ πάντα καὶ σὰν ἄλογο ἀχαλίνωτο ὁρμάει στὸ γκρεμό· ἀπαίσιο θέαμα. Καὶ στὴν ἄλλη εἰκόνα, ὁ ἄνθρωπος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὰ δαιμόνια, κοντὰ στὸ Χριστό. Εἴδατε πῶς τὸν περιγράφει τὸ εὐαγγέλιο; Φόρεσε τὰ ροῦχα του καὶ «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν» καθόταν στὰ πόδια τοῦ Κυρίου (Λουκ. 8,35). Μόλις ἀπηλλάγη ἀπὸ τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι καὶ ντύθηκε, τὸ στόμα του δὲν ἔβγαζε πλέον λόγια ἀπρεπῆ, τὰ χέρια του δὲν ἀπειλοῦσαν μὲ λιθάρια τοὺς ἀνθρώπους, δὲν κρατοῦσε ὅπλα νὰ φονεύσῃ· ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος. Τί ῥιζικὴ μεταβολή!
Ὦ Χριστέ, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, καμμία δύναμι στὸν κόσμο δὲν εἶνε σὰν τὴ δική του. Ἔσὺ παίρνεις τὸν δαιμονισμένο ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ ἄγριο θηρίο τὸν ἐξημερώνεις· παίρνεις τὸ λύκο καὶ τὸν κάνεις ἀρνί, παίρνεις τὸ κοράκι καὶ τὸ κάνεις περιστέρι, παίρνεις τὴν τίγρι καὶ τὴν κάνεις ἔλαφο. Δόξα τῷ ὀνόματί σου, δόξα τῇ δυνάμει σου!
Πρέπει κανεὶς νά ᾽χῃ χάσει τὰ λογικά του, νά ᾽χῃ ξερριζώσει ἀπὸ μέσα του κάθε αἴσθημα ἀγαθότητος καὶ καλωσύνης, νά ᾽νε πολὺ χυδαῖος, γιὰ νὰ μὴ μπορῇ ν᾽ ἀγαπήσῃ τὸ Χριστό.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἂς γίνῃ, ἀδελφοί μου, ἕνας καθρέπτης, στὸν ὁποῖο ὁ καθένας μας ἂς δῇ τὴν εἰκόνα του. Ἂς πλησιάσῃ καὶ ἂς μιμηθῇ τὸ Χριστό, γιὰ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἐννοοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι ὅταν ἔλεγαν· «῏Η χαρίεν ἔστ᾽ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ» (Μένανδρος· Πόθεν καὶ διατί σ. 216)· πόσο ὡραῖος εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος!
Ἂν ἤμουν ζωγράφος, θὰ ζωγράφιζα δύο εἰκόνες. Στὴ μία εἰκόνα ὁ ἄνθρωπος δαιμονισμένος, μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό· σχίζει τὰ ῥοῦχα του, ἐπαναστατεῖ στὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του· μισεῖ τὴν κοινωνία, τὴν πολιτεία, τοὺς νόμους· σπάει τὰ πάντα καὶ σὰν ἄλογο ἀχαλίνωτο ὁρμάει στὸ γκρεμό· ἀπαίσιο θέαμα. Καὶ στὴν ἄλλη εἰκόνα, ὁ ἄνθρωπος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὰ δαιμόνια, κοντὰ στὸ Χριστό. Εἴδατε πῶς τὸν περιγράφει τὸ εὐαγγέλιο; Φόρεσε τὰ ροῦχα του καὶ «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν» καθόταν στὰ πόδια τοῦ Κυρίου (Λουκ. 8,35). Μόλις ἀπηλλάγη ἀπὸ τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι καὶ ντύθηκε, τὸ στόμα του δὲν ἔβγαζε πλέον λόγια ἀπρεπῆ, τὰ χέρια του δὲν ἀπειλοῦσαν μὲ λιθάρια τοὺς ἀνθρώπους, δὲν κρατοῦσε ὅπλα νὰ φονεύσῃ· ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος. Τί ῥιζικὴ μεταβολή!
Ὦ Χριστέ, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, καμμία δύναμι στὸν κόσμο δὲν εἶνε σὰν τὴ δική του. Ἔσὺ παίρνεις τὸν δαιμονισμένο ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ ἄγριο θηρίο τὸν ἐξημερώνεις· παίρνεις τὸ λύκο καὶ τὸν κάνεις ἀρνί, παίρνεις τὸ κοράκι καὶ τὸ κάνεις περιστέρι, παίρνεις τὴν τίγρι καὶ τὴν κάνεις ἔλαφο. Δόξα τῷ ὀνόματί σου, δόξα τῇ δυνάμει σου!
Πρέπει κανεὶς νά ᾽χῃ χάσει τὰ λογικά του, νά ᾽χῃ ξερριζώσει ἀπὸ μέσα του κάθε αἴσθημα ἀγαθότητος καὶ καλωσύνης, νά ᾽νε πολὺ χυδαῖος, γιὰ νὰ μὴ μπορῇ ν᾽ ἀγαπήσῃ τὸ Χριστό.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἂς γίνῃ, ἀδελφοί μου, ἕνας καθρέπτης, στὸν ὁποῖο ὁ καθένας μας ἂς δῇ τὴν εἰκόνα του. Ἂς πλησιάσῃ καὶ ἂς μιμηθῇ τὸ Χριστό, γιὰ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἐννοοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι ὅταν ἔλεγαν· «῏Η χαρίεν ἔστ᾽ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ» (Μένανδρος· Πόθεν καὶ διατί σ. 216)· πόσο ὡραῖος εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος