Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Εἶχε κάνει 18 ἐκτρώσεις


Μᾶς προειδοποιεῖ ὁ Ἀπ. Παῦλος: «φθόνοι, μέθαι, κῶμοι, καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, ἃ προλέγω ὑμῖν καθὼς προεῖπον ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν». Μετάφραση: φθόνοι, φόνοι, μέθαι, ἄσεμνα γλέντια καὶ τὰ ὅμοια πρὸς αὐτά, διὰ τὰ ὁποῖα σᾶς προλέγω καὶ τώρα, ὅπως καὶ ἄλλοτε, ὅταν σᾶς ἐκήρυξα τὸ εὐαγγέλιο, σᾶς προεῖπα, ὅτι ὅσοι ἐπιμένουν νὰ πράττουν τέτοια ἁμαρτήματα, χωρὶς νὰ δείξουν εἰλικρινῆ μετάνοιαν δι’ αὐτά, δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα εἶναι καὶ ὁ φόνος. Τὸ νὰ ἀφαιρῆς τὴν ζωὴν κάποιου ἀνθρώπου σημαίνει ὅτι τοῦ ἀφαιρεῖς καὶ τὸν χρόνο τυχὼν μετανοίας του. Τὸ νὰ ἀφαιρῆ κάποια μάνα τὴν ζωὴ τοῦ παιδιοῦ της, συγχρόνως τοῦ ἀφαιρεῖ πέρα τῶν ἄλλων καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Μεγάλο τὸ ἔγκλημα. Πόσα καὶ πόσα συγκλονιστικὰ παραδείγματα καὶ γεγονότα ὑπάρχουν μὲ τὶς ἐκτρώσεις. Πόσες γυναῖκες ἔχουν κλάψει καὶ μαρτυροῦν μετὰ τὴν ἔκτρωση. Στὸν βίο τοῦ Ἁγ. Σεραφεὶμ τῆς Βίριτσα διαβάζουμε:

«Ζοῦσε κάποτε στὸ Λένινγκραντ μία γυναίκα μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα της. Καὶ αὐτὴ καὶ ἐκεῖνος ἦταν γιατροί. Τὸν καιρὸ τοῦ πολέμου ἦταν μαζὶ στὸ μέτωπο. Ὁ ἄνδρας της ἤθελε πάρα πολὺ νὰ ἔχη παιδιά, ἐκείνη ὅμως δὲν ἤθελε. Εἶχε κάνει 18 ἐκτρώσεις. Τελικὰ ὁ ἄνδρας της τὴν ἄφησε καὶ βρῆκε ἄλλη γυναίκα.
Ὅταν αὐτὴ γύρισε μετὰ τὸν πόλεμο στὸ Λένινγκραντ δὲν μπόρεσε νὰ βρῆ δουλειά. Δὲν εἶχε οὔτε σπίτι νὰ μείνη… Κυριολεκτικὰ βρέθηκε στὸ δρόμο. Ἦταν μέλος τοῦ κουμουνιστικοῦ κόμματος καὶ ἀπευθυνόταν σὲ διάφορους ὀργανισμούς, ἀλλὰ κανεὶς πουθενὰ δὲν τὴν βοήθησε. Ἀπελπίστηκε τόσο πολὺ ποὺ σκέφτηκε νὰ αὐτοκτονήση.
Μία μέρα, ἐνῷ περπατοῦσε στὸ δρόμο, συνάντησε μία φίλη της, ποὺ τὴν εἶχε γνωρίσει τὸν καιρὸ τοῦ πολέμου. Ἐκείνη ἄρχισε νὰ τὴν ρωτᾶ γιὰ τὴν ζωή της καὶ ὅταν ἔμαθε τὰ προβλήματά της τῆς εἶπε, ὅτι στὴν Βίριτσα ζῆ ἕνας γέρος, ποὺ βοηθάει πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ προβλέπει τὸ μέλλον.
Ἡ γιατρὸς σκέφτηκε ὅτι πρόκειται γιὰ κάποιον μάγο καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν ἐπισκεφτῆ, γιατί ἔτσι καὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ ἔχανε τίποτα. Στὴν Βίριτσα βρῆκε τὸ σπίτι τοῦ Γέροντα. Ἐκεῖ τὴν ρώτησαν:
-Θέλετε νὰ δῆτε τὸν παππούλη; Αὐτή, ὅταν τὸ ἄκουσε, ἐκνευρίστηκε πολύ.
-Ποιὸν παππούλη; Τρελλὴ εἶμαι νὰ μπλέκωμαι μὲ παπάδες, καὶ βγῆκε ἔξω τρέχοντας.
Στὸ δρόμο παρέλυσαν τὰ πόδια της καὶ δὲν μπόρεσε νὰ περπατήση. Κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ξέσπασε σὲ κλάματα. Καταριόταν ὅλους καὶ ὅλα, ἀκόμα καὶ αὐτὴ τὴν φίλη της, ποὺ τὴν ἔστειλε σ’ αὐτὸν τὸν παπά. Ἔβριζε ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ σηκωθῆ καὶ νὰ σταθῆ ὄρθια, τὰ πόδια δὲν ὑπάκουαν.
Ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Γέροντα βγῆκε μία γυναίκα καὶ τῆς εἶπε:
-Σᾶς ζητάει ὁ γέροντας.
Αὐτὴ ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ μπῆ μέσα. Τότε ἡ γυναίκα τὴν πλησίασε, λέγοντάς της ξανά:
-Τὸ ὄνομά σας εἶναι Ν., εἶστε ὀφθαλμίατρος, μόλις γυρίσατε ἀπὸ τὴ Γερμανία, σᾶς ζητάει ὁ Γέροντας.
Χωρὶς νὰ καταλάβη πῶς ἡ γυναίκα αὐτὴ σηκώθηκε καὶ σὰν νὰ τὴν ὁδηγοῦσε κάποια δύναμη πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Γέροντα.
Ὅταν μπῆκε μέσα στὸ κελλί του εἶδε ἕνα γέρο μοναχὸ ξαπλωμένο πάνω στὸ κρεβάτι. Αὐτὸς τῆς εἶπε, ὅτι γιὰ ὅλα τὰ δεινὰ φταίει αὐτὴ ἡ ἴδια, ἐπειδὴ εἶχε σκοτώσει τὰ παιδιά της. Κατάλαβε ἡ γυναίκα ὅτι ὁ γέροντας γνωρίζει ὅλη τὴν ζωή της καὶ ἔπεσε κλαίγοντας στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ κρεβάτι του. Ἐκεῖνος ἀμέσως τὴν παρηγόρησε λέγοντας:
-Πήγαινε στὸ Σμόλνι, θὰ σὲ διορίσουν ὑπεύθυνη σὲ μία κλινική τῆς Πετεργκὼφ καὶ θὰ σοῦ δώσουν καὶ ἕνα δωμάτιο νὰ μένης. Μετὰ θὰ ἐπιστρέψης στὸ Λένινγκραντ καὶ θὰ μένης ἐκεῖ. Θὰ μὲ ἐπισκέπτεσαι ἐδῶ καὶ μετὰ θὰ ἐπισκέπτεσαι καὶ τὸν τάφο μου.
-«Τί παραμύθια εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει», -σκέφτηκε ἡ Ν.
-Δὲν λέω παραμύθια. Ὅλα αὐτὰ ποὺ λέω θὰ πραγματοποιηθοῦν, εἶπε ὁ Γέροντας, ἀπαντώντας στὶς σκέψεις της.
Πραγματικὰ πῆγε στὸ Σμόλνι, ὅπου τὴν διόρισαν στὴν κλινικὴ τῆς Πετεργκὼφ καὶ τῆς ἔδωσαν δωμάτιο. Ἀργότερα γύρισε στὸ Λένινγκραντ. Ἔγινε πολὺ πιστή, ἔφτασε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τὸν τάφο τοῦ Γέροντα στὴν Βίριτσα».