Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

Ὁ Γυρισμὸς (Β')

(συνέχεια ἀπὸ τὸ Α' μέρος...)
Μαῦρο σκοτάδι πλάκωσε καὶ τοὔφραξε τὸ δρόμο.
Μέσα του, ὁλόγυρά του,
ὅλα γεμάτα ἀπελπισιὰ καὶ παγωνιὰ θανάτου,
κι' ὅλα γεμάτα τρόμο.


Κι' αὐτὸς ὁρμᾶ ξανὰ μπροστὰ καὶ τρέχει στὰ σκοτάδια.
Γυρίζει ἐδῶ, γυρίζει ἐκεῖ κάμπους, βουνά, λαγκάδια,
χτυπιέται καὶ ματώνεται
καὶ πέφτει καὶ σηκώνεται
καὶ δός του τρέχει πάλι.
Θολὴ ἡ ψυχή, θολὸς ὁ νοῦς….. Ἄχ! ποῦ θὲ νὰ τὸν βγάλη
τοῦτος ὁ δρόμος ὁ τραχύς; Μέσ’ στὸ φριχτὸ σκοτάδιἀνατριχιάζει νιώθοντας κρύο θανάτου χάδι.


Μὰ μέσα στὸ στροβίλισμα καὶ στὴν ἀνεμοζάλη,
σὰ μακρινὸς ἀντίλαλος, ἀπ’ τῆς ψυχῆς τὰ βάθη
ἀναδευτῆκαν τοῦ Χριστοῦ κεῖνα τὰ λόγια πάλι,
ἁρμονικά, γλυκά, ἁπαλά. Καὶ τἄκουσε κι' ἐστάθη.
Κι εἶπε: «στὸν ἴσκιο τοῦ Σταυροῦ δὲν κάθισα ποτέ.
Νὰ δοκιμάσω τώρα;

Μὴν τύχη κι' εἶν’ ἀληθινὰ τὰ λόγια σου, ὢ Χριστέ;
Μὴν εἶν’ τὰ λόγια π' ὁδηγοῦν στὴ μαγεμένη χώρα,
στὴ χώρα ἐκείνη ποὺ ἀντηχοῦν τ' ἀγγελικὰ ὡσσανά;»
 
Καὶ ξαναγύρισε δειλά….
Κι' ἔλεγε μέσα του: «Ἄραγε θὰ μὲ δεχτῆ ξανά;…»
Μὰ ὡς ἔφτασε καὶ στήλωσε πρὸς τὸ Σταυρὸ τὸ βλέμμα,
τὸν βλέπει - ἀπίστευτη χαρά! – νὰ τοῦ χαμογελᾶ,
καὶ μ' ἀνοιχτὰ τὰ χέρια,
χέρια σκαμμέν' ἀπὸ καρφιά, χέρια ποὺ στάζαν αἷμα,
καὶ μὲ στοργὴ ποὺ θαύμαζαν τ' ἀγγελοπεριστέρια,
τὸν προσκαλοῦσε στὴ θερμὴ καὶ στοργική του ἀγκάλη
καὶ τοῦ ξανάλεγε γλυκά: «ἔλα κοντά μου, πάλι.
- Μεῖνε κοντά μου. Μιὰ φορά, παιδὶ παρακοῆς
καὶ γιὸς τῆς πλάνης ἤσουν
σὰν γύριζες στὶς ἀγκαθιὲς τριβολιασμένης γῆς.

Τώρα, στολὴ βασιλικὴ οἱ ἀγγέλοι θὰ σὲ ντύσουν,
κι' ἀγαπημένο μου παιδὶ θὰ γίνης,
γιὸς τῆς εἰρήνης».

Γ. Βερίτης