Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Παι­δί μου, μήν κά­νης ἁ­μαρ­τί­ες, νά ζῆς μέ φό­βο Θε­οῦ, για­τί ὅ­ταν θά με­γα­λώ­σης θά γί­νεις κα­λό­γε­ρος στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος...

Ο Ἁ­γι­ο­ρεί­της γε­ρω–Χα­ρά­λαμ­πος ὁ Κα­ψα­λι­ώ­της, ὁ κομ­πο­σχοι­νᾶς, δι­η­γή­θη­κε τό ἑ­ξῆς γι­ά νά δεί­ξη τήν ἀ­ρε­τή με­ρι­κῶν λα­ϊ­κῶν:

«Γνώ­ρι­σα πα­λαι­ά στῶν Ἰ­βή­ρων ἕ­να μο­να­χό, τόν  π. Γε­ρά­σι­μο[1], ἀ­πό τό Ἀ­ϊ­βα­λί τῆς Μ. Ἀ­σί­ας, πού ἡ μη­τέ­ρα του ἦ­ταν ἁ­γι­α­σμέ­νη ψυ­χή καί εἶ­χε χά­ρι­σμα προ­ο­ρα­τι­κό. Ἔ­λε­γε στόν γυι­ό της: “Παι­δί μου, μήν κά­νης ἁ­μαρ­τί­ες, νά ζῆς μέ φό­βο Θε­οῦ, για­τί ὅ­ταν θά με­γα­λώ­σης θά γί­νεις κα­λό­γε­ρος στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, στό μο­να­στή­ρι τῆς Πορ­τα­ΐ­τισ­σας”. Ἔ­παιρ­νε στά χέ­ρια της ἀ­ναμ­μέ­να κάρ­βου­να, ἔ­βα­ζε πά­νω θυ­μί­α­μα καί θυ­μί­α­ζε τίς εἰ­κό­νες χω­ρίς νά καί­γε­ται».

[1]. Κα­τά κό­σμον Βα­σί­λει­ος Κου­πα­ρά­κης, γεν­νη­θείς τό 1881 στὶς Κυ­δω­νι­ές (Ἀ­ϊ­βα­λί) Μ. Ἀ­σί­ας. Τό 1910 προ­σῆλ­θε στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἰ­βή­ρων καὶ τό 1912 ἔ­γι­νε ἡ μο­να­χι­κή του κου­ρά. Δυ­στυ­χῶς δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται τό ὄ­νο­μα τῆς μη­τρός του στό Μο­να­χο­λό­γιο τῆς Μονῆς.