Α) Η εκκλησιαστική υμνογραφία διδάσκει το δόγμα και το ήθος της Εκκλησίας· ερμηνεύει αυθεντικά το μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας· μυσταγωγεί στην ορθόδοξη πίστη και την εν Αγίω Πνεύματι ζωή. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση εκκλησιαστικού λειτουργικού ήθους δεν παίζουν μόνο ο κληρικοί αλλά και οι ιεροψάλτες, οι οποίοι διακονούν την εκκλησιαστική λατρεία. Το αναλόγιο είναι χώρος μύησης στα ιερά κείμενα της Εκκλησίας μας· σχολείο εντρύφησης στην εκκλησιαστική ποίηση· χώρος προσευχητικής αναφοράς στον Τριαδικό Θεό.
Η ψαλμωδία δεν είναι δημοτικό τραγούδι, -έστω κι αν συγγενεύει με αυτό-, δεν είναι φωνή άτακτη, βίαιη και εκκωφαντική, δεν είναι επίδειξη σπάνιων λαρυγγισμών μέσω μεγαφώνων. Η ιερά ψαλμωδία είναι φωνή αύρας λεπτής, προσευχή εμμελής, διδαχή σωστική και σωτήριος, μύηση στο υπέρλογο μυστήριο της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως.
Οι ύμνοι έχουν θεολογικό, μυσταγωγικό, παιδαγωγικό, εκκλησιολογικό και αναγωγικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία μέσω της υμνολογίας υπομνηματίζει, αναδεικνύει και ερμηνεύει το υπερφυές μυστήριο της θείας οικονομίας. Συνθέτει σε θεία αρμονία λόγο και μέλος. Η εμμελής ψυχαγωγία και ηδονή γεννά αγνούς και σώφρονες λογισμούς διδάσκει ο Μ. Βασίλειος και συμπληρώνει: Το Άγιο Πνεύμα, βλέποντας ότι το ανθρώπινο γένος είναι «δυσάγωγον προς αρετήν και επιρρεπές προς την ηδονήν», «το εκ της μελωδίας τερπνόν τοις δόγμασιν εγκατέμιξεν». Δηλαδή, ανέμιξε τις αλήθειες της πίστεως με την τέρψη της μελωδίας, ώστε να δέχεται χωρίς αντίδραση την ωφέλεια των λόγων που θα ακούγονται γλυκόηχα και απαλά.
Το μέλος παιδαγωγεί και συμβάλλει στη διαρκή μνήμη των θείων αληθειών με έμμεσο τρόπο: «Δία τούτο τα εναρμόνια μέλη των ψαλμών ημίν επινενόηται (επινοήθηκαν), ίνα οι παίδες την ηλικίαν, ή και όλως νεαροί το ήθος, τω μεν δοκεί μελωδώσι, τη δε αληθεία τας ψυχάς εκπαιδεύονται», επισημαίνει ο Μ. Βασίλειος. Δηλαδή, τα εναρμόνια μέλη των ασμάτων επινοήθηκαν, ώστε τα παιδιά και οι ανώριμοι στο ήθος, να φαίνεται ότι ψάλλουν, αλλά στην πραγματικότητα να καλλιεργούνται και να μορφώνονται πνευματικά.
Η ψαλμωδία αποβλέπει στη ένωση, την συνάρμοση και ενότητα του λαού του Θεού μέσω της αγάπης. Συναρμονίζει το λαό του Θεού στη συμφωνία ενός χορού. Γράφει ο ιερός Πατέρας: «…το μέγιστον των αγαθών την αγάπην η ψαλμωδία παρέχεται, οιονεί σύνδεσμον τινά προς την συνω-δίαν επινοήσασα, και εις ενός χορού συμφωνίαν τον λαόν συναρμόζουσα». Διότι ποιος μπορεί να θεωρεί ακόμη εχθρό του εκείνον με τον οποίον ύψωσε την ίδια ικετευτική φωνή προς το Θεό; (Ομιλία εις Ψαλμούς, 1, 2,).
Για να βρούν όμως εφαρμογή οι λόγοι του Μ. Βασιλείου χρειάζεται να κατεβούμε –κληρικοί, λαός και ιεροψάλτες- από το θρόνο της ατομικότητας και του εγωισμού και εν ταπεινώσει να «ποιήσωμεν εαυτούς στρογγύλους» σύμφωνα με τη Φιλοκαλία. Να έχουμε ήθος όπως τα γλυκόηχα γυρίσματα της βυζαντινής μουσικής, που μοιάζουν με τους κουμπέδες και τους στρογγυλούς θόλους των εκκλησιών μας.
Β) Γράφει εύστοχα, για όσα προαναφέραμε ο όσιος Παίσιος Αγιορείτης: «Και τι γλυκά γυρίσματα έχει η βυζαντινή μουσική!… άλλα λεπτά σαν το αηδόνι, άλλα σαν απαλό κυματάκι, άλλα δίνουν μια μεγαλοπρέπεια. Όλα αποδίδουν, τονίζουν τα θεία νοήματα. Όμως σπάνια να ακούσης αυτά τα όμορφα γυρίσματα. Οι περισσότεροι που ψέλνουν τα λένε λειψά, κουτσουρεμένα, καλουπωμένα. Αφήνουν κενά, τρύπες! Και το κυριώτερο, τα λένε χωρίς τόνο. Απορώ· δεν έχουν οξείες τα βιβλία τους; … Όλα τα πάνε ίσια, λες και πέρασε οδοστρωτήρας και τα ισοπέδωσε όλα! «πα-νη-ζω, πα-νη-ζω», πανίζουν-πανίζουν το φούρνο και ψωμί δε βγάζουν! Άλλοι πάλι τονίζουν όλα δυνατά,… όλα καρφωτά, και νομίζεις ότι χτυπούν καρφιά με το σκεπάρνι».
Και συνεχίζει ο όσιος Παίσιος, αναφερόμενος στους σύγχρονους ψάλτες: Ναί, αλήθεια ψάλλουν, «ή τελείως άτονα ή σκληρά! Δεν σε ξεσηκώνουν εσωτερικά· δε σε αλλοιώνουν. Ενώ πόσο γλυκειά είναι η καθαρή βυζαντινή μουσική! Ειρηνεύει, μαλακώνει την ψυχή. Η σωστή ψαλμωδία είναι ξεχείλισμα της εσωτερικής πνευματικής καταστάσεως. Είναι θεία ευφροσύνη. Δηλαδή ευφραίνεται η καρδιά από τον Χριστό και με καρδιά ευφρόσυνη μιλάει ο άνθρωπος στον Θεό. Όταν συμμετέχει κανείς σ’ αυτό που ψάλλει, τότε αλλοιώνεται, με την καλή έννοια, και ο ίδιος και οι άλλοι που τον ακούνε».
Και διηγείται το εξής περιστατικό ο όσιος. «Πριν από χρόνια κάποιος παλιός ψάλτης πήγε στο Άγιον Όρος και έγινε ρεζίλι. Οι Πατέρες έψελναν παραδοσιακά. Τον πήραν κι αυτόν μαζί τους να ψάλη, αλλά αυτός δεν έκανε τα “γυρίσματα“, γιατί δεν τα ήξερε. Οι Αγιορείτες τα είχαν από παράδοση. Μετά προβληματίσθηκε κι αυτός και μερικοί άλλοι. Μπήκε η καλή ανησυχία, έψαξαν. Διάβασαν, άκουσαν παλιούς παραδοσιακούς ψάλτες και βρήκαν τα “γυρίσματα” που είχαν οι παλιοί».
Ο όσιος Παΐσιος επέμενε πολύ στην ολοκάρδια μετοχή στη λατρεία της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στη θεία Λειτουργία. «Αλλά βλέπω», έλεγε, «στη Θεία Λειτουργία, ακόμη κι όταν ο ιερέας λέη “ Άνω σχώμεν τας καρδίας” και λέμε “ έχομεν προς τον Κύριον”, λίγοι είναι αυτοί που έχουν το νού τους προς τον Κύριο!» Οι άλλοι προφανώς λέμε ψέματα. Και πρωτίστως οι ιεροψάλτες που κοιτάζουν μόνο τα σημαδόφωνα.
Κάποτε οι αδελφές στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Σουρωτής ρώτησαν τον όσιο, τι είναι εκείνο που μπορεί να βοηθήσει κάποιον να ψάλει κατανυκτικά. Κι εκείνος απάντησε: «Να έχη το νού του στα θεία νοήματα και να έχει ευλάβεια· να μην πιάνει τα θεία νοήματα λογοτεχνικά, αλλά με την καρδιά. Άλλο η ευλάβεια και άλλο η τέχνη, η επιστήμη της ψαλτικής. Η τέχνη χωρίς ευλαβεια είναι… μπογιές. Όταν ο ψάλτης ψάλλη με ευλάβεια, ξεχειλίζει από την καρδιά του η ψαλμωδία, και ψάλλει κατανυκτικά. Όταν εσωτερικά είναι σε καλή πνευματική κατάσταση ο άνθρωπος, όλα πάνε καλά. Γι’ αυτό πρέπει να είναι τακτοποιημένος κανείς εσωτερικά και να ψάλλη με την καρδιά του, με ευλάβεια, για να ψάλλη κατανυκτικά». Δηλαδή, όπως ο ιερέας προετοιμάζεται να ιερουργήσει και στέκεται με δέος ενώπιον του Θεού, κατά ανάλογο τρόπο προετοιμάζεται και ο καλός ιεροψάλτης. Δεν διαβάζει απλώς το τυπικό και τα μουσικά μαθήματα, αλλά ετοιμάζει και με πνευματική καθαρότητα το νού και την καρδιά του, και ιδιαίτερα στις ιερές Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος και του Πάσχα.
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.