Η ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΩΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ*
Κατὰ τὸν προγραμματισμὸ τοῦ ἐφετινοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ποὺ
ἄρχισε τὴν προηγούμενη Κυριακή (1η Σεπτεμβρίου), τὰ κηρύγματα στὸν ναὸ
θὰ ἑρμηνεύουν καὶ θὰ ἀναλύουν τὶς εὐαγγελικὲς περικοπὲς τῶν Κυριακῶν.
Αὐτὸ τὸ κάναμε καὶ σὲ προηγούμενα ἔτη μὲ ἕνα ἐπαναλαμβανόμενο κύκλο: α)
Εὐαγγελικὲς περικοπές, β) ἀποστολικὲς περικοπές, γ) βίοι ἑορταζομένων
τὶς Κυριακὲς Ἁγίων καὶ δ) θέματα θεολογικὰ καὶ ἠθικὰ ἀπὸ τὰ ἁγιογραφικὰ
ἀναγνώσματα. Θὰ ξαναρχίσουμε, λοιπόν, πάλιν αὐτὸν τὸν κύκλο μὲ τὶς
εὐαγγελικὲς περικοπές.
Σήμερα ὅμως ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Γενέθλιο, τὴν Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου, θὰ κάνουμε ἐξαίρεση, καὶ δὲν θὰ ἀναλύσουμε τὴν εὐαγγελικὴ
περικοπὴ τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Ἰω. 3, 13-17), ἀλλὰ τὸ θέμα τῆς
Ὁμιλίας θὰ ἀναφέρεται στὴν Παναγία καὶ σὲ σύγχρονες πτυχὲς τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν Παναγία. Ἄλλωστε καὶ ἡ
Ἐκκλησία, τιμώντας καὶ μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Τυπικοῦ τὴν Ὑπεραγία
Θεοτόκο, ἄλλαξε σήμερα τὴν συνήθη κυριακάτικη ἀκολουθία καί, ὅπως θὰ
προσέξατε, στὸν ὄρθρο δὲν διαβάστηκε ἑωθινὸ ἀναστάσιμο εὐαγγέλιο, ἀλλὰ
τὸ γνωστὸ θεομητορικὸ εὐαγγέλιο τῆς ἐπίσκεψης τῆς Παναγίας στὴν συγγενῆ
της Ἐλισάβετ, ὅπου ἡ ἴδια ἡ Παναγία εἶπε τὴν θεόπνευστη γνωστὴ θ´ ὠδή
«Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ
τῷ σωτῆρι μου».
Σ᾽ αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἐξαίρετο ὕμνο, ποὺ ἡ ἴδια ἡ Παναγία συνέθεσε καὶ τοῦ
ὁποίου ἡ ἀξία εἶναι τόση ὥστε νὰ ξεπερνᾶ ὅλους τοὺς ἄλλους ὕμνους καὶ
νὰ καθιστᾶ καὶ τὴν Θεοτόκο ποιήτρια, προφητεύει ὅτι ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι
θὰ γεννήσει τὸν Θεό, τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως τῆς ἀνήγγειλε ὁ
ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, θὰ Τὴν ἐγκωμιάζουν καὶ θὰ Τὴν
μακαρίζουν ὅλες οἱ μετέπειτα γενεές: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι
με πᾶσαι αἱ γενεαί»[1].
1. Τὸ μόνο καινούργιο στὴν Ἱστορία εἶναι ἡ Γέννηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν
Θεοτόκο. Ψευδεπίγραφη καὶ ἐπικίνδυνη ἡ «Νέα Ἐποχή» τῶν Μασόνων.
Ἡ προφητεία αὐτὴ ἐπαληθεύθηκε πλήρως. Ἐπὶ δύο χιλιάδες τώρα χρόνια ἡ
Θεοτόκος ἐγκωμιάζεται καὶ μακαρίζεται μὲ χιλιάδες ὕμνων καὶ
ἐγκωμιαστικῶν λόγων ἀπὸ ἀναρίθμητους ὑμνογράφους καὶ συγγραφεῖς, καὶ θὰ
ἐγκωμιάζεται εἰς τοὺς αἰῶνας, διότι ἔγινε τὸ ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας τῶν
ἀνθρώπων· διότι λόγῳ τῆς καθαρότητος καὶ τῆς ἁγιότητός Της εἵλκυσε τὴν
προσοχὴ τοῦ Θεοῦ, ἐρωτεύθηκε ὁ Θεὸς τὸ πνευματικό Της κάλλος καὶ
δέχθηκε νὰ τὴν κάνει μητέρα Του, νὰ γεννηθεῖ ἀσπόρως καὶ ἀνάνδρως, χωρὶς
τὴν μεσολάβηση δηλ. ἀνδρός, ἐκ τῶν ἁγνῶν αἱμάτων Της.
Σὲ μία Ὁμιλία του στὴν σημερινὴ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, στὴν
ὁποία θὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὴ συνέχεια, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς
ἀναφερόμενος σ᾽ αὐτὸ τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων, μία γυναίκα νὰ ὑψωθεῖ
ὑπεράνω τῶν Ἀγγέλων καὶ νὰ γίνει ἔμψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ, κατοικητήριο τοῦ
Θεοῦ, λέγει ὅτι πρέπει νὰ σιωπήσει ὁ σοφὸς Σολομών, ὁ ὁποῖος στὸ βιβλίο
τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ λέγει ὅτι «οὐδὲν καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον», διότι ὑπάρχει
καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον[2], εἶναι ἡ Γέννηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία
Θεοτόκο. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μοναδικὴ νέα εἴδηση, τὸ μοναδικὸ νέο καὶ
ἀνεπανάληπτο εἰς τοὺς αἰῶνες γεγονός[3], ποὺ δὲν πρόκειται καμμία δῆθεν
«Νέα Ἐποχή» νὰ τὸ ἀντικαταστήσει. Αὐτὸ λέγει καὶ τὸ ἀπολυτίκιο τῆς
σημερινῆς ἑορτῆς, ὅτι ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου ἔφερε τὸ μήνυμα τῆς χαρᾶς
σ᾽ ὅλη τὴν Οἰκουμένη. Γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀνέτειλε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ
Χριστός, ὁ Θεός, ποὺ ἔλυσε τὴν κατάρα τῶν πρωτοπλάστων καὶ ἐπανέφερε
τὴν εὐλογία, ποὺ κατήργησε τὸν θάνατο καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν αἰώνια ζωή. «Ἡ
γέννησίς σου, Θεοτόκε, χαράν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ· ἐκ σοῦ γὰρ
ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· καὶ λύσας τὴν
κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν· καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν
ζωὴν τὴν αἰώνιον». Κανένα ἄλλο γεγονὸς δὲν συγκρίνεται μὲ τὸ μυστήριο
αὐτὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ
κανένας ἄλλος διδάσκαλος καὶ μύστης, καμμία ἄλλη θρησκεία δὲν μπορεῖ νὰ
σώσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κατάρα καὶ τὴν δυναστεία τῆς ἁμαρτίας καὶ
νὰ νικήσει τὸν θάνατο. Νὰ πᾶνε γι᾽ αὐτὸ νὰ χαθοῦν, νὰ ἐξαφανισθοῦν, ὡς
αἱρετικοὶ καὶ βλάσφημοι καὶ ἀρνηταὶ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσοι Οἰκουμενισταί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, στὰ πλαίσια τῶν
διαθρησκειακῶν διαλόγων καὶ συναντήσεων, ἐξισώνουν τὶς θρησκεῖες ὡς
παράλληλους δρόμους σωτηρίας, καὶ ἀρνοῦνται τὴν μοναδικότητα καὶ
ἀποκλειστικότητα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ[4].
Ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων αὐτὴν τὴν
μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα προβάλλουν καὶ κηρύσσουν· καὶ ἀπὸ ὅλα
αὐτὰ ἀρκεῖ νὰ μνημονεύσουμε ὅσα μὲ πολλὴ παρρησία εἶπε ὁ ἀπόστολος
Πέτρος σ᾽ ἕναν ἀληθινὸ καὶ ὑποδειγματικὸ διαθρησκειακὸ διάλογο πρὸς τοὺς
ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι Ἰουδαῖοι ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα
νὰ ἀπορρίπτουν τὴν θεότητα καὶ τὴν μεσσιακὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ,
ἐπαινούμενοι παρὰ ταῦτα καὶ καλοδεχούμενοι καὶ ἀμνηστευόμενοι, ἀκόμη
καὶ ὁ Ἰούδας, ἀπὸ τὸν πάπα καὶ μερικοὺς παπίζοντες δῆθεν Ὀρθοδόξους
πατριάρχες καὶ ἀρχιεπισκόπους. Ἀφοῦ τοὺς θύμισε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τὴν
ἐκ μέρους τους ἀπεχθῆ σταύρωση καὶ ἐξουθένωση τοῦ Χριστοῦ, πρόσθεσε:
«Καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον
ὑπὸ τὸν οὐρανόν, τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[5].
Ἂν κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικούς μας ἡγέτες ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν
ἀποκλειστικότητα καὶ μοναδικότητα τοῦ ἔργου καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι ἐλεύθεροι νὰ ἀναζητήσουν ἀλλοῦ τὴν σωτηρία, στὸν
Ἰουδαϊσμό, στὸν Βουδδισμό, στὸ Ἰσλάμ, γιὰ νὰ παύσουν νὰ δημιουργοῦν
σύγχυση στοὺς πιστοὺς καὶ ἀμφιβολίες, καὶ τὸ χειρότερο νὰ στεροῦν τὴν
σωτηρία ἀπὸ ὅσους ἑτεροθρήσκους θέλουν νὰ γίνουν Χριστιανοὶ ἢ ἀπὸ ὅσους
ἑτεροδόξους αἱρετικούς, Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες θέλουν νὰ
ἐγκαταλείψουν τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη, νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ
ἐνσωματωθοῦν στὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ
᾽Αποστολικὴ Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς
σωτηρίας τόσων ἀνθρώπων θὰ δώσουν λόγο καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς
προσωπικῆς μετὰ τὸν θάνατό τους κρίσεως, ἀλλὰ πρὸ παντὸς κατὰ τὴν ἡμέρα
τῆς φρικτῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ
Θεοτόκου σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀμφέβαλλαν σὲ κάποια
περίσταση καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι γιὰ ὅσα τοὺς ἐδίδασκεν ὁ Χριστός· καὶ
ὅταν ὁ Κύριος ἀντελήφθη αὐτὲς τὶς ἀμφιβολίες τους, οἱ ὁποῖες
διδασκόμενες στὴ συνέχεια θὰ παρεμπόδιζαν τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, τοὺς
ἔδειξε τὸ δρόμο τῆς φυγῆς ἀπὸ κοντά Του, νὰ παύσουν πλέον νὰ εἶναι
μαθητές Του. Ἐκεῖνοι ὅμως, εὐαίσθητοι καὶ καλοδιάθετοι, ἀντελήφθησαν
ἀμέσως τὴν πλάνη τους, πρᾶγμα ποὺ εὐχόμεθα νὰ πράξουν, ἔστω καὶ
καθυστερημένα, οἱ δικοί μας μακροχρόνιοι Οἰκουμενισταί, καὶ ἀπήντησαν
διὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: Ποῦ θὰ πᾶμε Κύριε, ποιόν νὰ ἀκολουθήσουμε; Ἐσὺ
μόνο κατέχεις καὶ διδάσκεις αὐτὰ ποὺ ὁδηγοῦν στὴν αἰώνια ζωή. Ἐσὺ εἶσαι
ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. «Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα·
μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν; Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε,
πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις· καὶ ἡμεῖς
πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἰ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ
ζῶντος[6]».
2. Ἄν δὲν βρισκόταν ἡ καθαρὴ καὶ ἁγνὴ Παρθένος, δὲν θὰ γινόταν ὁ Θεὸς ἄνθρωπος.
Αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ καὶ θαυμαστοῦ γεγονότος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, διὰ
τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, ὑπηρέτης καὶ διάκονος ἔγινε ἡ Ὑπεραγία
Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὴν Γέννηση ἑορτάζουμε σήμερα. Καὶ ὄχι ἁπλῶς
ὑπηρέτης καὶ διάκονος, ἀλλὰ συνεργὸς καὶ συντελεστής· διότι ἂν ἡ
Θεοτόκος μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ ἁγιότητά Της δὲν καθιστοῦσε τὸν ἑαυτό Της
κατάλληλο χῶρο γιὰ νὰ κατοικήσει καὶ νὰ ἐνανθρωπήσει ὁ Θεός, νὰ γίνει ἡ
χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ὁ Θεὸς θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀναστέλλει τὴν Χάρη καὶ
τὴν εὐλογία Του, καὶ ἡ ἀνθρωπότητα θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ ὑπὸ τὴν
τυραννία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σὲ
ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου λέγει ὅτι ἕνα μόνον εἶναι ἀδύνατο
στὸ Θεό, νὰ ἑνωθεῖ μὲ κάτι ἀκάθαρτο, πρὶν καθαρισθεῖ· γι᾽ αὐτὸ ὑπῆρχε
ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ ὑπάρξει μία τελείως ἀμόλυντη καὶ καθαρώτατη Παρθένος,
γιὰ νὰ κυοφορήσει καὶ νὰ γεννήσει τὸν ἐραστὴ καὶ σωτήρα τῆς καθαρότητος:
«Ἕν γὰρ τοῦτο μόνον Θεῷ ἀδύνατον, συνελθεῖν ἀκαθάρτῳ πρὶν καθαρθῆναι
πρὸς ἕνωσιν. Διὰ τοῦτο καὶ ἀμολύντου τελέως καὶ καθαρωτάτης ἐξ ἀνάγκης
ἔδει παρθένου, πρὸς κυοφορίαν καὶ τόκον τοῦ ἐραστοῦ καὶ σωτῆρος τῆς
καθαρότητος»[7].
Ὁ ἴδιος Θεοτοκόφιλος Ἅγιος Γρηγόριος διδάσκει ὅτι ὁ Θεὸς θέλοντας νὰ
δημιουργήσει, νὰ ζωγραφίσει μία εἰκόνα, ἕνα πίνακα, πάνω στὸν ὁποῖο θὰ
ἦταν συγκεντρωμένα ὅλα τὰ καλά, ἕνα κρᾶμα ὅλων τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων
χαρισμάτων, στολίδι καὶ καλλονὴ καὶ τοῦ ὁρατοῦ καὶ τοῦ ἀοράτου κόσμου,
ἀπὸ τὴν ὁποία εἰκόνα θὰ ἀποδεικνυόταν καὶ ἡ δύναμη τοῦ δημιουργοῦ της
ὡς καλλιτέχνου, κατασκεύασε τόσο πάγκαλη τὴν Θεοτόκο, ἀφοῦ συγκέντρωσε
ἐπάνω της ὅλα τὰ καλὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων[8].
Ὅλες λοιπὸν τὶς ἀρετὲς καὶ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα καὶ θεῖα χαρίσματα
περιλαμβάνει ἡ ἁγιότητα καὶ καθαρότητα τῆς Θεοτόκου. Μεταξὺ ὅμως ὅλων
αὐτῶν τῶν ἀρετῶν ἰδιαιτέρως προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, στηριζόμενη στὴν
Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Παράδοση, τὴν ἀρετὴ τῆς ἁγνείας, τῆς ἁγνότητος, τῆς
σαρκικῆς καθαρότητος. Ἡ Θεοτόκος οὔτε ἐπεθύμησε οὔτε ἐγνώρισε ἄνδρα,
ἦταν καὶ ἔμεινε ἁγνὴ καὶ παρθένος, πανυπέραγνος, καὶ πρὸ τοῦ τόκου καὶ
ἐν τῷ τόκω καὶ μετὰ τὸν τόκον. Οὔτε εἶχε σχέση σαρκικὴ μὲ τὸν μνήστορα
καὶ προστάτη της Ἰωσήφ, οὔτε ἡ παρθενία της καταστράφηκε κατὰ τὴν
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, οὔτε καὶ μετὰ τὴν Γέννηση ἦλθε σὲ σαρκικὴ συνάφεια
μὲ τὸν Ἰωσήφ. Ἦταν καὶ παρέμεινε πάντοτε ἁγνὴ καὶ παρθένος, ἀειπάρθενος
καὶ ἀπείρανδρος, χωρὶς πεῖρα ἀνδρός. Ὅταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τῆς
ἀνήγγειλε ὅτι θὰ γεννήσει Υἱόν, ἐκείνη ἐξεπλάγη καὶ εἶπε: «Πῶς ἔσται μοι
τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;»[9]. Στ᾽ αὐτιὰ ὅλων μας ἀντηχεῖ ἡ
δεύτερη στροφὴ ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ἀπὸ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς
Θεοτόκου, ὅπου ὁ ὑμνογράφος παρουσιάζει τὸν διάλογο αὐτὸ τῆς Παναγίας μὲ
τὸν ἀρχάγγελο: «Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ φησὶ τῷ Γαβριὴλ
θαρσαλέως· τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ
φαίνεται. Ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις;». Θὰ
χρειαζόμασταν ἡμέρες καὶ μῆνες καὶ τόμους πολλοὺς γιὰ νὰ παρουσιάσουμε
τοὺς ὕμνους καὶ τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἐξυμνοῦν τὴν
ἁγνότητα, τὴν σαρκικὴ καθαρότητα τῆς Θεοτόκου. Ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς ἀπὸ
τὸν ὠκεανὸ αὐτῶν τῶν ἐπαίνων τὴν εὐχὴ τοῦ Ἀποδείπνου, «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε,
ἄφθορε, ἄχραντε, ἁγνὴ Παρθένε, θεόνυμφε Δέσποινα» καὶ τὸ θαυμάσιο
τροπάριο ποὺ παρουσιάζει τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ νὰ θαυμάζει καὶ νὰ
ἐκπλήσσεται μπροστὰ στὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας Της καὶ στὸ ὑπέρλαμπρο
τῆς ἁγνότητός Της: «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον
τὸ τῆς ἁγνείας σου ὁ Γαβριὴλ καταπλαγεὶς ἐβόα σοι Θεοτόκε...». Ἀφήνουμε
τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος στὸν μεγάλο καὶ ἐκτενῆ του λόγο στὰ
Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου -ὑπάρχει καὶ μικρός- παρουσιάζει τὴν Παναγία κατὰ
τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικὰ της χρόνια, κατὰ τὰ δώδεκα χρόνια ποὺ ἔμεινε
μέσα στὸν Ναό, μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν ποὺ ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός, ὡς
τὴν πρώτη ἡσυχάστρια, τὴν πρώτη ἀσκήτρια, νὰ μὴν ἔχει καμμία σχέση μὲ
τὰ κοσμικά, τὰ γήϊνα, τὰ σαρκικά, οὔτε σὲ ἐπίπεδο σκέψεων καὶ λογισμῶν,
ἀλλὰ ἁγνὴ καὶ ὁλοκάθαρη νὰ προετοιμάζει τὸν ἑαυτό της, γιὰ νὰ γίνει
κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἔρωτας καὶ οἱ ἐπιθυμίες καὶ ἡ χαρά Της εἶχαν
ἀντικείμενο τὰ οὐράνια, ὄχι τὰ ἐπίγεια[10]. Μνημονεύουμε ἁπλῶς γιὰ χάρη
τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, τῆς Γεννήσεως, χωρὶς ἀνάλυση, ἐλάχιστα περιγραφικὰ
τοῦ ἤθους καὶ τοῦ προσώπου της, ἀπὸ τὸν μνημονευθέντα λόγο τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, γιὰ νὰ καταισχυνθοῦν
καὶ νὰ προβληματισθοῦν ἐκεῖνοι ἐκ τῶν πνευματικῶν, ποὺ ὑπάρχουν καὶ
στὴν Θεσσαλονίκη, οἱ ὁποῖοι, ἀντὶ νὰ στρέψουν τοὺς νέους καὶ τὶς νέες
στὴν μίμηση τῆς ἁγνότητος καὶ καθαρότητος τῆς Παναγίας μας, καὶ πρὸ
παντὸς στὴν μίμηση τοῦ Ἀρχιπαρθένου καὶ ἀναμαρτήτου Χριστοῦ, ὅπως ἔκαναν
μυριάδες ἁγίων καὶ ὁσίων, μερικοὶ καὶ μέσα στὸν γάμο, τοὺς μιλοῦν γιὰ
τὴν χαρὰ τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτα, νομιμοποιοῦν τὶς προγαμιαῖες σχέσεις, καὶ
ἀντί, ὡς μοναδικὴ λύση καὶ διέξοδο στὴν ὁλοφάνερη παιδαγωγικὴ ἀσθένεια
τοῦ aids, νὰ συστήσουν τὴν θεοδίδακτη καὶ ἁγιοφύλακτη ἐγκράτεια, τὴν
φιλοκαλικὴ φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων, τοὺς συνιστοῦν ἄκουσον! ἄκουσον! τὴν
χρήση «προφυλακτικῶν»[11]. Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἐμποδίζουν ἔτσι τοὺς
νέους νὰ ἔλθουν σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, νὰ σωθοῦν, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι
ἀδύνατο νὰ ἑνωθεῖ μὲ κάτι ἀκάθαρτο; Γι᾽ αὐτὸ περίμενε νὰ ἐμφανισθεῖ ἡ
ἁγνὴ καὶ ἄσπιλη καὶ ἀειπάρθενος Θεοτόκος ποὺ δὲν ἐγνώρισε ἄνδρα, γιὰ νὰ
ἔλθει σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία
τῆς Ἐκκλησίας, πρὶν ἀπὸ τὸν εὐλογημένο γάμο καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν γάμο, οἱ
σαρκικὲς σχέσεις εἶναι ἐφάμαρτες καὶ ἀκάθαρτες, εἶναι πορνεῖες καὶ
μοιχεῖες. «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος· πόρνους δὲ καὶ
μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός»[12].
Ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση καὶ τὸ
ἦθος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου πρέπει ὅλοι οἱ ὑπεύθυνοι τῆς νεότητος τῶν
Ἱερῶν Μητροπόλεων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ γονεῖς καὶ
διδάσκαλοι νὰ τὰ καταγράψουμε μὲ μεγάλα γράμματα σὲ πίνακες καὶ νὰ τὰ
ἀναρτήσουμε δίπλα στὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας, στὶς αἴθουσες διδασκαλίας,
καὶ ἐδῶ στὴν δική μας, ὡς παράδειγμα καὶ κίνητρο καὶ ὑπόμνηση
χριστιανικῆς τελειότητος. Ἂς τὸν ἀκούσωμε: «Ὦ θεῖον ἔμψυχον ἄγαλμα, ἐφ᾽
ᾧ ὁ δημιουργὸς εὐφράνθη Θεός, νοῦν μὲν ἔχον θεοκυβέρνητον καὶ μόνῳ Θεῷ
προσανέχοντα· ἐπιθυμίαν ἅπασαν τεταμμένην πρὸς τὸ μόνον ἐφετόν τε καὶ
ἀξιέραστον· τὸν θυμὸν κατὰ μόνης τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ ταύτην κυήσαντος.
Ζωὴν τῆς φύσεως κρείττονα ἕξεις. Ἕξεις γὰρ οὐ σαυτῇ· οὐ γὰρ σαυτῆς ἕνεκα
γεγέννησαι. Ὅθεν ἕξεις Θεῷ, δι᾽ ὃν εἰς τὸν βίον ἐλήθυθας· δι᾽ὃν τῇ
παγκοσμίῳ ἐξυπηρετήσεις σωτηρίᾳ, ὅπως ἡ ἀρχαία βουλὴ τοῦ Θεοῦ, τῆς τοῦ
Λόγου σαρκώσεως, καὶ τῆς ἡμῶν θεώσεως, διὰ σοῦ πληρωθῇ. Ὄρεξις τοῖς
θείοις λόγοις ἐντρέφεσθαι, καὶ τούτοις πιαίνεσθαι, ὡς ἐλαία κατάκαρπος
ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ, ὡς ξύλον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν
ὑδάτων τοῦ Πνεύματος, ὡς ξύλον ζωῆς, ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ ἔδωκεν ἐν τῷ
προωρισμένῳ καιρῷ αὐτοῦ· Θεὸν σεσαρκωμένον, τὴν αἰώνιον ἁπάντων ζωήν.
Πάντα λογισμὸν τρόφιμον καὶ ψυχωφελῆ ἔχουσα καὶ πάντα περιττὸν καὶ
ψυχοβλαβῆ πρὶν γεύσασθαι ἀποκρίνουσα. Ὀφθαλμοὶ διὰ παντὸς πρὸς Κύριον,
φῶς ὁρῶντες ἀένναον καὶ ἀπρόσιτον. Ὦτα τὸν θεῖον ἀκούοντα λόγον, καὶ
τερπόμενα τῇ κιθάρᾳ τοῦ Πνεύματος, δι᾽ ὧν ὁ Λόγος εἰσῆλθε
σαρκωθησόμενος. ῾Ρῖνες τῇ ὀσμῇ τῶν μύρων τοῦ νυμφίου θελγόμεναι, ὅς ἐστι
μῦρον θεῖον ἑκουσίως κενούμενον καὶ χρίον τὴν ἑαυτοῦ ἀνθρωπότητα. Μῦρον
γὰρ ἐκκενωθὲν ὄνομά σου, φησὶν ἡ Γραφή. Χείλη αἰνοῦντα τὸν Κύριον καὶ
τοῖς αὐτοῦ κολλώμενα χείλεσι. Γλῶσσα καὶ φάρυγξ λόγους Θεοῦ διακρίνουσαι
καὶ θείας γλυκύτητος ἐμφορούμεναι. Καρδία καθαρὰ καὶ ἀμόλυντος, ὁρῶσα
καὶ ποθοῦσα Θεὸν τὸν ἀμόλυντον. Γαστήρ, ἐν ᾗ ὁ ἀχώρητος ᾤκησεν, καὶ
μαστοὶ γάλακτος, ἐξ ὧν ἐτράφη Θεός, τὸ παιδίον Ἰησοῦς. Πύλη Θεοῦ,
ἀειπαρθενεύουσα. Χεῖρες Θεὸν φέρουσαι καὶ γόνατα θρόνος τῶν Χερουβὶμ
ὑψηλότερος· δι᾽ ὧν ἴσχυσαν χεῖρες ἀνειμέναι καὶ γόνατα παραλελυμένα.
Πόδες, ὡς λύχνῳ φωτὸς τῷ τοῦ Θεοῦ ποδηγούμενοι νόμῳ καὶ ὀπίσω αὐτοῦ
ἀνεπιστρόφως τρέχοντες, ἕως πρὸς τὴν ποθοῦσαν τὸν ποθούμενον εἵλκυσαν.
Ὅλη παστὰς τοῦ Πνεύματος. Ὅλη πόλις Θεοῦ ζῶντος, ἣν εὐφραίνουσι τοῦ
ποταμοῦ τὰ ὁρμήματα· τῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος χαρισμάτων κύματα· ὅλη
καλή, ὅλη πλησίον Θεοῦ. Αὕτη γὰρ ὑπεραναβᾶσα τὰ Χερουβὶμ καὶ τῶν
Σεραφὶμ ὑπεραρθεῖσα πλησίον Θεοῦ ἐχρημάτισεν. Χαίροις, Μαρία, γλυκύτατον
τῆς Ἄννης θυγάτριον· πρὸς σὲ γὰρ αὖθις ὁ πόθος ἀνθέλκει με. Πῶς
ἐξεικονίσω σου τὸ σεμνότατον βάδισμα, πῶς τὴν στολήν; πῶς τὸ πρόσωπόν
σου τὸ χάριεν; γηραλέον φρόνημα ἐν νεάζοντι σώματι· στολὴ κοσμία πᾶσαν
θρύψιν καὶ μαλακίαν φεύγουσα. Βῆμα σεμνὸν καὶ ἀτάραχον, καὶ πάσης
βλακείας ἐλεύθερον. Ἦθος ἐστυμμένον, ἱλαρότητι σύμμικτον, ἀνδράσιν
ἀπρόσιτον. Καὶ μάρτυς ὁ φόβος ὁ ἐπισυμβὰς τῷ ἀσυνήθει τοῦ ἀγγέλου
προσφθέγματι. Γονεῦσιν εὐήνιος καὶ ὑπήκοος. Φρόνημα ταπεινὸν ἐν
θεωρίαις ὑψηλοτάταις. Λόγος ἱλαρὸς ἐξ ἀοργήτου ψυχῆς προσφερόμενος. Καὶ
τί γε ἄλλο ἢ ἄξιον τοῦ Θεοῦ καταγώγιον; Σὲ ἀξίως πᾶσαι αἱ γενεαὶ
μακαρίζουσιν, ὡς ἐπίλεκτον δόξαν τῆς ἀνθρωπότητος. Σὺ ἱερέων καύχημα,
Χριστιανῶν ἐλπίς, παρθενίας πολυφόρον φύτευμα. Διὰ σοῦ γὰρ τὸ καλὸν τῆς
παρθενίας πεπλάτυνται. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ
καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Οἱ ὁμολογοῦντές σε Θεοτόκον εὐλόγηνται, οἱ
ἀρνούμενοι κεκατήρανται»[13].
3. Ὁ γάμος καὶ τὰ περὶ τὸν γάμον ἐρωτικὰ γνώρισμα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου
Δὲν ὁλοκληρώνουμε τὸ θέμα ἐδῶ. Ἀπομένει νὰ ἀναπτύξουμε ὅτι ὁ γάμος καὶ
τὰ περὶ τὸν γάμο ἐρωτικά, στὰ ὁποῖα δίδουν τόση σημασία μερικοὶ κληρικοὶ
καὶ θεολόγοι τοῦ κινήματος τῶν Νεορθοδόξων, ὀπαδοὶ τοῦ καθηγητοῦ
Γιανναρᾶ, δὲν συνδέονται μὲ τὴν ὑγιῆ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὴν
ἀσθενήσασα, μὲ τὴν πεπτωκυῖα τοῦ πεσόντος Ἀδάμ. Δὲν εἶναι προηγούμενο
θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἑπόμενο. Εἶναι θεραπευτικὸ μέσο, φάρμακο, καὶ ὄχι
αἰώνιο γνώρισμα καὶ συστατικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ ὁμόφωνη σχεδὸν γνώμη
τῶν Ἁγίων Πατέρων «ἐν Παραδείσῳ ἡ παρθενία ἐπολιτεύετο»[14]. Γι᾽ αὐτὸ ὁ
νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ὅπως καὶ ὁ παλαιός, δὲν ἐτέχθη ἐκ σπέρματος
ἀνδρός, ἀλλὰ συνελήφθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἀσπόρως καὶ ἀνάνδρως, καὶ
ἔμεινε διὰ βίου παρθένος, γιὰ νὰ ἀνοίξει τὸν νέο αἰώνα τῆς βασιλείας τοῦ
Θεοῦ, ὅπου τὰ πρωτεῖα ἔχει ὄχι ὁ γάμος, ἀλλὰ ἡ παρθενία, χωρὶς βέβαια
νὰ παραγνωρίζεται ὁ θεραπευτικὸς καὶ θετικὸς χαρακτήρας τοῦ γάμου γιὰ
τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀδυνάτους. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέγει ὅτι ὅσοι ἀπὸ τὴν
παροῦσα ζωὴ θέλουν νὰ ζοῦν τὴν μέλλουσα, ὅσοι ἔχουν ἐσχατολογικὴ
προοπτική, δὲν ἐμπλέκονται εἰς τὰ τοῦ γάμου, ἀλλὰ ζοῦν ἐδῶ ἀγγελικὴ ζωή,
ἄζυγη, ὅπως οἱ Μοναχοί, τῶν ὁποίων ὁ βίος χαρακτηρίζεται ὡς ἀγγελικός:
«Οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται· οἱ δὲ καταξιωθέντες
τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε
γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται· οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γὰρ
εἰσι· καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες»[15]. Καὶ ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, διδάσκει ὅτι τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν καλὸ
εἶναι νὰ μὴν συνάπτει κανεὶς γάμο· ἐπειδὴ ὅμως ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς
πορνείας, ἐπιτρέπεται, χωρὶς νὰ ἐπιβάλλεται, ὁ γάμος. Συνιστᾶ στοὺς
ἀγάμους καὶ στὶς χῆρες νὰ τὸν μιμηθοῦν στὴν ἀγαμία, ἡ ὁποία ἀποτρέπει
ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ δημιουργεῖ ἀμεριμνία καὶ μεγαλύτερη ἀφοσίωση στὸν
Κύριο: «Περὶ ὧν ἐγράψατέ μοι, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι· διὰ δὲ
τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον
ἄνδρα ἐχέτω... τοῦτο δὲ λέγω κατὰ συγγνώμην οὐ κατ᾽ ἐπιταγήν. Θέλω γὰρ
πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν. Ἀλλ᾽ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει
ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως... Θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι· ὁ
ἄγαμος μεριμνᾶ τὰ τοῦ Κυρίου· ὁ δὲ γαμήσας τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ
γυναικί»[16].
Ἤδη ἀπὸ τὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου φαίνεται ὅτι ὁ γάμος εἶναι κατὰ
συγγνώμην, συγχωρεῖται, δὲν συνιστᾶται. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει ἐπ᾽ αὐτοῦ
καμμία ἀμφιβολία, παραθέτουμε καὶ γνώμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῶν ὅσων λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους: «Εἰ
μὲν γὰρ τὸ καλὸν καὶ σφόδρα ὑπερέχον ζητεῖς, βέλτιον μηδ᾽ ὅλως ὁμιλεῖν
γυναικί· εἰ δὲ τὸ ἀσφαλὲς καὶ βοηθοῦν σου τῇ ἀσθενείᾳ, ὁμίλει γάμῳ»[17].
Ἔχουν ὅλα αὐτὰ καμμία σχέση μὲ ὅσα διδάσκουν μερικοὶ πλανεμένοι
ἐπίσκοποι, πνευματικοὶ καὶ θεολόγοι, γιὰ τὴν χαρὰ τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτα,
γιὰ τὴν νομιμοποίηση τῶν προγαμιαίων σχέσεων, γιὰ τὸν σαρκικὸ ἔρωτα, ὡς
ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς στὸν θεῖο ἔρωτα. Πῶς ἔφθασαν
στὸν θεῖο ἔρωτα ἡ ὑπέραγνη καὶ ἀειπάρθενος Θεοτόκος καὶ τὰ πλήθη τῶν
ὁσίων ἀσκητῶν καὶ ἀσκητριῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους ψάλλει ἡ Ἐκκλησία ὅτι σ᾽
αὐτοὺς «διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα», διότι ἀκολούθησαν τὸν ἐσταυρωμένο βίο,
ὅπου δὲν ὑπάρχουν σωματικοὶ ἔρωτες καὶ χαρές, ἀλλὰ σωματικὴ κακοπάθεια
καὶ δάκρυα, καὶ ὅτι ἐδίδαξαν μὲ τὴν ζωή τους «ὑπερορᾶν μὲν σαρκὸς
παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς πράγματος ἀθανάτου»[18]; Πῶς
ἐπιλέγουν καὶ σήμερα τόσοι νέοι ἄνθρωποι τὸν ἄζυγο μοναχικὸ βίο, γιὰ νὰ
βιώσουν εὐκολώτερα καὶ καλύτερα τὸν θεῖο ἔρωτα; Ἂν ὁ ἀνθρώπινος, ὁ
γαμικὸς ἔρωτας, ἦταν ἀπαραίτητος καὶ ἀναγκαῖος, δὲν θὰ τὸν συνιστοῦσαν
καὶ μὲ τὴ ζωὴ καὶ μὲ τὴν διδασκαλία τους; Δὲν ὑπάρχει καμμία σχέση
μεταξὺ τοῦ σαρκικοῦ καὶ τοῦ θείου ἔρωτος. Ὁ ἕνας εἶναι γνώρισμα τῆς
ἄρρωστης, τῆς πεπτωκυΐας ἀνθρώπινης φύσης καὶ ὁ ἄλλος εἶναι πνευματικὸ
χάρισμα καὶ κατόρθωμα τῶν καθαρῶν καὶ ἁγίων˙ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς
ἁγνῆς καὶ ἀσπίλου, καὶ τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἄφησαν τὰ κοσμικὰ καὶ τὰ
πρόσκαιρα καὶ ὑψώθηκαν πρὸς τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια. Ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας
ποὺ συνδέεται μὲ τὴν γενετήσια λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἀκούσια
καὶ ἐμπαθὴς κίνηση κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἀνυπάκουη στὸν νοῦ καὶ
στὴ λογική, μολονότι μερικοὶ τὴν δουλαγωγοῦν μὲ τὴ βία, ἀπὸ ἄλλους δὲ
ἀσκεῖται σωφρόνως, μόνον πρὸς παιδοποιΐαν, ὁπωσδήποτε ὅμως εἶναι φθορὰ
καὶ συνδέεται μὲ τὴν φθορὰ καὶ γεννᾶ φθορά, καὶ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ
κίνηση τοῦ Ἀδάμ, ποὺ δὲν ἐφύλαξε τὴν τιμὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὴν
ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἐξομοιώθηκε μὲ τά κτήνη[19].
Τὰ θεϊκὰ δὲν γνωρίζονται μόνον μέσῳ τῶν κτιστῶν λέγει σὲ ἄλλη συνάφεια ὁ
αὐτὸς θεῖος πατὴρ πρὸς τὸν Βαρλαάμ, ποὺ ἠρνεῖτο τὴν μέσῳ τῆς ἀκτίστου
Χάριτος καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ γνώση καὶ μέθεξη τοῦ Θεοῦ, ὅπως
ἰσχυρίζονται οἱ σύγχρονοι Νεορθόδοξοι γιὰ τὸν γήϊνο ἔρωτα ὡς ἀπαραίτητο
στάδιο γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς στὸν θεῖο ἔρωτα. Εἶναι συντριπτικὴ καὶ
κατεδαφιστικὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ πρὸς τόν Βαρλαὰμ καὶ
τοὺς συγχρόνους Νεοβαρλααμίτες. Ἄν, λέγει, μόνο μέσῳ τῶν κτισμάτων
γνωρίζουμε τὸν Θεό, τότε θὰ πρέπει νὰ μὴν κατανοεῖ καὶ τὴν συνάφεια Θεοῦ
καὶ Ἐκκλησίας αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ἐμπειρία τοῦ γάμου, ἐπειδὴ δὲν θὰ
ξέρει τὶς σχετικὲς ἀναλογίες καὶ ὁμοιότητες, καὶ ἔτσι θὰ συμβουλεύσεις
ὅλους νὰ ἀποφεύγουν τὴν ἁγνότητα καὶ παρθενία, γιὰ νὰ βροῦν τὴν
θεογνωσία σου, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν οἱ σύγχρονοί μας Νεοβαρλααμίτες. Θὰ
σὲ ἐλέγξη ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἦταν ἄγαμος, πρῶτος εἶπε
ὅτι ὁ γάμος εἶναι μυστήριο μέγα, ποὺ ἐξεικονίζει τὸν δεσμὸ Χριστοῦ καὶ
Ἐκκλησίας: «Πῶς οὖν ἐκ τῶν κτισμάτων μόνων γινώσκομεν Θεόν, καὶ οὐκ ἐξ
ὧν τοῦτον ἀγνοοῦμεν, ἀλλ᾽ ἐξ ὧν γινώσκομεν; ῏Αρ᾽ εἰ καὶ μὴ γάμου τις
λάβει πεῖραν, οὐ τὴν Θεοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν οἶδε συνάφειαν, ἐπεὶ τὴν
ἀναλογίαν ἐξ ἐκείνου συνορᾶν οὐκ ἔχει καὶ συμβουλεύσεις πάντας φεύγειν
τὴν παρθενίαν, ἵνα τὴν σὴν θεογνωσίαν εὕρωσιν; Ἀλλ᾽ ὑπὸ Παύλου
ἐξελεγχθήσῃ, ὃς ἄγαμος ὤν, ˝τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί˝ πρῶτος
ἐξεβόησεν, ˝ἀλλ᾽ εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν˝»[20].
4. Ἡ εἰκόνα τῆς «ἁγίας οἰκογένειας» προσβάλλει τὴν ἁγνότητα τῆς Θεοτόκου καὶ στέλνει «νεοεποχίτικα» μηνύματα
Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἐπίκαιρη διάσταση στὸ θέμα μὲ τὴν ὁποία θὰ
τελειώσω. Ὅσοι εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε ἀπὸ δόλο καὶ ὑπόδειξη τοῦ ἐχθροῦ τῆς
σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων ἐμπλέκουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὰ ἐρωτικὰ καὶ
σαρκικά, μὲ τὰ ὁποῖα χάνουν τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας, τῆς ἑνώσεως μὲ
τὸν τέλειο καὶ καθαρώτατο Θεό, ἀνακάλυψαν τώρα καὶ ἄλλο τρόπο
ὑποστηρίξεως τῆς πλανεμένης διδασκαλίας τους, ποὺ ἀποτελεῖ βλασφημία
στὸ πάναγνο, ἄσπιλο καὶ καθαρώτατο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Τὸν τελευταῖο
καιρὸ ἁγιογραφοῦν καὶ διαδίδουν μαζικὰ τὴν εἰκόνα τῆς «ἁγίας
οἰκογενείας». Ἡ εἰκόνα αὐτή, ἄγνωστη στὴν βυζαντινὴ εἰκονογραφικὴ
παράδοση καὶ προερχόμενη ἀπὸ τὴ Δύση, ἀπ᾽ ὅπου προέρχονται καὶ ἄλλες
αἱρετικὲς ἀπεικονίσεις, παρουσιάζει ἐναγκαλιζόμενους, σὲ ἀνάρμοστη γιὰ
τὴν Παναγία οἰκειότητα, τὸν μνήστορα Ἰωσήφ, τὴν Παναγία καὶ τὸ παιδίον
Ἰησοῦ. Σκοπὸς τῶν ἐμπνευστῶν της εἶναι νὰ σπείρουν ἀμφιβολίες γιὰ τὴν
σχέση τῆς Θεοτόκου μὲ τὸν Ἰωσήφ, ποὺ δὲν ἦσαν σχέσεις συζύγων, καὶ νὰ
ἀμφισβητήσουν ἔτσι τὴν ἁγνότητα καὶ καθαρότητα, τὴν ἀειπαρθενία τῆς
Θεοτόκου, μὲ τὰ ἀνάλογα ἠθικὰ μηνύματα καὶ κίνητρα πρὸς τοὺς νέους
ἀνθρώπους, συμπληρώνοντας καὶ ἀνανεώνοντας τὶς περὶ ἔρωτος αἱρετικὲς
θέσεις τῶν Νεορθοδόξων. Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ στὸ θέμα αὐτό, διότι ἑτοιμάζεται
ἤδη βιβλίο ἀπὸ εὐλαβῆ λόγιο μοναχό, γιὰ τὴν ὕποπτη αὐτὴ καὶ βλάσφημη
ἀπεικόνιση, τὸ ὁποῖο θὰ παρουσιάσω ἐντὸς τῶν προσεχῶν ἡμερῶν κάτω στὸ
Ἀρχονταρίκι[21].
Ἐπίλογος. Ἀπὸ τὰ σαρκικὰ στὰ πνευματικά.
Θὰ τελειώσω, ὅπως τελειώνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς τὸν μικρὸ Λόγο του
εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Πανυπεράγνου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ποὺ ταιριάζει
καὶ γιὰ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως καὶ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ἦθος καὶ
τὴν πνευματικὴ τελειότητα καὶ διδασκαλία ἁγίου ἀρχιερέως ποὺ ἐποίμανε
τὴν Θεσσαλονίκη καὶ θὰ ἦταν πολὺ αὐστηρὸς πρὸς ὅσους προβάλλουν τὰ
σαρκικὰ καὶ τὰ γήϊνα καὶ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν χαρὰ τοῦ ἔρωτα. «Ἂς
μετακομίσουμε, λέγει, καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἀπὸ τὴ γῆ εἰς τὰ ἄνω· ἂς
μεταφερθοῦμε ἀπὸ τὰ σαρκικὰ στὰ πνευματικὰ· ἂς μεταθέσουμε τὸν πόθο μας
ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ μόνιμα· ἂς καταφρονήσουμε τὶς σαρκικὲς ἡδονές, ποὺ
εἶναι δόλωμα γιὰ τὶς ψυχές, ἀλλὰ παρέρχονται γρήγορα· ἂς ἐπιθυμήσουμε τὰ
πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ μένουν ἄφθαρτα· ἂς ἀποσπάσουμε ἀπὸ τὶς γήϊνες
φροντίδες τὴ σχέση καὶ τὴν διάνοιά μας· ἂς τὴν ἀνεβάσουμε στὰ οὐράνια
ἄδυτα, σ᾽ ἐκεῖνα τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ποὺ κατοικεῖ τώρα ἡ Θεοτόκος. Ἔτσι
θὰ φθάσουν πρὸς Αὐτὴν ἐπωφελῶς γιὰ μᾶς καὶ μὲ θεάρεστη παρρησία τὰ
ἄσματα καὶ οἱ δεήσεις μας. Καὶ ἔτσι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παρόντα θὰ
κληρονομήσουμε μὲ τὴν μεσιτεία της καὶ τὰ μέλλοντα καὶ μένοντα ἀγαθὰ
˝χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ ἐξ αὐτῆς ὑπὲρ ἡμῶν τεχθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ
τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ᾧ πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ
Πατρὶ καὶ τῷ συναϊδίῳ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς
αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν˝»[22].
* Ὁμιλία στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγίου Ἀντωνίου κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου 2013, ἡμέρα Κυριακή)
[1]. Λουκᾶ 1, 39-56.
[2]. Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου 10, PG 96, 677, ΕΠΕ 9,
202: «Σιγάτω Σολομὼν ὁ σοφώτατος καὶ μὴ λεγέτω· "Μηδὲν καινὸν ὑπὸ τὸν
ἥλιον"» (Ἐκκλ. 6, 10).
[3]. Ιωαννου Δαμασκηνου, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως 45, ΕΠΕ
1, 282: «Καὶ Θεὸς ὢν τέλειος ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καὶ ἐπιτελεῖται
τὸ πάντων καινὸν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον».
[4]. Περὶ αὐτῶν βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Διαθρησκειακὲς
Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων,
Θεσσαλονίκη 2003.
[5]. Πράξεις 4, 11-12.
[6]. Ἰω. 6, 67-68.
[7]. Ὁμιλία ΝΒ´ κατὰ τὴν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἴσοδον τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου 6, ΕΠΕ 11, 244ἑ.
[8]. Ὁμιλία ΝΓ´ Εἰς τὴν πρὸς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἴσοδον καὶ τὸν ἐν αὐτοῖς
θεοειδῆ βίον τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου
Μαρίας 10, ΕΠΕ 11, 274: «Ὥσπερ γὰρ βουληθεὶς ὁ Θεὸς εἰκόνα στήσασθαι
παντὸς καλοῦ καὶ τὴν περὶ ταῦτα δύναμιν καθαρῶς ἐνδείξασθαι καὶ ἀγγέλοις
καὶ ἀνθρώποις, ὁρατῶν καὶ ἀοράτων κοινὸν ὑποστήσας κόσμον, μᾶλλον δὲ
θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων ἁπασῶν χαρίτων κοινὸν ὑποδείξας κρᾶμα καὶ
καλλονὴν ὑπερτέραν, ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦσαν κόσμους, οὕτω ταύτην οὕτω
παγκάλην ὄντως ἐξειργάσατο πάντα συνελών, οἷς πάντα διελὼν ἐκόσμησε
τρόπον τῆς αὐτῷ διαφερούσης μόνῳ δημιουργικῆς δυνάμεως ἡμῖν ἐπιδεικνὺς
ἐξαίσιον καὶ ὄντως προσήκοντα τῇ τοῦ φωτὸς μητρί».
[9]. Λουκᾶ 1, 34-35.
[10]. Ὁμιλία ΝΓ´ ἔνθ᾽ ἀνωτ. 18ἑ., ΕΠΕ 11, 282ἑ.
[11]. Βλ. τὶς θέσεις ὑπὲρ τῆς χρήσεως «προφυλακτικῶν» τοῦ πατριάρχου
Βαρθολομαίου στὸ βιβλίο τοῦ Olivier ClÉment, «Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει
ὑμᾶς». Συνομιλώντας μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο Α´,
ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1997, σελ. 172-173.
[12]. Ἑβρ. 13-4. Ὑπάρχει ἐγκύκλιος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπορριπτικὴ τῶν ὅσων εἶπε σὲ συνέντευξή του σὲ
πορνογραφικὸ περιοδικὸ τὸ 1998 ὁ τότε μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος
(νῦν τιτουλάριος Δωδώνης) ὑπὲρ τῶν προγαμιαίων σχέσεων, στὴν ὁποία
κατηγορηματικὰ καὶ ἀπερίφραστα καταδικάζονται οἱ προγαμιαῖες καὶ
ἐξωγαμιαῖες σχέσεις μὲ καλὴ ἁγιογραφικὴ καὶ πατερικὴ θεμελίωση:
«Ὑπογραμμίζεται διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ καταδικάζει ἀπεριφράστως τὰς προγαμιαίας σχέσεις, δηλονότι τὰς
πρὸ καὶ ἐκτὸς τοῦ εὐλογημένου γάμου σαρκικὰς σχέσεις, θεωροῦσα αὐτὰς
ἐφαμάρτους καὶ ἀντιβαινούσας εὐθέως α) εἰς τὴν σωτήριον διδασκαλίαν τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ β) εἰς τὰς Κανονικὰς Διατάξεις τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ γ) εἰς τὴν ἐν γένει Παράδοσιν
τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὸ θεοπαράδοτον ἦθος Αὐτῆς». Βλ.
Θεοδρομία 1(1999) 84ἑ., ὅπου καὶ ἄλλα σχετικὰ κείμενα.
[13]. Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας 9-11, PG 96, 676–680.
[14]. Βλ. σχετικῶς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Τέχνη Παρθενίας,
Γάμος καὶ ἀγαμία εἰς τὰ Περὶ Παρθενίας πατερικὰ ἔργα, Θεσσαλονίκη 1977,
σελ. 242ἑ. Τοῦ αὐτοῦ, Μοναχισμὸς. Μορφὲς καὶ θέματα, Θεσσαλονίκη 1998,
σελ. 48.
[15]. Λουκᾶ 20, 34-36. Ματθ. 22, 30. Μάρκ. 12, 24-25.
[16]. Λουκᾶ 20, 34-36. Ματθ. 22, 30. Μάρκ. 12, 24-25.
[17]. Εἰς Α´ Κορ. Ὁμ. 19, 1, PG 61, 151.
[18]. «Ἐν σοὶ πάτερ (ἢ μῆτερ) ἀληθῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα. Λαβὼν γὰρ
τὸν Σταυρὸν ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ καὶ πράττων ἐδίδασκες ὑπερορᾶν μὲν
σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου. Διὸ
καὶ μετὰ ἀγγέλων συναγάλλεται, ὅσιε Ὀνούφριε τὸ πνεῦμα σου».
[19]. Ὁμιλία ΝΒ´, 7, ἔνθ᾽ ἀνωτ., ΕΠΕ 11, 246-248: «Ἡ γὰρ κατὰ σάρκα πρὸς
γένεσιν κίνησις, ἀκούσιος οὖσα καὶ τῷ νόμῳ τοῦ νοὸς ἀπειθής, εἰ καὶ
παρά τινων βίᾳ δουλαγωγεῖται, ἔστι δὲ οἷς καὶ πρὸς παιδοποιΐαν μόνην
σωφρόνως ἀνίεται, ἀλλὰ τὰ σύμβολα τῆς ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐπάγεται καταδίκης,
φθορὰ οὖσά τε καὶ λεγομένη καὶ πρὸς φθορὰν πάντως γεννῶσα, καὶ τοῦ μὴ
τηρήσαντος τὴν τιμήν, ἣν ἡμῶν ἡ φύσις ἔλαχε παρὰ Θεοῦ, ἀλλὰ τοῖς
κτήνεσιν ὁμοιωθέντος ἐμπαθὴς ὑπάρχουσα κίνησις».
[20]. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶν ἡσυχαζόντων 2, 3, 67, Π. Χρηστου, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1962, τόμ. 1, σελ. 601.
[21]. Τὸ βιβλίο ἤδη ἐκυκλοφορήθη, δημοσιεύεται δὲ σὲ συνέχειες καὶ στόν
«Ὀρθόδοξο Τύπο». Βλ. Μοναχου Σεραφειμ, Ἡ αἱρετικὴ ἀπεικόνιση τῆς «Ἁγίας
Οἰκογενείας». Γιατί εἶναι ξένη καὶ ἀπόβλητη, Θεσσαλονίκη 2013.
[22]. Ὁμιλίαι ΝΒ´, ἐκφωνηθεῖσα κατὰ τὴν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἴσοδον τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου 15, ΕΠΕ 11, 256.
https://www.impantokratoros.gr/7CB35C74.el.aspx