Ὕψωσις
τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, 14 Σεπτεμβρίου
ΣΗΜΕΡΑ
ἡ Ἐκκλησία μας ὑψώνει καὶ προβάλλει
τὸν τίμιο σταυρό. Πρὸ Χριστοῦ ὁ σταυρὸς
προκαλοῦσε φρίκη, διότι ἦταν ὄργανο
θανατικῆς ἐκτελέσεως. Μὲ τὴ θυσία
ὅμως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
ἄλλαξε τελείως· ἔγινε «κοσμοπόθητος»
(ὑμνολογ.).
Τί
εἶνε σήμερα ὁ σταυρός; Πάρτε κιμωλία
καὶ γράψτε στὸν πίνακα· σταυρὸς ἴσον
ἀγάπη, σταυρὸς ἴσον λευτεριά, σταυρὸς
ἴσον ἀλήθεια, σταυρὸς ἴσον φῶς, σταυρὸς
ἴσον ἐγκράτεια, σταυρὸς ἴσον σωφροσύνη,
σταυρὸς ἴσον σωτηρία, σταυρὸς ἴσον
λύτρωσις, σταυρὸς ἴσον… Ὅ,τι ὡραῖο
ὑπάρχει στὸν κόσμο, περιέχεται στὸ
σταυρό. Σταυρὸς ―δὲν εἶπα τίποτα―,
σταυρὸς ίσον ἡ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν.
Εἶνε τὸ σωσίβιο, ποὺ ἁρπάζει ὁ ἁμαρτωλὸς
γιὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν πλημμύρα τοῦ
κακοῦ.
Ὁ
Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ νὰ σώσῃ τὸν
κόσμο. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἀγαποῦν ὅλοι
τὸ σταυρό. Ὡρισμένοι τὸν μισοῦν. Ποιοί
τὸν μισοῦν; Ἄλλοι εἶνε φίλοι καὶ ἄλλοι
ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Ποιοί εἶνε ἐχθροὶ
τοῦ σταυροῦ;
*
* *
Εἶνε
πρῶτα – πρῶτα οἱ Τοῦρκοι. Ὅσοι ἀπὸ
σᾶς διαβάζετε ἱστορία, θὰ γνωρίζετε
ὅτι, ὅταν οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στὴν
Κωνσταντινούπολι, ἡ πρώτη δουλειά τους
ποιά ἦταν· πῆραν μιὰ σκάλα, ἀνέβηκαν
στὸν τροῦλλο τῆς Ἁγια – Σοφιᾶς ὅπου
ὑπῆρχε σταυρὸς φωτοβόλος, ξερρίζωσαν
τὸ σταυρό, καὶ ἔστησαν ἐκεῖ πάνω τὸ
μισοφέγγαρο. Μισοῦν θανασίμως τὸ σταυρὸ
οἱ Τοῦρκοι. Στὸν βίο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ
ἱστορεῖται τὸ ἑξῆς. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς
εἶχε τὴ συνήθεια νὰ στήνῃ μεγάλους
σταυρούς. Ἔξω ἀπὸ τὰ Τρίκαλα λοιπὸν
εἶχε στήσει ἕνα σταυρὸ ξύλινο. Ὅταν
πέρασε καὶ τὸν εἶδε ἕνας ἀγᾶς, πῆρε
ἕνα πριόνι, ἔκοψε τὸ σταυρὸ σὲ σανίδια
καὶ ξυλοπόδαρα, τὸν ἔκανε κρεβάτι, καὶ
κοιμόταν πάνω σ᾿ αὐτὸ ὁ ἀσεβέστατος.
Τὴ νύχτα ὅμως ἔγινε σεισμός, κι αὐτὸς
ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι ἔντρομος. Τὴν
ἄλλη μέρα μετανοημένος πῆρε τὰ κομμάτια,
τὰ πῆγε στὸ διο μέρος, τὰ συναρμολόγησε
καὶ ἔστησε πάλι τὸ σταυρό. Καὶ κάθε
βράδυ πλέον, ὁ ἀγᾶς, πήγαινε καὶ ἄναβε
καντήλι στὸ σταυρό.
Τὸ
σταυρὸ μισοῦν ἔπειτα οἱ Ἑβραῖοι καὶ
οἱ μασόνοι. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν σταυρό,
ἀλλὰ ἔχουν τὴν πεντάλφα καὶ τὸ
τρίγωνο.
Τὸν
μισοῦν ἀκόμα οἱ ἄθεοι καὶ ὑλισταί.
Θέλετε μία ἀπόδειξι; Αὐτοὶ δὲν ἔχουν
Θεὸ μέσα τους. Σ᾿ ἕνα κοιμητήριο τῶν
Ἀθηνῶν, στὸ ὁποῖο εἶχαν θάψει 1.400
ἀνθρώπους ποὺ ἐσφάγησαν τὰ σκληρὰ
χρόνια τῆς ἀνωμάλου ἐποχῆς, ἐπάνω
ἀπὸ τὰ μνήματα οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ
εἶχαν βάλει ἕνα μεγάλο σταυρό. Ἔ, πῆγαν
τὴ νύχτα ἄθεοι – ἄπιστοι καὶ ἀναρχικοὶ
καὶ τὸν τίναξαν στὸν ἀέρα!
Κ᾿
ἐμεῖς πάνω ἀπὸ τὴ Φλώρινα ἔχουμε
στήσει ἕνα σταυρὸ 30 μέτρα ὕψος, ποὺ ὁ
λαός μας τὸν εὐλαβεῖται. Ἔρχονται ἀπ᾿
ὅλη τὴν Ἑλλάδα κι ἀπὸ τὰ ξένα, κι
ἀνεβαίνουν πάνω στὸ βουνό, νὰ τὸν δοῦν
ἀπὸ κοντά. Κάτι Ἀμερικανοὶ μάλιστα
ἤθελαν νὰ κοιμηθοῦν κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη
του, γιὰ νὰ πάρουν εὐλογία. Ὅταν λοιπὸν
τὸν κατασκευάζαμε ἐκεῖ στὸν ἱστορικὸ
λόφο 1.020, κάποιος ἀντέδρασε. Δὲν ἀναφέρω
τὸ ὄνομά του, πατέρας εἶμαι. Εἶνε ἀπὸ
αὐτοὺς ποὺ κινήθηκαν νὰ μᾶς ἐξοντώσουν
γιὰ νὰ λείψουμε ἀπὸ τὴν πόλι, κάποιος
ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ αὐτοτιτλοφοροῦνται
διανοούμενοι. Αὐτός, ὅταν στήναμε τὸ
σταυρό, εἶπε· «Ὁ
δεσπότης θὰ μᾶς κάνῃ νεκροταφεῖο. Δὲ᾿
θέλουμε σταυροὺς ἐμεῖς…».
Καὶ κάποιος δημοσιογράφος τῆς
Θεσσαλονίκης ἔγραψε γιὰ τὴ Φλώρινα·
«Ἐκεῖ
ἀπάνω ἔχουν μεσαίωνα, ἐπικρατεῖ
σκοταδισμός…».
Ὑπάρχουν δὲ καὶ ἄλλοι ποὺ θέλουν
ἐπάνω ἐκεῖ στὸ λόφο νὰ φτιάξουν καζῖνα
καὶ ξενοδοχεῖα καὶ τουριστικὰ κέντρα.
Ἀλλὰ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως
εἴμεθα φύλακες τοῦ τιμίου σταυροῦ,
γιὰ νὰ εἶνε ὁ σταυρὸς τῆς Φλωρίνης
πάντοτε σκέπη καὶ φάρος ὁλοκλήρου τῆς
περιοχῆς. Διότι νά ᾿χουμε τὸ νοῦ μας·
ἐὰν ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ καὶ Ἕλληνες
δὲ᾿ σηκωθοῦμε ὅλοι καὶ δὲν κινηθοῦμε
ἐγκαίρως, ὅ,τι ἔγινε στὴν Ἀθήνα, ποὺ
τίναξαν τὸ σταυρὸ στὸν ἀέρα, ―νὰ τὸ
θυμᾶστε― θὰ γίνῃ κ᾿ ἐδῶ. Ἐγὼ γέρος
ἄνθρωπος εἶμαι, θὰ πεθάνω, ἀλλὰ νὰ
ξέρετε πολὺ καλά, ὅτι ἔρχονται χρόνια
σκοτεινὰ καὶ ἀπαίσια στὴ φυλή μας·
καὶ ἂν κυριαρχήσουν οἱ σκοτεινὲς
δυνάμεις, θὰ δῆτε ὅτι θὰ ζητοῦν νὰ
διώξουν τὸ σταυρὸ ἀπὸ παντοῦ· ἐάν
ποτε πάρουν τὴν ἐξουσία καὶ κυβερνήσουν
τὸν τόπο μας ἄθεοι ὑλισταί, θὰ θελήσουν
νὰ γκρεμίσουν καὶ τὸ σταυρὸ ἐπάνω
στὸ ὕψωμα 1.020 τῆς Φλωρίνης. Ἀλλὰ ὄχι
ὄχι, δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψῃ ὁ Θεός!
Ὑπάρχουν Χριστιανοί, ὑπάρχουν Ἕλληνες,
ὑπάρχει πιστὸς λαός. Ἄντρες – γυναῖκες,
νέοι καὶ γέροντες, ὅλοι ν᾿ ἀντισταθοῦμε
σ᾿ αὐτὸ τὸ κῦμα, σ᾿ αὐτὴ τὴν
πλημμυρίδα, ὥστε ἡ Ἑλλὰς νὰ συνεχίσῃ
νὰ ἔχῃ ἔμβλημά της τὸν τίμιο σταυρό.
Καὶ ὄχι μόνο στὶς τάξεις τοῦ ἁπλοῦ
λαοῦ, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ἀξιωματούχων
καὶ τῶν ὑψηλὰ ἱσταμένων θὰ ὑπάρχουν
πάντοτε καὶ πιστοὶ διδάσκαλοι καὶ
καθηγηταί, καὶ πιστοὶ διανοούμενοι
καὶ ἐπιστήμονες, καὶ πιστοὶ στρατιωτικοὶ
σὰν τὸν ἅγιο Γεώργιο, τὸν ἅγιο Δημήτριο
καὶ τὸν ἅγιο Εὐστάθιο ποὺ εἶχαν τὸ
σταυρὸ ὅπλο καὶ σύμβολο ζωῆς καὶ
θυσίας· θὰ ὑπάρχουν καὶ Χριστιανοὶ
ἄρχοντες σὰν τὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο
ποὺ ἔκανε λάβαρο τὸν τίμιο σταυρὸ μὲ
τὸ «ἐν τούτῳ νίκα» καὶ τὴν ἁγία Ἑλένη
ποὺ βρῆκε καὶ τίμησε τὸν ζωηφόρο
σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Πρὸ πάντων δὲ θὰ ὑπάρχουν ἅγιοι
κήρυκες τοῦ σταυροῦ σὰν τὸν ἅγιο
Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Θὰ ὑπάρχουν μικροὶ
καὶ μεγάλοι ἀκόλουθοι καὶ μιμηταὶ
τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Στὴν
ἐποχή μας, τέλος, οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροὶ
τοῦ σταυροῦ εἶνε οἱ λεγόμενοι μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ ἢ χιλιασταί. Ἕνα παράδειγμα
μόνο θὰ φέρω. Ὅπως σὲ ἄλλες πόλεις
ἔτσι καὶ στὴ Θεσσαλονίκη ὑπάρχουν
ἐργαστήρια μαρμάρου, μαρμαράδικα. Σ᾿
ἕνα δὲ μαρμαράδικο ἐργάζονται ὡς
τεχνῖτες χιλιασταί. Αὐτοὺς λοιπόν,
καὶ λίρες νὰ τοὺς πληρώνῃς, ἑκατομμύρια
νὰ τοὺς δώσῃς, σταυρὸ δὲν κάνουν· τὰ
χέρια τους κόβουν, σταυρὸ δὲν φτειάνουν.
Αὐτὰ τὰ προϊόντα τῆς ἑβραϊκῆς
προπαγάνδας τοῦ σιωνισμοῦ μισοῦν
θανασίμως τὸ σταυρό.
*
* *
Ἰδού
λοιπὸν ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Καὶ ὣς
ἐδῶ σᾶς μίλησα, ἀγαπητοί μου, γιὰ
γνωστοὺς καὶ δεδηλωμένους ἐχθρούς·
Τοῦρκοι, Ἑβραῖοι, σιωνισταί, μασόνοι,
χιλιασταί, ὑλισταί, ἄθεοι, ἀναρχικοί,
αὐτοὶ εἶνε φανεροὶ καὶ κεκηρυγμένοι
ἐχθροί. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ κάποιοι
ἄλλοι, ποὺ ἔχουν ἀκήρυκτη ἔχθρα κατὰ
τοῦ σταυροῦ. Αὐτοί, λέει δακρυσμένος
ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶνε σὲ χειρότερη
μοῖρα. Ποιούς ἐννοεῖ;
Ἐννοεῖ
ὅσους ἀγαποῦν τὴν καλοπέρασι καὶ τὴ
δόξα τοῦ κόσμου. Αὐτοί, ἐνῷ βαπτίσθηκαν
ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ντρέπονται νὰ
φέρουν πάνω τους τὸ σταυρό, ντρέπονται
νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ὅταν
περάσουν ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία ἢ ὅταν
καθήσουν γιὰ φαγητὸ σὲ ἑστιατόριο·
κάποιοι ἄλλοι κάνουν μὲν τὸ σημεῖο
τοῦ σταυροῦ, ἀλλ᾿ ὄχι κανονικῶς καὶ
ὀρθοδόξως. Αὐτοὺς «καὶ
κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ
τοῦ Χριστοῦ»
(Φιλιπ. 3,18), λέει ὁ Παῦλος. Καὶ ἐξηγοῦν
οἱ πατέρες· «Μερικοὶ
Χριστιανοὶ στοὺς Φιλίππους ζοῦσαν μὲ
ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις. Αὐτοὺς ὁ
ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ὀνομάζει ἐδῶ
“ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ”·
διότι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀπαιτεῖ
ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἔχουν ψυχὴ
ἀποφασισμένη γιὰ θάνατο καὶ διψασμένη
γιὰ κινδύνους καὶ βάσανα, ἐκεῖνοι
ὅμως ἦταν ἀμελεῖς καὶ ἀποχαυνωμένοι
καὶ ζοῦσαν μιὰ ζωὴ ἀντίθετη μὲ τὸ
σταυρό. Ἂν ἀγαποῦσαν τὸ σταυρό, ἀσφαλῶς
θὰ ἤθελαν νὰ ζοῦν μιὰ ζωὴ ἐσταυρωμένη,
δηλαδὴ τεθλιμμένη καὶ νεκρωμένη. Ἂς
φρίξουμε, ἀδελφοί, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ
ποὺ τὰ διαβάζουμε αὐτά· διότι ὅποιος
ἀγαπᾷ τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὴν κοσμικὴ
ἄνεσι καὶ εὐτυχία, αὐτὸς εἶνε καὶ
ὀνομάζεται “ἐχθρὸς τοῦ σταυροῦ τοῦ
Χριστοῦ”»
(ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία
εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη 1990, τόμ. 2ος, σ. 589, σὲ
μετάφρασι).
Γι᾿
αὐτό, ἀδελφοί μου, ἂς ἀγαπήσουμε τὴν
κακοπάθεια τοῦ σταυροῦ. Μὴ ντρεπώμεθα
νὰ φέρουμε, νὰ ὁμολογοῦμε καὶ νὰ
ὑπερασπιζώμεθα τὸν τίμιο σταυρό. Ἀπὸ
τὸν Ἕβρο μέχρι τὴν Κρήτη, κι ἀπὸ τὴν
Κέρκυρα καὶ τὰ Ἀκροκεραύνεια τῆς
Βορείου Ἠπείρου μέχρι τὴν Κύπρο, παντοῦ
νὰ βασιλεύῃ ὁ σταυρός.
Ὅλοι
μαζί, μιὰ ψυχὴ – ἕνας λαός, ν᾿
ἀντισταθοῦμε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ
σταυροῦ, ὥστε ἡ Ἑλλὰς νὰ παραμείνῃ
ἔθνος σταυροφόρο στὴ γωνιὰ αὐτὴ τοῦ
κόσμου, ἕνας λαὸς χριστιανικός, δοξάζουσα
εἰς αἰῶνας αἰώνων τὸν Κύριον ἡμῶν
Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ αὐτός, διὰ πρεσβειῶν
τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν
ἁγίων, ἂς ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Παρασκευῆς πόλεως Φλωρίνης 14-9-1975)