Πρέπει νά προσευχόμεθα μέ ἁπλότητα καί φυσικότητα. Σάν νά κουβεντιάζουμε. Νά μήν ἀφήνουμε ποτέ τήν ἀνάγνωσή μας νά καταντάει μηχανική. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ δουλειά.
Πολλή δουλειά. Συνεχής καί ἀδιάκοπη δουλειά. Ἐπίμονη δουλειά.
Δουλειά ἐπάνω στόν ἑαυτό μας.
Καί νά παρακαλοῦμε: «Δίδαξέ με, Κύριε, νά προσεύχομαι. Δέν ξέρω νά προσεύχομαι». Αὐτός ὁ στεναγμός, αὐτός ὁ λυγμός, πρέπει νά βγαίνει χρόνια ἀπό τό στόμα μας.
Καί ὁ Κύριος θά μᾶς ἐπισκεφθεῖ.
Θά ἔλθει ξαφνικά. Θά διανοιγεῖ ὁ νοῦς μας. Καί θά μᾶς ἀποκαλύψει τό μυστικό:
πῶς πρέπει νά προσευχόμεθα, καί τί εἶναι ἡ προσευχή.
πῶς πρέπει νά προσευχόμεθα, καί τί εἶναι ἡ προσευχή.
Μερικές φορές αὐτό τό μυστικό μᾶς ἀποκαλύπτεται μέσα στή λειτουργία, ὅταν κοινωνοῦμε τῶν ἁγίων μυστηρίων. Καί ἄλλοτε στό σπίτι μας. Μᾶς ἀποκαλύπτεται μετά ἀπό συνεχή καί ἐπίμονο στεναγμό:
«Μάθε με, Κύριε, νά προσεύχομαι! Δίδαξέ με νά προσεύχομαι! Μόνο νά διαβάζω ξέρω. Νά προσεύχομαι, δέν ξέρω!»
Καί ὁ Κύριος θά μᾶς διδάξει, καί τί εἶναι ἡ προσευχή καί πῶς πρέπει νά προσευχόμεθα.
Μά τότε θά χρειαστεῖ, ἐσύ νά φύλαξεις πιά τόν ἑαυτό σου ἀπό κάθε θανάσιμη ἁμαρτία καί κάθε ἀπροσεξία… καί νά παρακαλεῖς, νά μήν σοῦ ξαναπάρει ὁ Θεός τό χάρισμα, τό μεγάλο αὐτό ἀπόκτημα, αὐτόν τόν ἁγιασμό τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ.