Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Ἀμοιβὴ ταπεινώσεως


Ἀνέκαθεν οἱ μοναχοὶ εἶχαν μεταξὺ τοὺς μιὰ εὐγενῆ ἅμιλλα. Ἤθελαν νὰ μιμιθοῦν, ὅσο πιὸ καλὰ μποροῦσαν, τὸν Ἀβρὰμ στὴ φιλοξενία.
Ὁ Ὅσιος Παϊσιος ἦταν μοναχὸς ἐντελῶς ἀκτήμων. Δὲν εἶχε τίποτα νὰ προσφέρει. Ἔκανε λοιπὸν φιλοτιμία του, νὰ φιλοξενεῖ τοὺς ξένους του μὲ τὴν βαθειά του ταπείνωση. Τοὺς ἔπλενε τὰ πόδια μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια. Τοὺς τὰ σκούπιζε καὶ τὰ φιλοῦσε.
Μιὰ μέρα τὸν ἐπισκέφθησαν τρεῖς ἄνθρωποι, ποὺ ἐφαίνονταν φτωχοὶ καὶ καταφρονεμένοι. Ὁ Ὅσιος, ὅπως πάντα, ἔφερε νερὸ καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς πλένει τὰ πόδια, λέγοντας τοὺς λόγια ἀγάπης, τιμῆς καὶ διδαχῆς πνευματικῆς. Ξαφνικὰ ὅμως τὰ ἔχασε. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἔπλενε τὰ πόδια, ἔσκυψε, τὸν ἀγκάλιασε στοργικὰ καὶ τὸν ἐφίλησε γλυκά. Ἀπόρησε ὁ Ὅσιος. Ἐγύρισε νὰ δεῖ. Καὶ εἶδε τὸν Σωτήρα καὶ Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ ὅλη του τὴ δόξα. Καὶ τοῦ εἶπε: -Εἰρήνη σοί, ἐκλεκτὲ δοῦλε μου Παϊσιε. Καὶ ἔγινε ἄφαντος.