Η παροιμία λέγει ότι τα «χούγια» δεν αλλάζουν μέχρι να πεθάνη ο άνθρωπος. Αυτή στην ουσία έχει δύο έννοιες. Πρώτον, εκφράζει ότι εμείς οι άνθρωποι τόσο πολύ αγαπάμε τις συνήθειές μας, ώστε οι ίδιοι δεν θέλομε να τις βγάλωμε, όχι ότι δεν βγαίνουν οι συνήθειες. Τις αγαπάμε τις συνήθειές μας, τις υποστηρίζουμε, μας αρέσουν και προτιμούμε καλύτερα να μας σφάξουν παρά να αλλάξωμε μία συνήθειά μας. Παρατηρήστε, όταν θελήσουν να μας αλλάξουν κάποια συνήθειά μας, κάποια σκέψι μας, κάποια γνώμη μας, πως αμέσως αντιδρούμε. Αμέσως ταραζόμαστε, γιατί την αγαπάμε την συνήθειά μας, όχι ότι αυτή δεν αλλάζει. Ίσα ίσα που η Αγία Γραφή λέγει ότι και ο ηλικιωμένος Νικόδημος η οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να ξαναγεννηθή λαμβάνοντας το βάπτισμα. Η Αγία Γραφή λέγει ότι καρδίαν καινή δίνει ο Θεός, κάνοντάς μας ανάπλασι του νου, του βαθυτέρου είναι μας, και έτσι γινόμεθα καινούργιοι ημέρα τη ημέρα. Επομένως, αλλάζει ο άνθρωπος. Δεύτερον, εκείνα που πράγματι δεν αλλάζουν είναι τα σωματικά και ψυχικά ιδιώματα του ανθρώπου –αμφότερα φυσικά είναι-, στα οποία χωράει ένα πράγμα, η δική μας κατάφασις: τα δέχομαι και προχωράω.
Εγώ παραδείγματος χάριν, πάω στο μοναστήρι αγράμματος και θέλω να παρουσιάζωμαι ως εγγράμματος. Τότε είναι φυσικό να αποτύχω. Διότι, εάν δεν έμαθα γράμματα μέχρι της ηλικίας των δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρόνων, μετά δεν μπορώ να μάθω. Δεν μπορώ να αποκαταστήσω την άγνοιά μου με μεταγενέστερες σπουδές, διότι θα γίνω χειρότερος. Να παραδεχτώ λοιπόν την αγραμματωσύνη μου και να πάω στο μοναστήρι ως αγράμματος. Εάν θελήσω να εξομοιωθώ με τους μορφωμένους, θα χάσω την ειρήνη μου. Υπάρχουν πολλά φυσικά ιδιώματα. Εκ φύσεως είμαι εξωστρεφής ή νωθρός ή έξυπνος ή αφελής ή ζωηρός ή σοβαρός ή έχω τούτο το κακό ή το καλό. Μεταβολή βέβαια σε αυτά γίνεται· αύξηση, πρόοδος, μείωσις γίνεται, αλλά όχι τελεία αλλαγή. Αυτά αποτελούν το περιεχόμενο που μας χάρισε ο Θεός, επί τη βάσει του οποίου θα προχωρήσωμε, και το οποίο θα χρησιμοποιήσωμε ως αντάλλαγμα, για να πάρωμε την χάρι του Θεού. Όταν λοιπόν λέμε, τα ανθρώπινα «χούγια» δεν αλλάζουν, εννοούμε: ή ότι δεν θέλουν οι άνθρωποι αλλαγή, ή ότι πρόκειται περί φυσικών και ψυχικών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Αυτά δεν μας εμποδίζουν στον δρόμο μας. Αυτά είναι το χωράφι, το οποίο πρέπει να καλλιεργήσουμε· δεν χρειάζεται να αλλάξουν αυτά, μόνον να τα προσφέρωμε στην υπηρεσία του Θεού. Εγώ θα προσφέρω την χαρά μου, εσύ την εξυπνάδα σου, ο άλλος την μόρφωσί του. Να τα προσφέρω όμως σαν σκύβαλα, διότι τίποτε δεν είναι, πεταγμένα πράγματα είναι, αν και είναι αγαθά, και τότε μπορώ θαυμάσια να προχωρήσω.Τα «χούγια», και μάλιστα τα πνευματικά, δεν αλλάζουν, επειδή εμείς δεν θέλομε. Εμείς τα ράβομε επάνω στην ψυχή μας με την μεγάλη εκείνη βελόνα και με την κάμιλο, με το χονδρό δηλαδή σχοινί, με το παλαμάρι του θελήματος.
Και επειδή είναι τόσο δύσκολο να αλλάξη το «χούγι» του ανθρώπου, αφού το αγαπάει, γι’αυτό είναι φρόνιμο να μην θέλωμε να αλλάζωμε τους άλλους, τον εαυτό μας όμως να τον αλλάζωμε. Λόγου χάριν, θα δης ότι ο άλλος είναι τεμπέλης. Μη θέλης να αλλάξη. Θα διαπιστώσης ότι ο διπλανός σου είναι πολυλογάς. Δέξου τον όπως είναι. Τί μπορείς μόνον να κάνης; Όταν δης τα παπούτσια του, κλείσε την πόρτα σου και μη μιλάς, ώστε να κτυπήση και να αναγκασθή να φύγη. Ή βλέπεις ότι ο άλλος είναι υβριστής· φωνάζει, νευριάζει. Όταν σε πλησιάση, πες στον εαυτό σου: Τώρα θα έρθουν τα σύννεφα, οι βροντές, οι αστραπές· θα αρχίσουν οι φωνές, οι θυμοί. Να το περιμένης αυτό, και να μη θέλης να αλλάξη. Να μη λες: Μα, καλόγερος και να θυμώνη; Διότι από την ώρα εκείνη διακυβεύεται η δική σου ζωή. Όπως, όταν αμαρτάνη ο άλλος τον δικαιολογούμε και λέμε ότι άνθρωπος είναι, το ίδιο να λέμε και για το «χούγι» των άλλων. Αλλά, όταν αμαρτάνωμε εμείς, να λέμε: Δεν μπορεί να αμαρτάνη ο άνθρωπος που γεννήθηκε από το Πνεύμα το Άγιον, διότι η αμαρτία είναι χωρισμός από τον Θεόν. Άλλα θα πούμε για τον εαυτό μας και άλλα για τους άλλους. Και όντως, είναι αφελέστατος και αποτυχημένος, όποιος συλλάβη έστω και απλώς την ιδέα να αλλάξη τους άλλους. Αποτυγχάνει καθημερινά, όταν θελήση να επιφέρη κάποια αλλαγή στον άλλο και ιδίως στην γνώμη του άλλου.
Θα θυμάστε το περιστατικό από το Ευαγγέλιο, που πήγαν στον Χριστό δύο αδέλφια και του είπαν: Χώρισέ μας το χωραφάκι μας, σε παρακαλούμε. Τί τους απάντησε; Δεν είναι δουλειά μου. (Λουκ.12.3-14) Γιατί; Διότι θα ερχόταν σε σύγκρουσι με την θέλησι του ενός εξ αυτών. Ουδέποτε ήρχετο ο Χριστός σε σύγκρουσι. Μία φορά μόνον το έκανε, με τους Φαρισαίους, με τα «ουαί». Έριχνε απλώς τον λόγο, την διδασκαλία του, τα δίχτυα του, και μάλιστα πώς; Με παραβολές· γιατί, εάν θα μιλούσε ανοιχτά, θα συγκρουόταν με τις ιδεές τους, με τις αντιλήψεις τους. Ο άνθρωπος πάντοτε καταλαβαίνει αυτό που θέλει. Τα έλεγε λοιπόν κεκαλυμμένα, και τα καταλάβαιναν όσοι ήθελαν· όσοι δεν ήθελαν, έλεγαν μόνον, τί ωραία που μιλάει! Μέλι και γάλα βγαίνει από το στόμα του. Έτσι τους κέρδιζε όλους...
Πηγή: Χαρισματική Οδός,
Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου