Τό θαῦμα τῆς
πίστεως
Ἡ Χαναναία
πιάνεται ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί γίνεται σοφή
Στό εὐχέλαιο
–πού κάναμε καί σήμερα– ὅπως προσέξατε, ἀλλά καί τό γνωρίζετε, ἀναγινώσκονται
ἑπτά εὐαγγελικές περικοπές, ὅπως καί ἑπτά ἀποστολικές. Ἡ μία ἀπό τίς ἑπτά
εὐαγγελικές περικοπές εἶναι αὐτή τῆς Χαναναίας. Μέσα στό πνεῦμα τοῦ μυστηρίου
τοῦ εὐχελαίου καί μέσα στό ὅλο πνεῦμα τῶν ἀγρυπνιῶν αὐτῶν πού κάνουμε κάθε
Παρασκευή καί τίς ὁποῖες ἀφιερώσαμε στή θεραπεία τῶν σωμάτων καί τῶν ψυχῶν μας,
ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά δοῦμε τήν περικοπή πού ἀναφέρεται στή Χαναναία ἤ
καλύτερα νά δοῦμε κυρίως ἕνα σημεῖο –διότι ἴσως δέν χρειάζονται τόσο πολύ τά
ἄλλα τώρα, ἀλλά καί χρόνο δέν ἔχουμε– πού εἶναι καί τό σπουδαιότερο αὐτῆς τῆς
περικοπῆς.
Ὁ Κύριος ἐλάχιστες φορές βγῆκε ἀπό τά ὅρια τοῦ ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους, καί μία ἀπό
αὐτές εἶναι αὐτή πού πῆγε στήν περιοχή τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος. «Καί ἰδού
γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν
με, Κύριε, υἱέ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὁ δέ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ
λόγον. Καί προσελθόντες οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἠρώτων αὐτόν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν,
ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ὁ δέ ἀποκριθείς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά
πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δέ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα·
Κύριε, βοήθει μοι. Ὁ δέ ἀποκριθείς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν
τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. Ἡ δέ εἶπε· ναί, Κύριε· καί γάρ τά κυνάρια
ἐσθίει ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε
ἀποκριθείς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς
θέλεις. Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης».
Ἐνῶ ἡ γυναίκα αὐτή ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη γιά τό παιδί της καί γι᾿ αὐτό κράζει
στόν Κύριο, καί κράζει μέ πίστη –στό τέλος ἀποδείχθηκε ὅτι εἶχε πίστη· ἀλλά
ἀσφαλῶς ἀπό τήν ἀρχή κράζει μέ πίστη– ὁ Κύριος δέν τήν προσέχει, δέν τῆς δίνει
σημασία. Καί ἐπιμένει ἡ γυναίκα νά κράζει, καί ὁ Κύριος ἐπιμένει νά μήν τήν
προσέχει. Καί πάλι ἐπιμένει ἡ γυναίκα νά κράζει, καί ὁ Κύριος ὄχι μόνο δέν
ἀνταποκρίνεται, ἀλλά καί τήν ἀποπαίρνει κιόλας. Τῆς μιλάει ἔτσι, σάν νά τήν
ἀπορρίπτει. Τῆς μιλάει ἔτσι, σάν νά τῆς λέει: «Οὔτε κάν ξέρω ποιά εἶσαι. Καί ἄν
τυχόν ἔχεις ἀκούσει ὅτι ἐγώ κάνω θαύματα καί ὅτι ἔχω θεραπεύσει πολλούς, αὐτό
πάντως δέν εἶναι γιά σένα. Ξέγραψέ το».
Εἶναι σάν νά τῆς μιλάει ἔτσι ὁ Κύριος, δηλαδή σάν νά παίρνει αὐτή τήν
ἀπορριπτική στάση ἀπέναντί της, κυρίως ὅταν τῆς λέει ὅτι δέν εἶναι καλό νά
πάρει κανείς τόν ἄρτο ἀπό τά παιδιά του καί νά τόν δώσει στά κυνάρια. Αὐτή ὅμως
δέν ἀποθαρρύνεται, δέν ἀπογοητεύεται, δέν τά χάνει, ἀλλά πιάνεται ἀπό τά λόγια
τοῦ Κυρίου. Ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Θεό, σέ
τέτοιες δύσκολες ὧρες γίνεται σοφός καί μιλάει ὅπως πρέπει καί ἐκδηλώνεται ὅπως
πρέπει. Καί ἡ Χαναναία ἐδῶ, καθώς πιάνεται ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, λέει
ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού περίμενε ὁ Χριστός –«ναί, Κύριε· καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει
ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν»– γιά νά τῆς
κάνει τελικά τό θέλημά της λέγοντας: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω
σοι ὡς θέλεις».
Ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ Χαναναία ἐπέμενε, χωρίς νά ἀπογοητευτεῖ καί χωρίς καθόλου νά
πειραχτεῖ μέσα της, πῆρε τελικά αὐτό πού ζητοῦσε. Καθόλου δέν πειράχτηκε, ὄχι
μόνο μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν σκανδαλίσθηκε, δέν τά ἔβαλε μέ τόν Κύριο, δέν ἄρχισε
νά παραπονιέται, ἀλλά κυρίως μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἀλλοιώθηκε ἡ πίστη της καί
δέν εἶπε πώς δέν γίνεται τίποτε. Θά μποροῦσε, ἔστω κι ἄν δέν παραπονιόταν στόν
Χριστό, κι ἄν δέν ἔλεγε κάτι κακό μέσα της γιά τόν Χριστό, νά ἀρχίσει νά
μειώνεται ἡ πίστη της, νά ἐξασθενίζει ἡ πίστη της, καί νά πεῖ: «Φώναξα,
ξαναφώναξα, κραύγασα, τά εἶπα καί ἔτσι, τά εἶπα καί ἀλλιῶς, ἀλλά δέν γίνεται
τίποτε». Ὅμως, ὄχι· αὐτή δέν θίγεται καθόλου, δέν ἐνοχλεῖται καθόλου, ἀλλά
συνεχίζει, μέ αὐξανόμενο μάλιστα βαθμό πίστεως, νά ἐμπιστεύεται στόν Χριστό,
λέγοντας κάθε φορά τά κατάλληλα λόγια.
Νά γιατί ὁ Κύριος θά μᾶς ἀφήσει πολύ νά παιδευτοῦμε
Μᾶς δίδεται, εἴπαμε, ἡ εὐκαιρία ἀπόψε, καθώς πήραμε ἀφορμή ἀπό τό εὐχέλαιο, στό ὁποῖο ἀναγινώσκεται αὐτή ἡ εὐαγγελική περικοπή, νά προσέξουμε αὐτό τό σημεῖο. Θά παρακαλοῦσα ὅλοι νά τό προσέξουμε. Ἔχουμε δικαίωμα, ἀδελφοί μου, νά παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς θεραπεύσει· νά θεραπεύσει τίς ὁποιεσδήποτε σωματικές ἀρρώστιες μας καί τήν ψυχή μας ἀπό τίς ὁποιεσδήποτε πληγές καί ἀδυναμίες, ἀπό τά πάθη, ἀπό τό χτικιό τῆς ἁμαρτίας.
Μπορεῖ ὅμως κάποιος ἀπό μᾶς, καθώς ζητάει τή θεραπεία του, νά φθάνει στό σημεῖο –ἐπειδή δέν ἀπαντᾶ ὁ οὐρανός, ἐπειδή δέν ἀπαντᾶ ὁ Θεός, ἐπειδή τά πράγματα δείχνουν ὅτι δέν προσέχει ὁ Θεός– νά βγάζει τέτοιο συμπέρασμα: «Δέν ἀκούει ὁ Θεός. Δέν μέ δέχεται· μέ ἀπορρίπτει. Μπορεῖ σέ ἄλλους νά τό ἔκανε τό θαῦμα, ἀλλά σέ μένα δέν θά τό κάνει». Ἤ ἀκόμη χειρότερα –γιατί εἶναι πολύ κρίσιμες αὐτές οἱ ὧρες– μπορεῖ νά μπαίνει μέσα στήν ψυχή του ἡ ἀμφιβολία: «Μήπως ἔγινε ποτέ κάποιο θαῦμα; Μπορεῖ νά διαβάσαμε, καί νά μᾶς εἶπαν ὅτι κάποτε ἔγιναν θαύματα, ὄχι μόνο ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, ἀλλά καί ἀπό τούς ἀποστόλους του καί ἀπό τούς ἁγίους· μήπως ὅμως δέν ἔγιναν, παρά μόνο γράφονται καί λέγονται;» Αὐτό, ὅπως εἶπα, εἶναι ἀκόμη χειρότερο. Διότι ὄχι ἁπλῶς πείθεται κανείς ὅτι δέν ὑπάρχει γιά τόν ἑαυτό του καμιά θεραπεία οὔτε σωτηρία, ἀλλά γενικότερα φεύγει ἡ πίστη πού ἔχει μέσα του.
Ὅποιος ἀπό μᾶς –καί μήπως, βάζοντας τό χέρι στήν καρδιά, ὁμολογήσουμε ὅτι δέν ἐξαιρεῖται κανένας μας– φθάνει ἤ ἔχει φθάσει σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, καθώς δέν ἀπαντᾶ, ὅπως νομίζει, ὁ οὐρανός, καθώς δέν προσέχει ὁ Κύριος, νά λιγοστεύει ἡ πίστη του, νά ἐκλείπει ἡ πίστη του, καί νά πείθεται πλέον ὅτι δέν γίνεται γι᾿ αὐτόν τίποτε ἤ, ὅπως εἴπαμε, ἀκόμη χειρότερα, νά ἀμφιβάλλει ἄν ποτέ ἔγινε θαῦμα, ὅποιος λοιπόν ζεῖ τέτοιες καταστάσεις καί ἔχει τέτοια βιώματα, νά ἀνησυχήσει. Δέν εἶναι πιστός αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Αὐτός σάν νά μήν εἶναι βαπτισμένος, σάν νά μήν εἶναι χριστιανός. Καταλάβατε;
Καί εἴπαμε, δέν ξέρω ἄν ἐξαιρεῖται κανένας μας. Τέτοιοι χριστιανοί εἴμαστε, καί γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος θά μᾶς ἀφήσει πολύ νά παιδευτοῦμε. Ἄν ἄφησε τή Χαναναία νά παιδευτεῖ, πού εἶχε εὐθύς ἐξαρχῆς τέτοια πίστη, τί θά γίνει μ᾿ ἐμᾶς; Θά μᾶς ἀφήσει πολύ νά παιδευτοῦμε. Καί χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά μή σκανδαλισθεῖ ἀπό τή στάση αὐτή τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέχρι τέλους, καθώς θά διαπιστώνει ὅτι φεύγει ἡ πίστη του, νά προσπαθεῖ ἀκριβῶς τότε νά πιστέψει. Διότι θά δεῖ κανείς στήν πράξη ὅτι χάνεται ἡ πίστη αὐτή πού νόμιζε ὅτι εἶχε, ὅμως δέν πρέπει νά τά παρατήσει τά πράγματα, νά τά ἐγκαταλείψει, δέν πρέπει νά ἀπογοητευθεῖ, ἀλλά ἀκριβῶς τότε νά ἐπιστρατεύσει ὅλες του τίς δυνάμεις καί ὅση πίστη μπορεῖ νά διαθέσει ὡς ἄνθρωπος καί νά παρακαλέσει καί τόν Θεό νά τοῦ δώσει καί ἄλλη πίστη. Ὅποιος λοιπόν ἔτσι ἐνεργήσει, θά δεῖ νά γίνεται τό θαῦμα στήν ψυχή του.
Νά ἐκδηλώσουμε αὐτή τήν πίστη
Νά πιστέψουμε, ἀδελφοί μου, χωρίς ἐπιφυλάξεις καί χωρίς ἐνδοιασμούς. Νά γίνουμε δηλαδή χριστιανοί ἀληθινοί. Ἔτσι σκέπτονται οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί, οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί· ἔτσι νά γίνουμε κι ἐμεῖς. Καί νά μή σκανδαλισθοῦμε καθόλου οὔτε ἀπόψε οὔτε αὔριο –ποτέ– γιά νά ἀνοίξει ἡ ψυχή μας καί νά γεμίσει μέ πίστη. Ἔτσι, νά δεῖ ὁ Θεός ὅτι ἔχει νά κάνει μέ ἀνθρώπους πίστεως, ὥστε, ὅταν ἐκεῖνος κρίνει ὅτι εἶναι ὥρα, νά ἀρχίσει νά θαυματουργεῖ μέσα μας: νά μᾶς καθαρίζει ἀπό τά πάθη μας, νά στερεύει τά πάθη, νά καθαρίζει τήν ψυχή μας ἀπό τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας· νά γιατρέψει τήν ψυχή μας καί τά σώματά μας καί νά κάνει ὅ,τι ἄλλο. Ἐκεῖνος ξέρει πότε καί πόσο θά μᾶς θεραπεύσει.
Δέν ξέρω πῶς τά ἀκοῦτε αὐτά, πῶς τά καταλαβαίνετε, ἀλλά, παρακαλῶ, ἦρθε ἡ ὥρα νά γίνουμε χριστιανοί. Μπορεῖ μέχρι τώρα νά ξεφεύγαμε ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, καί νά μήν ἔχει γίνει μέσα στήν ψυχή μας τό βῆμα αὐτό πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά εἶναι πιστός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος. Ὅμως, ἦρθε ἡ ὥρα νά γίνει. Ὅσο περισσότερο βλέπουμε καί διαπιστώνουμε ὅτι δέν ἀπαντᾶ ὁ Θεός, ὅτι δέν ἀπαντᾶ ὁ οὐρανός, ὅσο περισσότερο βλέπουμε ὅτι σάν νά μᾶς ἀπορρίπτει ὁ Θεός, σάν νά μή μᾶς ἀκούει, σάν νά μή μᾶς δέχεται, τόσο βεβαιότερο εἶναι ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα αὐτή, καί τόσο περισσότερο ἐμεῖς νά πιστέψουμε, νά ἐξακολουθήσουμε νά πιστεύουμε, νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς δώσει πίστη, καί νά ἐπιστρατεύσουμε τίς δυνάμεις μας, γιά νά ἐκδηλώσουμε αὐτή τήν πίστη.
Εἶναι κάτι πού τό περιμένει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι κάτι, γιά τό ὁποῖο ἐπιτρέπεται νά πεῖ κανείς: «Ἐγώ δέν μπορῶ νά τό κάνω». Ὄχι. Δέν ὑπάρχει κανείς πού νά δικαιολογεῖται νά πεῖ: «Ἐγώ ἀδυνατῶ». Εἴμαστε ὅλοι ἔτσι φτιαγμένοι, πού νά μποροῦμε νά τό κάνουμε αὐτό, ἐφόσον δεχόμαστε τόν Θεό, ἐφόσον ἐμπιστευόμαστε στόν Θεό, ἐφόσον ζητοῦμε τή βοήθειά του. Νά τό κάνουμε, ἀδελφοί μου, γιά νά γίνουμε, ὅπως εἴπαμε, χριστιανοί, γιά νά ἀνοίξει αὐτός ὁ δρόμος, καί νά ἀρχίσει νά θαυματουργεῖ μέσα μας ὁ Κύριος, δίνοντάς μας τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς καί τήν ὑγεία τοῦ σώματος.
20-2-1987