Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

«Οἱ τῶν ἀποστόλων πρωτόθρονοι καὶ τῆς Οἰκουμένης Διδάσκαλοι»

Ἀρχιμανδρίτου Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου - Συγγραφέως, 
Πρoέδρου Ἱεροῦ Ναοῦ Τιμίου Σταυροῦ Πειραιῶς
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 27ῃ Ἰουνίου 2019
Κυρίαρχη θέση, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, κυρίαρχη θέση στὸ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας κατέχουν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ μάλιστα οἱ κορυφαῖοι ἐξ’ αὐτῶν Πέτρος καὶ Παῦλος, «οἱ τῶν ἀποστόλων πρωτόθρονοι», ὅπως τοὺς χαρακτηρίζει τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι ὑπῆρξαν οἱ «αὐτοπται καὶ ὑπηρέται τοῦ Λόγου», τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα, ποὺ ἐκλήθησαν ἀπὸ τὸν Χριστό, νὰ γίνουν οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ζωῆς, τοῦ πάθους, καὶ τῆς ἀναστάσεώς του, οἱ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου του, οἱ μετὰ τὸ πρῶτον θεμέλιον, τὸν Χριστόν, θεμέλιοι λίθοι τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Παύλου «ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 2, 20). Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει καὶ περίοδο νηστείας, γιὰ τὸν ἐπάξιο ἑορτασμὸ των, τὴν νηστεία τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν ἁγίων Πάντων μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς των. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ μᾶς δίδει τὴν ἀφορμὴ νὰ στρέψουμε τὴν προσοχὴ μας χρεωστικῶς πρὸς τοὺς μεγάλους αὐτοὺς φωστήρας καὶ νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ αὐτούς, δανειζόμενοι τὴν θεοφώτιστη γλώσσα τῶν ἁγίων Πατέρων μας καὶ μάλιστα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

«Τί γὰρ ἐροῦμεν πρὸς τοὺς διδασκάλους τῆς ἄνω καὶ τῆς κάτω κτίσεως; Οὒχ εὑρίσκω γὰρ λόγον ἄξιον ἐγκωμιᾶσαι τοὺς ἐγκωμιάσαντας τὸ γένος ἠμῶν. Τί γὰρ Πέτρου μεῖζον; τί δὲ Παύλου ἴσον; οἵτινες τῷ ἔργῳ καὶ τῷ λόγῳ πάσαν τὴν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς κτίσιν ἐνίκησαν. Οἱ τῷ πηλῷ τοῦ σώματος συμπεπλεγμένοι καὶ ἀμείνους ἀγγέλων εὑρεθέντες…», παρατηρεῖ σ’ ἕναν ἐγκωμιαστικό του λόγο ὁ μέγας τῆς Ἐκκλησίας Πατὴρ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δηλαδὴ τί μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ μὲ ποιὰ λόγια νὰ ἐγκωμιάσουμε αὐτούς, ποὺ ἀναδείχθηκαν διδάσκαλοι τῆς ἄνω καὶ τῆς κάτω κτίσεως, μύστες καὶ χειραγωγοὶ τῆς ἀνθρωπότητος στὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ἐπουράνια μυστήρια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν; Δὲν βρίσκω λόγια νὰ ἐγκωμιάσω αὐτούς, ποὺ ἐγκωμίασαν τὸ γένος μας. Διότι τί μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν Πέτρον, ἢ τί ἴσον μὲ τὸν Παῦλον μπορεῖ νὰ ὑπάρξει; Αὐτοὶ μὲ τὰ ἔργα καὶ τὴν διδασκαλία τους ἐνίκησαν ὅλη τὴν κτίση, τὴν ὁρατὴ καὶ ἀόρατη, καὶ παρὰ τὸ ὅτι ἔφεραν γήινο ἀνθρώπινο σῶμα, ὑπερέβησαν ἀκόμη καὶ τὴν φύση τῶν ἀγγέλων.

Καὶ ἂν ἀκόμη εἴχαμε δέκα στόματα καὶ δέκα γλῶσσες σὰν αὐτὲς τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καὶ πάλι δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ παραστήσουμε ἐπάξια τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος τῶν δύο αὐτῶν γιγαντιαίων μορφῶν, ποὺ λάμπουν ὡς ἀστέρες πρώτου μεγέθους, ἐν μέσω ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ βέβαια δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὰ δικά μας ἐγκώμια, διότι ἔχουν ἕνα ἄλλο, ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἐγκώμιο, τὸ ἐγκώμιο, ποὺ ἔπλεξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ αὐτούς. Πράγματι τὸν μὲν ἀπόστολο Πέτρο ἐμακάρισε μὲ τοὺς λόγους: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 16, 17-19). Τὸν δὲ ἀπόστολο Παῦλο ὀνόμασε σκεῦος ἐκλογῆς, ἐκλεκτὸ ὄργανό του, ποὺ τὸν ἔχει προορίσει, νὰ βαστάσει τὸ ὄνομά του καὶ νὰ διαδώσει τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα σ’ ὅλους τους λαοὺς τῆς γῆς: «σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε ᾿Ισραήλ» (Πρ. 9, 15).

Μέσα ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια, τὶς Πράξεις καὶ τὶς ἐπιστολὲς των ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκκλησιαστική μας Παράδοση παρουσιάζεται ἀνάγλυφα τὸ ἱεραποστολικό τους ἔργο, ἡ οὐρανόδρομη πορεία τους. Ἕνα ἔργο εὐρυτάτων, παγκοσμίων διαστάσεων, ποὺ ὑπερακοντίζει τὸ ἔργο κάθε ἄλλου ἀποστόλου. Ἕνα ἔργο, τοῦ ὁποίου τὰ ἀποτελέσματα εἶχαν καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὴν ὅλη παρὰ πέρα ἱστορικὴ πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Διότι τί ἦταν ὁ Χριστιανισμός, ὅταν οἱ δύο αὐτοὶ ἀπόστολοι καὶ ἰδίως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἄρχισαν τὶς ἀποστολικές τους ὀδοιπορεῖες; Μία ἀσήμαντη κοινότης, ποὺ κατεδιώκετο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, μία ἀμεληταία ποσότης ἀπὸ ἀριθμητικῆς ἀπόψεως. Πῶς δὲ ἐξελίχθηκε μετὰ ἀπὸ 35 χρόνια, μετὰ δηλαδὴ τὸ τέλος τῆς ἀποστολικῆς των δράσεως; Σὲ μιὰ παγκόσμια θρησκεία, ποὺ εἶχε ἐξαπλωθεῖ σ’ ὁλόκληρη τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία.

Μιὰ θρησκεία γεμάτη ζωὴ καὶ σφρίγος, μιὰ ὑπολογίσιμη πνευματικὴ δύναμις, ποὺ διαρκῶς ὅλο καὶ περισσότερο αὐξανόταν καὶ ποὺ εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ συγκλονίζει καὶ νὰ συνταράζει ἐκ θεμελίων τὸ παλαιὸ καθεστὼς τῆς θρησκείας τῶν εἰδώλων. Μὲ ἀκούραστο ζῆλο, μὲ ἀκατάβλητο φρόνημα, μὲ τὴν δύναμη τῆς Θείας Χάριτος, σὰν νὰ εἶχαν φτερὰ τὰ πόδια τους, ὄργωσαν ὅλη τὴν Ρωμαϊκὴ Οἰκουμένη, σπέρνοντας στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ χαρμόσυνο κήρυγμα τῆς σωτηρίας. Μὲ τὸ δίχτυ τοῦ λόγου, σὰν ἐπιδέξιοι ψαράδες ἀνθρώπων, ἐτράβηξαν ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς ἀπωλείας πρὸς τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας χιλιάδες ψυχῶν καὶ ἵδρυσαν πολλὲς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες. Ποία δὲ γλώσσα μπορεῖ νὰ περιγράψει τὶς θλίψεις καὶ τοὺς διωγμούς, πού ὑπέφεραν κατὰ τὴν διεξαγωγὴ τοῦ ἱεραποστολικοῦ των ἔργου;

Μία ἀμυδρὴ εἰκόνα αὐτῶν μᾶς δίδει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ του (11,13,27), ποὺ ἰσχύουν κατ’ ἀναλογίαν καὶ γιὰ τὸν ἀπόστολο Πέτρο: «ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· 24 ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, 25 τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· 26 ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις·». 

Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος σ’ ἕνα τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς σημειώνει: «Τὰ κατὰ πόλιν δεσμὰ καὶ τὰς θλίψεις σου τὶς διηγήσεται ἔνδοξε Παῦλε ἀπόστολε; Τοὺς κόπους, τοὺς μόχθους, τὰς ἀγρυπνίας, τὰς ἐν λιμῶ καὶ δίψει κακοπαθείας, τὰς ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι, τὴν σαργάνην, τοὺς ραδβισμούς, τοὺς λιθασμούς, τὴν περίοδον, τὸν βυθόν, τὰ ναυάγια; Θέατρον ἐγένου καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις». Ὁ δὲ χρυσορρήμων Πατὴρ συμπληρώνει: «οἱ μύρια δεινὰ δι’ αὐτὴν ὑπομείναντες, ἐν φυλακαῖς κατακλειόμενοι, ὑπὸ Ἰουδαίων βδελυττόμενοι, ὑπὸ βαρβάρων συρόμενοι, ὑπὸ βασιλέων αἰκιζόμενοι, οἱ μηδὲ ἀναπνεῖν συγχωρούμενοι καὶ παύσασθαι τῆς διδασκαλίας μὴ ἀνεχόμενοι, οἱ μέλος τοῦ σώματος κινῆσαι μὴ δυνάμενοι διὰ τὸ βάρος τῶν δεσμῶν καὶ πάσαν τὴν οἰκουμένην δεδεμένην τὴ ἁμαρτία, δι’ ἐπιστολῶν λύοντες…». Εἶχαν συσταυρωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν καὶ δὲν ζοῦσαν πλέον αὐτοί, ἀλλὰ ζοῦσε μέσα τους ὁ Χριστός. Τὰ σημάδια τῶν πληγῶν, ποὺ ἔφεραν στὸ σῶμα τους ἀπὸ τὶς μαστιγώσεις καὶ τοὺς ραβδισμούς, ἤσαν γι’ αὐτοὺς πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ παράσημα τῶν στρατηγῶν καὶ τὰ στέμματα τῶν βασιλέων.

Ποῖες δὲ εὐχαριστίες θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνταποδώσουμε στοὺς δύο αὐτοὺς κορυφαίους ἀποστόλους γιὰ τὶς θεόπνευστες ἐπιστολές τους, τὶς γεμάτες ἀπὸ Χάρη ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς ἄφησαν ὡς ἀνεκτίμητο θησαυρὸ καὶ αἰώνια παρακαταθήκη στὴν Ἐκκλησία, μέσω τῶν ὁποίων ἀναδεικνύονται οἰκουμενικοὶ Πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας; Μέσα σ’ αὐτὲς ἀναλύουν μ’ ἕνα τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ὅλο τὸ μυστήριο τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας. Θέτουν τὶς βάσεις καὶ τὰ θεμέλια τῆς Θεολογίας. Ἀπαντοῦν σ’ ὅλα τὰ καυτὰ καὶ φλέγοντα θέματα, ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο. Γίνονται οἱ χειραγωγοὶ πρὸς τὰ ἄνω, οἱ στοργικοὶ ποιμένες, οἱ παρηγορητὲς τῶν θλιβομένων, τῶν παρθένων οἱ στεφανωτές, τῶν συζύγων οἱ σωφρονιστές, τῶν πλεονεκτῶν οἱ χαλινοί, τῶν αἱρετικῶν οἱ ἀντίπαλοι. Ποιὸς κατόπιν ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους Πατέρες ἐτόλμησε νὰ γράψη, ἢ νὰ διδάξη κάτι, χωρὶς νὰ λάβη ὑπ’ ὄψιν του τὴν θεολογία των καὶ χωρὶς νὰ ἀναφερθῆ στὶς ἐπιστολὲς των; Κανείς.

Ποῖες δὲ τώρα εὐχαριστίες νὰ ἀνταποδώσομε γιὰ ὅλα τὰ παραπάνω πρὸς τοὺς κοινοὺς εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητος; Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, μὲ ποῖον τρόπον θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ὀφειλῆς μας πρὸς τὸν κατ’ ἐξοχὴν ἀπόστολο τῆς Ἑλλάδος, τὸν ἀπόστολο Παῦλο; Ἂν ἡ Ἑλλάδα σήμερα εἶναι χριστιανική, τὸ ὀφείλει στὸν ἀπόστολο Παῦλο. Νομίζω, ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος ἀνταποδώσεως εἶναι ἡ κατὰ δύναμιν ἐφαρμογὴ τῆς προτροπῆς των: «Παρακαλῶ οὒν ὑμᾶς μιμηταί μου γίνεσθε» (Α΄ Κορ.4,16). Ἂς παρακαλοῦμε δὲ αὐτοὺς νὰ πρεσβεύουν ἀδιαλείπτως ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἠμῶν. Ἀμήν.