Μπορεῖ νά τό ἔχετε ἀκούσει σέ συζητήσεις, ἀλλά καί ἐδῶ μέσα ἔχουμε πεῖ, καί
ἴσως ἔχετε διαβάσει σέ σχετικά βιβλία ὅτι ὑπάρχει μιά φράση πού λένε συνήθως οἱ
μοναχοί: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο».[1] Σοῦ συμβαίνουν τά χειρότερα πράγματα, τά
δυσκολότερα, τά πιό πιεστικά, τά πιό ἄδικα, τά πράγματα πού σέ πονοῦν πολύ καί
κυριολεκτικά ἀποθνήσκεις, θά ἔλεγε κανείς, κάτω ἀπό τό βάρος ὅλων αὐτῶν. Ἐκείνη
τήν ὥρα νά πεῖς «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου». Δηλαδή σάν νά λές: «Νά πεθάνω
γιά τήν ἀγάπη σου».
Αὐτό τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο» εἶναι δυό λεξοῦλες, ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά τίς πεῖ κανείς, ἡ ὅλη στάση τῆς ψυχῆς ἐκείνη τήν ὥρα πού λέει αὐτά τά λόγια εἶναι τέτοια, πού ὅλο αὐτό τό βάρος, ὅλη αὐτή ἡ πίεση, ὅλος αὐτός ὁ ἐφιάλτης, ὅλος αὐτός ὁ θάνατος, πού εἶναι ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, ἐξαφανίζονται, καί φυτρώνει μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ ζωή, φυτρώνει μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ καθαρότητα, ἡ χαρά, ἡ εὐτυχία, καί βρίσκει κανείς μέσα του τόν Θεό.
Ὅς ἄν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά ὅτι συνήθως λέμε: «Σηκώνω τόν σταυρό μου» ἤ «Ἔχω βάσανα σ᾿ αὐτή τή ζωή καί σηκώνω τά βάσανά μου». Ἁπλῶς αὐτό δέν εἶναι ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο πού ἔχει μεγάλη σημασία εἶναι ὅτι μέσα στά ὁποιαδήποτε βάσανα –διότι μέσα στά βάσανα ὁ καθένας μας θά θυσιάσουμε τόν ἑαυτό μας, θά πεθάνουμε καί θά βροῦμε τόν Χριστό καί θά ζήσουμε– μέσα σ᾿ αὐτές τίς δυστυχίες, πρέπει νά πεθάνει αὐτή ἡ ἀντίδραση πού ὑπάρχει μέσα μας, αὐτή ἡ ἀντίσταση πού ὑπάρχει μέσα μας, πού δέν θέλουμε νά ὑποταχθοῦμε στόν Θεό, πού δέν θέλουμε νά ἀκολουθήσουμε τόν Θεό, σάν νά εἶναι ὁ ἑαυτός μας θεός.
Ἔχουμε πεῖ τόσες φορές: παρακαλοῦμε τόν Θεό, ἀλλά τόν παρακαλοῦμε ἔτσι πού σάν νά εἶναι αὐτός δοῦλος κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ὁ θεός καί τόν παρακαλοῦμε νά ἔλθει νά μᾶς βοηθήσει. Ὄχι. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός, κι ἐμεῖς εἴμαστε τά παιδιά του, τά πλάσματά του, καί ὑπάρχει μέσα μας ἁμαρτία, ὑπάρχει μέσα μας θάνατος, καί γιά νά πεθάνουν αὐτά, πρέπει νά πεθάνουμε, ὅπως ὁ Χριστός, γιά νά θανατώσει τόν θάνατο, πέθανε.Θανάτῳ θάνατον πατήσας. Δέν σταυρώθηκε τυχαῖα ὁ Χριστός, δέν πέθανε τυχαῖα ὁ Χριστός. Σταυρώθηκε καί πέθανε γιά μᾶς. Ἐκεῖνος δέν εἶχε κανέναν λόγο νά πεθάνει. Πεθαίνει γιά μᾶς. Ἀλλά γιά νά πεθάνει ἡ ἁμαρτία, γιά νά πεθάνει ὁ θάνατος, γιά νά καταστραφεῖ ὁ ἅδης, γιά νά κατατροπωθεῖ ὁ διάβολος, ἔπρεπε νά πεθάνει ὁ Χριστός. Ὁ θάνατος καταργεῖται, τήν ὥρα ἀκριβῶς πού ὁ Χριστός περνάει μέσα ἀπό τόν θάνατο. Ἔτσι εἶναι. Τήν ὥρα πού πεθαίνεις μέ τόν Χριστό, θανατώνεται μέσα σου ὁ θάνατος.
Καθώς λοιπόν στή ζωή μας ἔρχονται ὅλα αὐτά τά διάφορα, κι ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι αὐτά εἶναι ἡ καταστροφή μας, ἐάν μαζί μέ τόν Χριστό κι ἐμεῖς πεθάνουμε, θά πεθάνει ἡ ἁμαρτία, θά πεθάνει ὁ θάνατος καί θά ἀναστηθοῦμε μέ τόν Χριστό καί θά ζήσουμε.
Ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου
Πιό συγκεκριμένα: ἀρρωσταίνει κανείς. Βέβαια, θά πάει καί στόν γιατρό, θά πάρει καί τά φάρμακά του, θά πάει καί στό νοσοκομεῖο καί ὅπου χρειάζεται. Αὐτή ὅμως εἶναι ἡ πρακτική, ἡ ἐξωτερική πλευρά τοῦ προβλήματος. Ἡ βαθύτερη, ἡ πνευματική πλευρά εἶναι νά σκεφθεῖ κανείς καί νά πεῖ: «Γιατί ἀρρωσταίνει ὁ ἄνθρωπος; Γιατί ἀρρώστησα ἐγώ; Διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἐάν δέν ἤμασταν ἁμαρτωλοί, ἐάν δέν εἴχαμε πέσει, δέν θά ἀρρωσταίναμε». Διότι ὁ Θεός δέν ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο γιά νά ἀρρωσταίνει. Ἀλλά ἐπίσης ὁ Θεός δέν χαίρει νά βλέπει τόν ἄνθρωπο νά τυραννιέται· ὄχι. Γιατί τότε ἀφήνει νά ἀρρωσταίνει; Ἀκριβῶς, γιά νά περάσει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τόν πόνο τῆς ἀρρώστιας καί νά καταλάβει καλά-καλά τί σημαίνει νά φύγεις ἀπό τόν Θεό, τί σημαίνει νά πέσεις, τί σημαίνει νά εἶσαι ἁμαρτωλός, νά ἔχεις τήν ἁμαρτία, νά εἶσαι παιδί τοῦ Ἀδάμ.
Καθώς λοιπόν εἶσαι ἄρρωστος καί πονᾶς καί ὑποφέρεις, τά συνειδητοποιεῖς ὅλα αὐτά καί λές: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Μᾶς ἀξίζουν αὐτά καί χειρότερα. Ἀλλά ἐσύ πού εἶσαι ὁ Θεός καί πού πέρασες μέσα ἀπό τόν πόνο καί ἀπό ὅλα αὐτά καί τά κατήργησες, ἐσύ βοήθησε κι ἐμένα, ὥστε μαζί μ᾿ ἐσένα νά ζήσω αὐτόν τόν πόνο, μαζί μ᾿ ἐσένα νά περάσω αὐτή τή θλίψη, μαζί μ᾿ ἐσένα νά κακοπάθω, ἀκριβῶς γιά νά καταργηθοῦν».
Ἄν τά πάρεις ἔτσι, τήν ὥρα ἐκείνη καταργεῖται ἡ ἀρρώστια. Τήν ὥρα πού εἶμαι ἄρρωστος, καταργεῖται ἡ ἀρρώστια, ὅπως τήν ὥρα πού πέθαινε ὁ Χριστός, καταργήθηκε ὁ θάνατος. Τήν ὥρα πού ὁ Χριστός πάθαινε ὅ,τι πάθαινε ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων, καταργοῦνταν οἱ ἁμαρτίες, καταργοῦνταν ὁ διάβολος. Τήν ὥρα λοιπόν ἐκείνη πού εἶσαι ἄρρωστος ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο πάσχεις, ἐκείνη τήν ὥρα ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀρρώστια καταργεῖται καί γιά σένα. Ὅλη αὐτή ἡ θλίψη, ὅλη αὐτή ἡ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, καταργεῖται τήν ὥρα ἀκριβῶς πού τήν περνᾶς. Ἀλλά πρέπει νά τήν περνᾶς ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅποιος ἀποφασίσει νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, δέν θά ἀργήσει νά καταλάβει τί πεῖσμα, τί ἀντίδραση, τί θέλημα ἔχουμε μέσα μας, πῶς κλωτσάει κάτι ἀπό μέσα μας καί δέν θέλει νά ὑποταχθεῖ. Καί ἐμεῖς ὑποτάσσουμε τόν ἑαυτό μας, θέλει δέν θέλει, στόν Χριστό καί ἀπαρνούμαστε τήν τάση πού ἔχουμε γιά νά ξεφεύγουμε. Γιατί τήν ἀρρώστια δέν μπορεῖς νά τήν ξεφύγεις, ἀλλά εἶναι ἄλλα πράγματα πού τά ξεφεύγεις. Ἄς ποῦμε, πρέπει νά καθίσεις νά προσευχηθεῖς γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή δυσκολεύεσαι, ξεφεύγεις. Ἤ, ξεφεύγεις γιά νά μή νηστεύσεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Καθώς σέ ἀδικεῖ ὁ ἄλλος, νά προσπαθήσεις νά μή θυμώσεις, νά μήν ἀγανακτήσεις, νά μήν ἔχεις μέσα σου μίσος καί ἐκδικητικότητα. Θά προσπαθήσεις, ἐνῶ σοῦ ἔρχεται νά ὑπερηφανευθεῖς, νά μήν ὑπερηφανευθεῖς. Θά προσπαθήσεις νά μήν ἀντιμιλήσεις κτλ. Ξεφεύγεις ὅμως καί δέν προσπαθεῖς. Καί ἄλλα τέτοια. Ἐνῶ στήν ἀρρώστια, ὅπως καί στίς ἄλλες συμφορές πού ἔρχονται, θέλεις δέν θέλεις, δέν μπορεῖς νά ξεφύγεις. Ἐκεῖνα πού τά ὑφίστασαι, θέλεις δέν θέλεις, ἐάν δέν πάρεις σωστή στάση, πᾶνε χαμένα. Ἀλλά ἐκεῖνα πού μπορεῖς νά μήν τά ξεφύγεις καί τά ξεφεύγεις, ἀκόμη περισσότερο πᾶνε χαμένα.
Ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι τό θέμα· νά μήν τά ξεφύγεις καί νά προσπαθήσεις, ἀπαρνούμενος τόν ἑαυτό σου, πού θέλει νά ξεφύγει. «Ὄχι. Δέν θά ξεφύγεις. Ἐδῶ· θά πονέσεις», νά πεῖς στόν ἑαυτό σου.
Αὐτό εἶναι σταυρός, αὐτό εἶναι ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ σου, αὐτό εἶναι ἄρση τοῦ σταυροῦ, αὐτό εἶναι θάνατος. Καί ἐπειδή αὐτό ὅλο τό κάνεις γιά τόν Χριστό, θά ἔλθει ἡ ζωή μέσα σου. Ὁ ἑαυτός σου δέν θά χαθεῖ, καθώς τόν χάνεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τότε εἶναι πού θά ζήσει ὁ ἑαυτός σου, τότε εἶναι πού θά ζήσει ἡ ψυχή σου.
Ἐάν, ἀδελφοί μου, δέν τά καταλάβουμε ἔτσι τά πράγματα, ἐάν δέν τά πάρουμε ἔτσι καί δέν ἀρχίσουμε ἔτσι νά ζοῦμε, ἔτσι νά ἀγωνιζόμαστε, ὅλο χριστιανοί θά εἴμαστε καί ὅλο δέν θά εἴμαστε. Ὅλο θά ἀκοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μᾶς λύτρωσε, ὁ Χριστός μᾶς ἔσωσε, ὁ Χριστός μᾶς ἔφερε χαρά, ὁ Χριστός μᾶς ἔφερε εὐτυχία, ὅλο θά τά ἀκοῦμε αὐτά καί δέν θά τά βλέπουμε. Γιατί; Διότι θά ὑπάρχει μέσα μας αὐτό πού τά ἐμποδίζει. Θά ὑπάρχει μέσα μας ὁ παλαιός ἄνθρωπος, θά ὑπάρχει μέσα μας τό θέλημα, ἡ ἁμαρτία, τά ὁποῖα δέν θέλουμε νά τά ἀπαρνηθοῦμε, δέν θέλουμε νά τά θανατώσουμε. Πρέπει λοιπόν νά ἀπαρνηθεῖ κανείς τόν ἑαυτό του, νά πεθάνει μέ τήν ἔννοια αὐτή, γιά νά μπορέσει νά ζήσει.
Πέρασε ἡ ὥρα. Θά μπορούσαμε πολλά ἀκόμη νά ποῦμε. Δέν πειράζει. Τή Μεγάλη
ἑβδομάδα θά μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία καί θά ποῦμε, νομίζω, ἀρκετά.
22-3-1987
[1]. Ἔχουμε κυκλοφορήσει ἕνα μικρό τευχίδιο μέ
τόν τίτλο αὐτό, στό ὁποῖο ὁ μακαριστός π. Συμεών Κραγιόπουλος ἀναφέρεται ἐκτενῶς στό
πνευματικό βάθος πού περιέχει αὐτή ἡ φράση.