Όσο κι αν προσπαθεί κανείς με την προσευχή του ή με άλλους τρόπους να ξεφύγει από τον εαυτό του και να δοθεί στον Χριστό, δεν είναι εύκολο να το κάνει, διότι λυπάται τον εαυτό του, αγαπά τον εαυτό του και δεν αντέχει να τον ζορίσει, να τον κουράσει παραπάνω από όσο δέχεται ο εαυτός του.
Είναι δηλαδή σαν τον γιατρό:

όσο καλός γιατρός κι αν είναι κάποιος όταν χειρουργεί άλλους, εάν υποθέσουμε ότι θα θελήσει να κάνει έστω και μια μικρή επέμβαση στον εαυτό του –να αφαιρέσει, π.χ., ένα ξένο σώμα που μπήκε στο πόδι του ή να καθαρίσει μια πληγή– δεν θα τα καταφέρει· καθώς θα βλέπει ότι κόβει τον ίδιο τον εαυτό του, το χέρι του δεν θα είναι σταθερό, θα αρχίσει να τρέμει κτλ. Μόνος του κανείς δεν σφάζει τον εαυτό του.
Έτσι και με την προσευχή. Όσο κι αν προσευχηθούμε, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας. Ο Θεός βέβαια ακούει την προσευχή μας· όμως το θέμα δεν είναι αν μας ακούει ο Θεός. Το θέμα είναι πόσο εμείς δίνουμε τον εαυτό μας στον Θεό, πόσο όντως απαρνούμαστε τον παλαιό άνθρωπο, πόσο απαρνούμαστε τον εγωισμό μας, την υπερηφάνειά μας, τη φιλαυτία μας. Αυτό είναι κάτι που στοιχίζει, και δεν το κάνει εύκολα ο άνθρωπος. Όταν όμως έρθει ο πόνος, ο οποιοσδήποτε πόνος, είτε σωματικός είτε ψυχικός, είναι αλλιώς.
Όταν λοιπόν έρχεται ο πόνος, καθόλου δεν μας ρωτάει. Δεν παίρνει την άδειά μας, για να εμφανισθεί ούτε ποτέ θα μας ρωτήσει: «Θέλεις να σε πονέσω λίγο παραπάνω, λίγο πιο βαθιά ακόμη; Θέλεις να σε ζορίσω λίγο περισσότερο;» Δεν θα μας πει ποτέ έτσι ο πόνος. Έρχεται, μας πονάει, χωρίς να μας λογαριάζει. Όταν όμως κάνεις προσευχή ή οποιαδήποτε άλλη αρετή, την κάνεις όσο θέλεις και ως εκεί που θέλεις. Και μετά μπορεί να πεις: «Δεν μπορώ άλλο». Αν ήταν στο χέρι σου, και για τον πόνο έτσι θα έλεγες: «Φθάνει τόσο· δεν μπορώ άλλο να πονώ». Όμως, δεν είναι στο χέρι σου ούτε σε ρωτάει ο πόνος. Συνεχίζει να σε πονάει κι άλλο κι άλλο… Αν ήταν στο χέρι σου, θα άντεχες μια δυο μέρες και μετά θα έλεγες: «Τώρα άλλο δεν μπορώ· ας σταματήσω». Ο πόνος όμως μπορεί να πάει όχι δυό μέρες αλλά δυό μήνες· μπορεί να πάει δυό χρόνια, μπορεί να πάει πολύ.
Ο πόνος λοιπόν σαν άλλο αλέτρι μπαίνει μέσα στην ύπαρξή σου –είτε ως σωματικός είτε ως ψυχικός πόνος– και σε οργώνει αλύπητα, χωρίς καθόλου να σε ρωτάει. Ακόμη κι αν σφαδάζεις, ακόμη κι αν βογγάς κι αν τσιρίζεις και ό,τι άλλο κι αν κάνεις από τον πόνο, δεν σε ρωτάει καθόλου. Πονάς χωρίς όρια. Εδώ είναι το μυστικό τώρα. Εάν δεν παραπονείσαι, καθώς πονάς, εάν δεν γογγύζεις, εάν, όσο μπορείς, άσχετα αν βογγάς, κάνεις υπομονή και λες «να ‘ναι ευλογημένο, Θεέ μου», θα βγει πολύ καλό για την ψυχή σου.
Πώς θα γίνει αυτό; Καθώς πας να βογγήξεις και σου έρχεται να πεις «αχ», εσύ αντί να πεις «αχ», να πεις: «Να ‘ναι ευλογημένο, Θεέ μου». Και να είναι μεν ένα βογγητό, αλλά που να σημαίνει «να ‘ναι ευλογημένο»· σαν να λες δηλαδή: «Ξέρεις, Θεέ μου, ότι πονώ πολύ. Ξέρεις ότι θα ήθελα να σταματήσει ο πόνος, αλλά όπως θέλεις εσύ. Ας μη γίνει το δικό μου θέλημα». Εάν λοιπόν κάπως έτσι κανείς σκέπτεται και ενεργεί, όταν έχει πόνο, εάν μια τέτοια στάση παίρνει, τότε ο πόνος βγάζει πολύ καλό, γιατί, όπως είπαμε, σαν το αλέτρι πηγαίνει βαθιά και βγάζει τις ρίζες των παθών.
Άλλο είναι σε κάποιον κήπο να πας να κόψεις πάνω-πάνω τα χόρτα και άλλο είναι από βαθιά να βγάλεις τις ρίζες τους. Οργώνει την ψυχή ο πόνος, οργώνει την καρδιά και τα κάνει μέσα σου όλα άνω κάτω. Χαλούν και εγωισμοί και υπερηφάνειες και φιλαυτίες· χαλούν όλες αυτές οι αμαρτωλές καταστάσεις. Γιατί όλα αυτά βαθιά μέσα μας είναι σαν ένα κάστρο, σαν ένα οχυρό, που με τίποτε δεν λέει να γκρεμιστεί. Αλλά, όταν μπει ο πόνος, τι θα κάνουν; Πρέπει όμως κανείς, όπως είπαμε, να πάρει αυτή τη στάση: «Να ‘ναι ευλογημένο, Θεέ μου, αφού εσύ θέλεις να πονώ, αφού εσύ το επιτρέπεις».
Παρακαλώ, όλους τους πόνους να τους βάλουμε μέσα σ’ αυτά που λέμε· μη βγάλετε κανέναν απ’ έξω. Ακόμη κι αν από ένα λάθος σου πονάς, ακόμη, αν θέλετε, κι αν από μια αμαρτία σου πονάς, και αυτόν τον πόνο να τον βάλεις μέσα σ’ αυτά που λέμε. Και αυτός ο πόνος μπορεί να μπει μέσα στην ευλογία του Θεού, όταν μετανοείς για την αμαρτία σου, όταν μετανοείς για το λάθος σου, και λες: «Καλά να πάθω, Θεέ μου. Τέτοιος που ήμουν, τέτοια έκανα· καλά να πάθω. Να ‘ναι ευλογημένο το όνομά σου. Να ‘ναι ευλογημένος ο πόνος που μου στέλνεις». Οπότε, μπαίνουν όλοι οι πόνοι μέσα σ’ αυτά που λέμε, και κανένας δεν εξαιρείται, κανένας δεν μένει απ’ έξω.
Όταν λοιπόν υπομένουμε και, αντί να παραπονιόμαστε, αντί να κλωτσάμε, αντί να αντιδρούμε, ευλογούμε τον Θεό, δοξάζουμε τον Θεό, δείχνουμε, δηλαδή, με τη στάση μας αυτή στον Θεό ότι, αφού εκείνος έκρινε πως ήταν καλό να έρθει ο πόνος, εμείς, λέγοντας «να ‘ναι ευλογημένο», είμαστε έτσι αναπαυμένοι, τότε όντως το αλέτρι αυτό του πόνου ξεθεμελιώνει μέσα μας ό,τι υπάρχει εκεί, που δεν θα το ξεθεμελίωνε τίποτε άλλο. Γκρεμίζει όλο αυτό το οχυρό που είναι εκεί μέσα· μπαίνει στα θεμέλιά του, τα ανατινάζει όλα στον αέρα και δεν αφήνει τίποτε.
Και έρχεται η χάρη του Θεού, έρχεται η ευλογία του Θεού, την οποία νιώθει κανείς, όταν περάσει ο πόνος. Πιο πολύ τότε την καταλαβαίνει. Γι’ αυτό, αν κατά τη διάρκεια του πόνου ίσως δεν βλέπεις αυτή την ευλογία, μην απογοητεύεσαι. Δεν είναι εύκολο τότε να τη δεις. Όταν περάσει ο πόνος, τότε θα νιώσεις την ευλογία του Θεού, τότε θα δεις και θα νιώσεις τη χάρη του Θεού και θα πεις κι εσύ όπως ο καθένας: «Αχ, Θεέ μου, πόσο καλό βγήκε από αυτόν τον πόνο! Αχ, Θεέ μου! Αν δεν έφερνες έτσι τα πράγματα, ώστε να πονέσω όπως πόνεσα, ποτέ δεν θα ερχόταν αυτό το καλό στην ψυχή μου. Ποτέ δεν θα ευλογούσες έτσι την ψυχή μου· ποτέ δεν θα ταπεινωνόμουν, όπως τώρα ταπεινώνομαι μπροστά σου. Ποτέ, Θεέ μου, δεν θα πίστευα εγώ, έτσι όπως πίστεψα τώρα. Ποτέ δεν θα μάθαινα την υπομονή, όπως την έμαθα· ποτέ δεν θα ένιωθα τη γλυκύτητα αυτή, που νιώθω τώρα. Και για όλα αυτά αιτία είναι ο πόνος».
Με τον πόνο ξεθεμελιώνεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου κάθε ρίζα εγωιστική, κάθε ρίζα σκληρή· φεύγουν αυτά, και μένει ο άνθρωπος με την ευλογία του Θεού και είναι ταπεινός. Έχει και αυτό το καλό ο πόνος. Όταν ευλογηθείς κάτω από άλλες συνθήκες, υπάρχει κίνδυνος να υπερηφανευθείς. Αλλά όταν ευλογηθείς, αφού πονέσεις, και πονέσεις μάλιστα πολύ, τότε δύσκολα υπερηφανεύεσαι. Ταπεινώνεσαι, συντρίβεσαι, λιώνεις. Γίνεσαι στάχτη ενώπιον του Θεού.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο του πόνου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2010, σελ. 22 (απόσπασμα).
Πηγή