Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Το αυγό του Αλέξανδρου

(σχ. ΙΧΘΥΣ: Σ Υ Γ Κ Λ Ο Ν Ι Σ Τ Ι Κ Ο ! ! !)
 «Ὁ Ἀλέξανδρος γεννήθηκε με στρεβλωμένο σῶμα, ἦταν ἤπιας μορφῆς αὐτιστικό παιδί. Στήν ἡλικία των δώδεκα ἐτῶν ἦταν ἀκόμη στὴ Δευτέρα Δημοτικοῦ κι ἔμοιαζε ἀνίκανος νὰ μάθει. Ἡ δασκάλα του φρόντισε νὰ γίνει ... ἱεραπόστολος. Νὰ μὴ μείνει σε αὐτό, πού το Ὑπουργεῖο τους ἔχει πεῖ νὰ μάθουνε ἤ νὰ μὴ μάθουνε, γιὰ νὰ μὴν το διδάξουνε. Ἡ δασκάλα αὐτή ἦταν πιστή κοπέλα, πραγματική ἱεραπόστολος.
Μία μέρα ὁ Ἀλέξανδρος την πλησίασε κουτσαίνοντας καὶ τῆς φώναξε «σ΄ ἀγαπῶ κυρία». Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε φτάσει ἡ ἄνοιξη κι ὅλα τα παιδιά μιλοῦσαν με ἐνθουσιασμό γιὰ το Πάσχα ποὺ θὰ ἐρχόταν...
Ἡ κυρία ἔδωσε σε καθένα ἀπὸ τά παιδιά ἕνα μεγάλο πλαστικό αὐγὸ καὶ τούς εἶπε: «Θέλω νὰ το πάρετε αὐτό στὸ σπίτι σας κι αὔριο νὰ το φέρετε πίσω, ἀφοῦ, ὅμως, βάλετε μέσα κάτι, ποὺ νὰ δείχνει δημιουργία καὶ νέα ζωή».
Το ἑπόμενο πρωί εἴκοσι παιδιά ἦρθαν στὸ σχολεῖο γελῶντας καὶ μιλῶντας καθώς τοποθετοῦσαν τα αὐγά τους στὸ μεγάλο καλάθι μπροστά στὴν ἔδρα τῆς κυρίας τους.
Σε λίγο ἦρθε ἡ ὥρα, γιὰ νὰ ἀνοίξουν τα αὐγὰ.
Στὸ πρῶτο ἡ δασκάλα βρῆκε ἕνα λουλούδι. «Ναὶ, το λουλούδι ὁπωσδήποτε εἶναι σημάδι νέας ζωῆς», εἶπε ἡ δασκάλα καὶ συνέχισε λέγοντας «Μπράβο Μαρία!» στὴ μαθήτρια, ποὺ ἐν τῷ μεταξύ εἶχε σηκώσει το χέρι της δηλώνοντας ὅτι το αὐγό εἶναι δικό της.
Το ἑπόμενο αὐγὸ περιεῖχε μιὰ πεταλούδα, ἡ ὁποία, ὅμως, ἔδειχνε πολύ ζωντανή. Ἡ δασκάλα σήκωσε το αὐγὸ ψηλά: «Ὅλοι γνωρίζουμε, ὅτι ἡ κάμπια ἀλλάζει καὶ «μετασχηματίζεται» σε μιὰ ὄμορφη πεταλούδα. Πράγματι, αὐτό εἶναι νέα ζωή, ἐπίσης» εἶπε ἡ δασκάλα.
Μετά ἡ δασκάλα ἄνοιξε το τρίτο αὐγὸ.
«Τα ἔχασε».
Τό αὐγὸ ἦταν ἄδειο.
Σίγουρα θὰ εἶναι τοῦ Ἀλέξανδρου, σκέφτηκε. Φυσικά δὲν κατάλαβε τί ἔπρεπε νὰ πράξει ἐκείνη τὴ στιγμή. Ἐπειδή δὲν ἤθελε νὰ τόν ντροπιάσει, ἄφησε το αὐγὸ στὴν ἄκρη καὶ σήκωσε το χέρι γιὰ νὰ πάρει ἄλλο. Ξαφνικά ὁ Ἀλέξανδρος πετάχτηκε. «Κυρία, δὲ θὰ πεῖτε τίποτα γιὰ το αὐγό μου;».
Ταραγμένη ἡ δασκάλα ἀπάντησε: «Μὰ, μά Ἀλέξανδρε, το αὐγό σου εἷναι ἄδειο!». Ἐκεῖνος την κοίταξε μέσα στὰ μάτια καί τῆς εἶπε με ἁπαλὴ φωνή: «Ναὶ κυρία, μὰ καὶ τοῦ Χριστοῦ ὁ τάφος ἦταν κι αὐτός ἄδειος».
Ὁ χρόνος σταμάτησε.
Ἡ δασκάλα προσπάθησε νὰ συνέλθει.
Λίγη ὥρα μετά ρωτᾶ τον Ἀλέξανδρο: «Ἐσὺ ξέρεις γιατί ὁ τάφος ἦταν ἄδειος;» κι ἐκεῖνος ἀπαντάει: «Ναί, το Χριστό τον σκότωσαν καί τον ἔβαλαν ἐκεῖ, ὅμως, μετά ἀναστήθηκε. Αὐτὸ δὲ δείχνει τὴ νέα ζωή;».
Το κουδούνι γιὰ το διάλειμμα χτύπησε κι ἐνῶ τα παιδιά ἔτρεχαν με ἐνθουσιασμό γιά την αὐλὴ τοῦ σχολείου, ἡ δασκάλα ἔκρυψε το πρόσωπό της. Καὶ ἔκλαψε...
Τρεῖς μῆνες ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωή...
Ὅσοι συμμετεῖχαν στὴν κηδεία του, εἶδαν με ἔκπληξη πάνω στὸ φέρετρό του… εἴκοσι αὐγά. Ὅλα ἦταν ἄδεια. Σάν τον τάφο του Χριστοῦ μας πού ἦταν ἄδειος, ἐπειδή...
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!».
Ἐστάλη μέ ἠλεκτρ. ταχυδρομεῖο. Εὐχαριστοῦμε τόν Δημήτριο!