Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΘΕΟ



(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁμιλία 52)
Ἄς μάθουμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ ἂς τὰ ἀποφεύγουμε. Ἄλλωστε στὴν ἐκκλησία βλέπουμε νὰ ἐπικρατεῖ ἕνα τέτοιο ἔθιμο μεταξὺ τῶν πολλῶν. Καὶ ὅτι πασχίζουν μὲν πὼς θὰ μποῦν μὲ καθαρὰ ροῦχα καὶ ὅτι φροντίζουν πὼς θὰ πλύνουν τὰ χέρια καὶ τὸ στόμα τους, ἀλλὰ δὲν κάνουν κανένα λόγο γιὰ τὸ πὼς θὰ παρουσιάσουν τὴν ψυχὴ τοὺς στὸ Θεὸ καθαρή.

Καὶ τὰ λέω αὐτὰ ὄχι ἐμποδίζοντάς τους νὰ πλένουν τὰ χέρια καὶ τὸ στόμα, ἀλλὰ ἐπειδὴ θέλω μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ τὰ πλένουν ὅπως πρέπει, ὄχι μόνο μὲ νερό, ἀλλὰ ἀντὶ νεροῦ μὲ τὶς ἀρετές. Γιατί ἀκαθαρσία τῶν μὲν χεριῶν εἶναι ἡ ἁρπαγή, ἡ ἀδικία καὶ ἡ συμπλοκὴ μὲ τὸν πλησίον, τοῦ δὲ στόματος ἀκαθαρσία εἶναι ἡ βλασφημία, ἡ κακολογία, ἡ αἰσχρολογία, ἡ βωμολοχία, ὁ σαρκασμός, ἡ βρισιά. Ἐὰν λοιπὸν γνωρίζεις καλὰ τὸν ἑαυτό σου ὅτι δὲν κάνει τίποτα ἀπὸ αὐτά, οὔτε λέει, οὔτε εἶναι λερωμένος μὲ αὐτὴ τὴ βρωμιά, πλησίασε μὲ θάρρος. Ἐὰν ὅμως δέχτηκες μύριες φορὲς τὶς ἀκαθαρσίες αὐτές, γιατί ματαιοπονεῖς, καθαρίζοντας μὲν μὲ νερὸ τὴ γλώσσα καὶ τὰ χέρια, ἐνῶ περιφέρεις σ’ αὐτὰ τὴν ὀλέθρια καὶ καταστρεπτικὴ βρωμιά; Γιατί πές μου, ἂν εἶχες στὰ χέρια σου κοπριὰ καὶ λάσπη, θὰ τολμοῦσες ἄραγε νὰ προσευχηθεῖς; Μὲ κανένα τρόπο. Καὶ βέβαια ἀπὸ αὐτὸ δὲν θὰ ὑπῆρχε καμιὰ βλάβη, ἐνῶ ἐκεῖνα εἶναι καταστροφὴ καὶ ἀπώλεια. Πῶς λοιπὸν γιὰ τὰ μὲν ἀδιάφορα φροντίζεις, ἐνῶ γιὰ τὰ ἀπαγορευμένα ἀδιαφορεῖς; Τί λοιπόν; Δὲν πρέπει νὰ προσεύχομαι; Πρέπει βέβαια, ἀλλὰ ὄχι λερωμένος, οὔτε ἔχοντας τόσο βοῦρκο. Τί πρέπει λοιπὸν νὰ κάνω ἐὰν δεχθῶ; Νὰ καθαρίσεις τὸν ἑαυτό σου. Πῶς καὶ μὲ ποιὸν τρόπο; Κλάψε, στέναξε, κάνε ἐλεημοσύνη, ἐξομολογήσου, ἀπολογήσου σ’ αὐτὸν ποὺ ἔβρισες, συμφιλιώσου, καθάρισε μὲ αὐτὰ τὴ γλώσσα σου, γιὰ νὰ μὴν ἐξοργίσεις περισσότερο τὸ Θεό. Διότι, ἂν κάποιος ἀφοῦ γεμίσει τὰ χέρια του μὲ κοπριά σου ἔπιανε μὲ αὐτὰ τὰ πόδια παρακαλώντας σέ, ὄχι μόνο δὲν θὰ τὸν ἄκουγες, ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν κλωτσοῦσες μὲ τὸ πόδι σου. Πῶς λοιπὸν ἐσὺ τολμᾶς νὰ πλησιάζεις ἔτσι στὸ Θεό; Διότι ἡ γλώσσα εἶναι τὸ χέρι αὐτῶν ποὺ προσεύχονται καὶ μὲ αὐτὴν κρατᾶμε τὰ γόνατα τοῦ Θεοῦ. Μὴν τὴν μολύνεις λοιπόν, γιὰ νὰ μὴν πεῖ καὶ σ’ ἐσένα: ἐὰν αὐξήσεις τὴν παράκλησή σου, δὲν θὰ σὲ ἀκούσω, διότι στὸ χέρι τῆς γλώσσας βρίσκεται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος καὶ ἀπὸ τὰ λόγια σου θὰ δικαιωθεῖς ἢ θὰ καταδικαστεῖς. Καὶ σὺ μέν, ὅταν βρίσκεσαι σὲ συνουσία, μὲ τὴ γυναίκα σου, δὲν τολμᾶς στὴν κατάσταση ἐκείνη νὰ προσευχηθεῖς, ἐνῶ ὅταν κακολογεῖς καὶ βρίζεις καὶ κάνεις ἄλλα κακά, προτοῦ νὰ καθαριστεῖς καλά, ὑψώνεις τὰ χέρια σου σὲ προσευχή;
Καὶ πὼς δὲν φρίττεις, πές μου, ἐπικαλούμενος ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ καὶ φρικτὸ ὄνομα; Δὲν ἄκουσες τὸν Παῦλο ποὺ λέει: θέλω λοιπὸν οἱ ἄντρες νὰ προσεύχονται σὲ κάθε τόπο, ὑψώνοντας τὰ καθαρὰ χέρια τους, χωρὶς ὀργὴ καὶ δισταγμὸ τὸ ἴδιο καὶ οἱ γυναῖκες.