Γιατί η Εκκλησία μάς μαθαίνει να νιώθουμε ένοχοι;
Η αλήθεια είναι ότι η παρούσα ερώτηση περιέχει μια παγίδα. Διότι φέρνει ως δεδομένο ότι η Εκκλησία μας μαθαίνουμε να νιώθουμε ένοχοι. Πριν λοιπόν απαντήσουμε στο ερώτημα που τέθηκε, ας δούμε κατ’ αρχάς αν η Εκκλησία μας μαθαίνει να νιώθουμε ένοχοι.
Στην πραγματικότητα η αμαρτία από μόνη της φέρνει την ενοχή στην ψυχή. Ας θυμηθούμε τον Αδάμ και την Εύα: αμέσως μετά το προπατορικό αμάρτημα, χωρίς ο Θεός να έχει πει τίποτα, οι Πρωτόπλαστοι έτρεξαν να κρυφτούν γιατί ένιωσαν την ενοχή να τους κατακλύζει (Γεν. γ΄ 8). Η ενοχή είναι άμεση συνέπεια της αμαρτίας, γιατί η αμαρτία είναι διακοπή της κοινωνίας με τον Θεό. Και οι άνθρωποι οι οποίοι νομίζουν ότι δεν έχουν ενοχές, στην ουσία έχουν αποκοιμίσει και φιμώσει τη συνείδησή τους.Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ένοχοι! Από την εποχή που έγινε η πρώτη αμαρτία πάνω στη γη από τους Πρωτοπλάστους, όλοι οι άνθρωποι αμαρτάνουμε και άρα είμαστε ένοχοι ενώπιον του Θεού. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που να ζήσει σ’ αυτή τη γη και να μην αμαρτήσει, είτε είναι εντός Εκκλησίας είτε είναι εκτός Εκκλησίας.Η Εκκλησία λοιπόν δεν μας «μαθαίνει να νιώθουμε ένοχοι». Αντίθετα, μας μαθαίνει να απαλλασσόμαστε από τις ενοχές, αφού μας συνδέει με τον ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, που ήρθε στον κόσμο ακριβώς για να άρει, να καταργήσει την αμαρτία, την ενοχή και τον θάνατο (Πρβλ. Εβρ. β΄ 14-15). Η απολυτρωτική θυσία του Χριστού είχε ακριβώς αυτόν τον σκοπό.Η Εκκλησία, ακόμη, μας διδάσκει τις εντολές του Θεού, ώστε να βρίσκουμε ποιος είναι ο κατά Θεόν τρόπος ζωής. Μας δείχνει την σωτήρια πράξη της μετάνοιας: με αυτήν όλα τα άτοπα διορθώνονται. Η κίνηση αυτή της Εκκλησίας είναι γεμάτη αγάπη προς κάθε μέλος της. Γιατί η Εκκλησία είναι μητέρα όλων μας. Άραγε, ποιος θα κατηγορούσε τη μητέρα του επειδή όταν ήταν μικρός τον απέτρεψε βίαια από το να βάλει το χέρι του στη φωτιά; Ή, αφού το έβαλε και τσουρουφλίστηκε, τον αγκάλιασε μεν και τον περιποιήθηκε αλλά και του συνέστησε (ή και του απαγόρευσε) να μην ξαναπλησιάσει στη φωτιά; Εάν κανείς αντιληφθεί ότι η Εκκλησία είναι μητέρα, δεν θα νιώθει «περιορισμό» της ελευθερίας του.Φυσικά μπορεί κάποιος από υπερβολική ευαισθησία ή και από σχέση φόβου με τον Θεό να πνίγεται από τις ενοχές και να δυσκολεύεται πολύ. Προσοχή! Δεν χρειάζεται απελπισία! Δεν πρέπει να μένει η σκέψη μας στην ενοχή αλλά να προχωρούμε στη μετάνοια. Να τρέχουμε και πάλι στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα σαν τον Άσωτο υιό της παραβολής και να ζητάμε συγχώρηση. Και είναι σίγουρο ότι ο Θεός θα μας συγχωρήσει. Κανένας να μην κλαίει χωρίς ελπίδα για τα λάθη του, γιατί από τον τάφο του Χριστού μας ανέτειλε η συγχώρηση (πρβλ κατηχητικό λόγο Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου: μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε).Αλλά όσο πιο βαθιά ζούμε την σχέση μας με τον Θεό, τόσο όλα αυτά τα αισθήματα υποχωρούν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας μας, αυτοί που σε σχέση με εμάς ήταν ελάχιστα αμαρτωλοί, ένιωθαν τεράστιο το βάρος των αμαρτημάτων τους και μάλιστα το εξέφραζαν στις προσευχές και στα γραπτά τους (π.χ. «Τούτο γνωρίζω, Σωτήρα μου, ότι κανείς άλλος δεν αμάρτησε ενώπιόν Σου όπως εγώ, ούτε έπραξε τις αμαρτωλές πράξεις που διέπραξα εγώ» – ζ΄ ευχή Θείας Μεταλήψεως, Συμεών Νέου Θεολόγου, «ο Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει αμαρτωλούς, από τους οποίους πρώτος είμαι εγώ» –Απόστολος Παύλος στην Α΄ Προς Τιμόθεον επιστολή α΄ 15). Αλλά αυτό δεν τους έκανε να «πνίγονται»: ήταν σίγουροι ότι παλεύουν για την αγάπη του Θεού και ότι ο Θεός μπορεί να τους λυτρώσει και ότι τους βλέπει ως παιδιά Του· ένιωθαν άτακτα μεν παιδιά, παιδιά Του όμως. Και έτσι συνέβαινε το παράδοξο: να έχουν μεγάλη λύπη για το ότι λύπησαν τον Θεό και παράλληλα ακλόνητη πίστη και ελπίδα στο έλεός Του!