Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Οι παρεξηγήσεις της εξομολόγησης

Του π. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΥ*
Στην εχεμύθεια στηρίζεται όλο το θέμα της εξομολόγησης. Κάθε περίπτωση έχει την ιδιομορφία της και χρήζει ανάλογης αντιμετώπισης, κατ' αντιστοιχία των σωματικών ασθενειών και συνταγογραφήσεων.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία λίστες με αμαρτίες δεν νοούνται. Οσο και αν απαντήσουμε «ναι» ή «όχι» στα αμαρτήματα που εκθέτουν, δεν καταλήγει σε αληθινή εξομολόγηση, παρά απλά σε αναφορά. Μετάνοια υπάρχει;

Ούτε και ανάκριση επιτρέπεται να γίνεται για τους παραπάνω λόγους, ίσως έτσι μάθει αμαρτίες που δεν ήξερε ο χριστιανός και η φαντασία του ή η περιέργειά του να καλπάσει. Οι λίστες και οι ερωτήσεις ήρθαν από συγκεκριμένες χριστιανικές ομάδες που, αν και έλεγαν ότι ήταν ορθόδοξες, η μίμηση του καθολικισμού ήταν στο έπακρο, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Δεν χρειάζεται μηχανική εξιστόρηση αμαρτωλού παρελθόντος, αλλά εντοπισμός και αλλαγή, συντριβή και ταπείνωση. Ο Θεός γνωρίζει τα πεπραγμένα μας, απλά περιμένει. Οπως δεν ντρεπόμαστε ενώπιον του γιατρού, έτσι και στην εξομολόγηση. Η τήρηση των συμβουλών του πνευματικού πρέπει να ομοιάζει απόλυτα με τη λήψη των φαρμάκων για τη σωματική ακεραιότητα.
Υστερα, πότε γίνεται η εξομολόγηση; Οι περισσότεροι των χριστιανών μας την έχουν ταυτίσει με τη θεία κοινωνία μόνο προ των μεγάλων εορτών της χριστιανοσύνης. Λάθος μεγάλο. Είναι μεν προϋπόθεση της θείας κοινωνίας, αλλά ο σωστός χριστιανός, σαν καταλάβει ότι κάτι βαραίνει την ψυχή του και μετανιώσει ειλικρινά, οφείλει να το εξομολογηθεί και να το συζητήσει με τον πνευματικό του, άσχετα αν θα κοινωνήσει άμεσα. Η προτεινόμενη συχνή θεία κοινωνία προκαλεί την ανάλογη εξομολόγηση, αρκεί βέβαια να συνέβη και κάτι.
Επίσης, η συνήθεια της «ευχής» και μόνο είναι τελείως αντιδεοντολογική και βλαβερή. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν πει ο χριστιανός τίποτα, δεν σημαίνει ότι θα λάβει και τη συγχωρητική ευχή, όσο και να το απαιτεί αυτό. Αν του δοθεί, κοροϊδεύουμε εαυτόν και αλλήλους, όχι όμως τον Θεό. Οπως ο γιατρός δεν δίνει συνταγή φαρμάκων σε υγιή άνθρωπο, έτσι δεν νομιμοποιούνται οι ιερείς να το κάνουν σε χριστιανούς που κατά δήλωσή τους δεν έχουν σφάλει. Πρέπει να τους εξηγείται το άτοπο της υπόθεσης και να προτρέπονται ώστε σε ώρα ψυχικής ηρεμίας να εντοπίσουν κάτι στραβό, που, μετανιωμένοι, δεν θα ξανακάνουν. Ολα τα υπόλοιπα δείχνουν προχειρότητα και επιπολαιότητα για μια φορά ακόμη.
Η ραστώνη και η άγνοια οδηγούν στην ουσία το ποίμνιο στην παρεξήγηση και την υποτίμηση και τούτου του μυστηρίου. Κάθε μεμονωμένη προσπάθεια ορθής τοποθέτησης των θεμάτων πέφτει στο κενό της σκληρής κριτικής και αμφισβήτησης. Χάρη στην τεμπελιά το κακό πλέον γίνεται πληγή στο λειτουργικό Σώμα της Εκκλησίας. Ομολογουμένως όπου καλλιεργήθηκε η παραπάνω κακή συνήθεια «της ευχής» και μόνο έγινε λόγω τεμπελιάς των πνευματικών και της θέλησής τους ενίοτε μη χαλάσουν οι πελατειακές σχέσεις ή για να φανούν καλοί και αρεστοί έναντι άλλων, ιδιαίτερα των συνεφημερίων τους.
Επίσης, δεν θα λέγονται βέβαια τα ίδια και τα ίδια στην εξομολόγηση, μόνο και μόνο για να γεμίζουν τον χρόνο και οι ιερείς να χαϊδεύουν συνειδήσεις. Τέλος, άλλη μια παρανόηση είναι ότι η ευχή που ακούγεται στο ευχέλαιο (ιδίως αυτό της Μεγάλης Τετάρτης) συγχωρεί τις αμαρτίες χωρίς να έχουν ομολογηθεί. Το γονάτισμα έρχεται δυστυχώς ως συνήγορος της στρεβλής αυτής σκέψης. Οφείλουμε να διευκρινίζεται στους εκκλησιαζομένους έγκαιρα τι ισχύει. Τουλάχιστον να μη δημιουργούνται ψευδαισθήσεις ότι γίνονται το πρέπον και το σωτήριο. Το ένα μυστήριο δεν αναιρεί το άλλο. Καθένα διατηρεί τον ρόλο του και επικαλείται τον σκοπό του.
*Θεολόγος - κοινωνιολόγος,
διδάσκων Πανεπιστημίου Πειραιώς