ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (17/3/2019)
κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη
Τήν πρώτη
Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας
ἑορτάζει τήν Ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων της (843). Στήν
Ἀναστήλωση αὐτή, ἡ Ἐκκλησία μας βλέπει τήν συμπυκνωμένη καί
ἀλάθητη ἔκφραση τῆς ταυτότητάς της.
Βλέπει
δηλαδή τήν ταυτότητά της, ὡς βιωμένη ἀλήθεια καί
Ἁγιοπνευματική ζωή, στά εἰκονογραφημένα πρόσωπα τόσο τῆς
Θεανθρώπινης Κεφαλῆς της, ὅσο καί στά πρόσωπα τῶν
δοξασμένων μελῶν της, τῶν ἁγίων της.
Στήν
εἰκονογραφία τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχουμε τήν εἰκαστική ἔκφραση
τοῦ δοξασμένου θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Γι’
αὐτό καί δέν εἶναι καθόλου τυχαία ἡ σημερινή Εὐαγγελική
περικοπή. Στήν περικοπή αὐτή ἀκούσαμε τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι
Ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναήλ πρός τόν Χριστό: «Σύ εἶ ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,50). Ἐκπλησσόμαστε καί κατανυσσόμαστε
πραγματικά ἀπό τήν μεγαλειώδη ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ
ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπιβεβαίωσε τήν Ὁμολογία τοῦ ἀγαθοῦ ὄντως
Ἀποστόλου, ὀνόμασε τόν ἑαυτό Του «Υἱό τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω.
1,52). Ἐπιβεβαίωσε αὐτό ἀκριβῶς πού καί ἐμεῖς σήμερα
ἑορτάζουμε μέ τήν εἰκονογράφησή Του, δηλαδή τήν ταπεινή
κάθοδό Του ὡς ἀνθρώπου γιά τήν σωτηρία καί τόν δοξασμό ὅλων
ἐκείνων, πού θά ἐντάσσονται καί θά παραμένουν ζωντανοί στό
μυστηριακό σῶμα Του, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τηρώντας τίς
ἅγιες ἐντολές Του καί μετέχοντας στά θεουργά μυστήριά της.
Σήμερα, ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δοξάζει πανηγυρικά ἐκείνους πού ἔζησαν
μέ εὐσέβεια καί ἐκείνους πού διατύπωσαν συνοδικά τά ἅγια
δόγματά της, ὅσους δηλαδή ὀρθοτόμησαν τόν λόγο τῆς ἀληθείας
καί τῆς εὐσεβείας. Παράλληλα, ἀποκηρύσσει μέ κάθε
ἐπισημότητα τούς ἐκφραστές τῆς δυσσεβείας, ὀνομαστικά, ἀλλά
καί τά ἐσφαλμένα φρονήματά τους, ὅπως διαβάζουμε στό
καθιερωμένο Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας.
Σήμερα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑορτάζει τόν θρίαμβο τῆς πίστεώς της ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρέσεων.
Οἱ πιστοί
εὐφραίνονται ψυχικῶς, ὅταν κοινωνοῦν μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα
Θεό καί τούς Ἁγίους Του, μέσω τῶν εἰκόνων τους, οἱ ὁποῖες
ὑποδηλώνουν εἰκαστικῶς –κατά τό ἀνθρωπίνως δυνατόν- τήν
χαρισματική θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τόν
κύριο σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Οἱ ἅγιες
εἰκόνες, «ἐν ἀήχῳ φωνῇ», ἐκφράζουν ἀλαθήτως τό
περιεχόμενο τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό
καθόρισε μέ κάθε ἀκρίβεια ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Μέσω αὐτῶν, τό
ἀόρατο πρωτότυπο γίνεται αἰσθητά παρόν σ’αὐτές καί οἱ
πιστοί τό βλέπουν χαρισματικῶς μέ τά πνευματικά αἰσθητήριά
τους, «ἐν ἀΰλῳ ὁράσει».
Στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, τά πρωτότυπα τῶν ἱερῶν εἰκόνων -ὁ Χριστός καί οἱ
Ἅγιοί της- δέν ἀποτελοῦν ἰδεατούς τύπους, οὔτε
προσωποποιημένες ἀρετές, ἀλλά εἶναι ἱστορικά πρόσωπα μέ
τά πολύ συγκεκριμένα ἱστορικά χαρακτηριστικά τους. Εἶναι
τά πρόσωπα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἐξόχως προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας
γιά τιμή, ἀλλά καί γιά μίμηση τῆς ἁγίας ζωῆς τους.
Ἡ ἀλήθεια αὐτή
ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν προσωπική ἐμπειρία πολλῶν
πιστῶν, διαχρονικά, ἐνόσω ἡ εὐλαβής θέα τῶν ἱερῶν εἰκόνων
ἀπό αὐτούς, τούς ὁδηγεῖ σέ ζωντανή σχέση μέ τά εἰκονιζόμενα
πρόσωπα, τά ὁποῖα εἶναι χαρισματικῶς παρόντα στίς εἰκόνες
τους. Ἡ σχέση δηλαδή κοινωνίας τῶν ἑκάστοτε πιστῶν μέ τά
εἰκονιζόμενα πρόσωπα γίνεται γι’ αὐτούς μετοχή ὄχι μόνον
ἁγιασμοῦ, ἀλλά καί πραγματικῆς γνώσεως τῶν πρωτοτύπων τους.
Βέβαια, ἡ βιωματική καί ἐμπειρική αὐτή μετοχή δέν
ἀποτελεῖ μιά μηχανική διαδικασία, ἀλλά προϋποθέτει
ἐνεργά πνευματικά αἰσθητήρια καί ἁγιοπνευματική ζωή.
Ἡ ἰδιάζουσα
σχέση ἀνάμεσα στούς πιστούς καί τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα,
ἐκφράζεται κατεξοχήν μέ τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων
τους. Προσκυνοῦμε, δηλαδή, τόν Χριστό ὡς Θεάνθρωπο καί Σωτῆρα
μας, τήν Παναγία Μητέρα Του, πού Τόν γέννησε παρθενικῶς, ὡς
Θεοτόκο, καί ἐκείνους πού Τόν εὐαρέστησαν πλήρως μέ τήν ζωή
τους, ὡς δοξασμένα μέλη Του.
Ἡ προσκύνηση
τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐκφράζει ὄχι ἁπλῶς τιμή, ἀλλά καί φιλία,
φορτισμένη μέ ὑψηλό βαθμό ἀγαπητικοῦ πόθου πρός τά
εἰκονιζόμενα πρόσωπα. Γι’ αὐτό καί ἡ ἄρνηση προσκυνήσεως
τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἑρμηνεύτηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς
διάσπαση τῆς θεανθρώπινης αὐτῆς κοινωνίας. Αὐτός εἶναι καί ὁ
κύριος λόγος πού καταδικάστηκαν οἱ Εἰκονομάχοι μέ ἔκπτωση
καί ἀποκοπή τους ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἡ
εἰκονογραφία τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως καθιερώθηκε ἀπό τήν
ἁγιοπνευματική Παράδοσή της, μέ τόν «ὑψηλό» χαρακτῆρα καί
τήν ὅλη τεχνική της, ἐπιχειρεῖ νά ἐκφράσει –κατά τό
ἀνθρωπίνως δυνατόν- τήν εἰσαχθεῖσα μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ
Θεοῦ Λόγου «καινή κτίση», τήν «ὄγδοη ἡμέρα» τῆς νέας
δημιουργίας, μέσα στήν ὁποία κεντρική θέση ἔχουν τό πρόσωπο
τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τά πρόσωπα τῶν δοξασμένων μελῶν
τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, στίς
εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πιστοί συναντοῦν τήν ἔκφραση τῆς
πνευματικῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, πού τήν
συνθέτουν ἡ ἀσύγχυτη ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως μέ τήν
ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρᾶγμα πού ἐκφράζει στήν
πράξη τήν κορυφαία φανέρωση τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας
μας.
Αὐτός ὁ
πολιτισμός τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι στήν πράξη ὁ ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι πολιτισμός τῆς ψυχῆς τοῦ πιστοῦ, ἀποτελεῖ στήν
παροῦσα ζωή τόν ἀρραβῶνα καί τήν «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» πρόγευση
τῆς μέλλουσας ἄκτιστης ζωῆς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατά τόν
ἀρραβῶνα αὐτόν, ὁ Χριστός, «ὁ κάλλει ὡραῖος παρά πάντας
ἀνθρώπους», κοσμεῖ τόν ἀνακαινισμένο πιστό μέ τήν στολή τῆς
ἄρρητης, ἄκτιστης δόξας τῆς ὡραιότητάς Του καί τόν
ἀναδεικνύει συνδαιτημόνα στή μέλλουσα Βασιλεία Του.
Σ’ αὐτήν τήν
μετοχή τῆς μέλλουσας δόξας, μᾶς καλεῖ ἰδιαίτερα σήμερα ἡ
Ἐκκλησία, καί ἔτσι νοηματοδοτεῖ τήν σημερινή παρουσία μας
στήν ὀνομαστική ἑορτή της, στήν ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας.