᾿Από τόν Βίον τοῦ ῾Οσίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου
Εις τὸ Κοινόβιον εἶχον συνήθειαν οἱ Πατέρες νὰ κόπτωσιν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὰ χαμόκλαδα διὰ τὸ πῦρ, καὶ ἔκοπτον εἰς μίαν φορὰν ὅσα ἐχρειάζοντο δι᾿ ὅλον τὸ ἔτος, προσεκάλουν δὲ καὶ τοὺς Κελλιώτας καὶ ἄλλους τυχόντας ξένους διὰ νὰ βοηθήσωσιν ὅ,τι ἠδύναντο.
Μίαν λοιπὸν τῶν ἡμερῶν μετὰ τὸ κόψιμον ἐκάθισαν περὶ τὴν τετάρτην ὥραν νὰ φάγωσιν, ἐκάθισε δὲ καὶ ὁ ῞Οσιος Γέρων εἰς μίαν τῶν τραπεζῶν. Εἷς δὲ ἐκ τῶν ᾿Αδελφῶν συμπεριφερόμενος μὲ ἀταξίαν, ἤρχισε νὰ λέγῃ ἀστεϊσμοὺς καὶ νὰ κάμνῃ σχήματα περιπαικτικὰ εἰς τοὺς συγκαθημένους ᾿Αδελφοὺς καὶ νὰ ἁρπάζῃ τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης.
῾Ο Γέρων ἀφοῦ ἔκαμεν ὑπομονὴν μίαν καὶ δύο φοράς, ὡς εἶδεν ὅμως τὸν ᾿Αδελφὸν ὅτι πειράζεται δυνατὰ ἀπὸ τὸν διάβολον, ἥπλωσε πρὸς αὐτὸν καὶ βλέπων αὐτὸν κατὰ πρόσωπον, λέγει πρὸς αὐτὸν μὲ σοβαρὰν φωνήν:
– Μοναχοὶ εἴμεθα, ᾿Αββᾶ· ὑπερηφανεύεσαι, τέκνον, καὶ ἀλαζονεύεσαι μὲ αὐθάδειαν, χωρὶς νὰ συλλογίζησαι ὅτι ὁ Μοναχὸς εἶναι ὅλος εὐλάβεια εἰς πάντα καὶ ὀφείλει νὰ εἶναι ὅλος ὀφθαλμὸς ὡς τὰ Χερουβίμ, χωρὶς νὰ ὑψηλοφρονῇ παντάπασι. Μὰ τὸ λέγω σοι, τέκνον, τὸ μυρμήκιν ἀνεβαίνει καὶ τρώγει σε καὶ ταπεινώνει τὴν ἀλαζονείαν σου (αὐτὸς ἦτο ὁ λόγος τοῦ Γέροντος ἀντὶ ὅρκου· διότι οὐδέποτε ὤμοσεν, ἀλλὰ τὴν λέξιν ταύτην μετεχειρίζετο, μὰ τὸ λέγω σοι).
῾Ο δὲ ᾿Αδελφὸς ἀφοῦ ἐπερίπαιξε καὶ τὸν Γέροντα, ἔκαμνεν εἰς αὐτὸν σχήματα περιγελαστικά, λέγων:
– Ναί, γέρον, τὸ μυρμήκιν ἀνεβαίνει καὶ τρώγει με. ῞Οταν ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὸ φαγητόν, ἕκαστος ὅπου εὕρισκε μικρὰν σκιὰν ἀνεπαύετο ὀλίγον, ἕως ὅτου περάσῃ ὁ πολὺς καύσων τοῦ ἡλίου. ῾Ο ᾿Αδελφὸς λοιπὸν οὗτος ἀνεπαύθη εἰς τὴν σκιὰν πέτρας τινὸς καὶ ἐκοιμήθη βαρέως, διότι ἔπιε πολὺν οἶνον, μᾶλλον δὲ καὶ διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος τοῦ Γέροντος. ῾Ως συμβαίνει συνήθως εἰς τοὺς κόπτοντας ξύλα, εἶχε πληγωθῆ ὀλίγον ὑπὸ κλάδου θάμνου εἰς τὸ γόνατον καὶ ἐξῆλθε σταγὼν αἵματος. Πλησίον τῆς πέτρας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκοιμήθη, ὑπῆρχε φωλεὰ μυρμήκων, οἱ ὁποῖοι ἐμυρίσθησαν τὸ αἷμα τῆς πληγῆς καὶ συναχθέντες, τοσοῦτον ἔφαγον αὐτὴν γύρωθεν καὶ ἐγύμνωσαν τὴν σάρκα, ὥστε ἔγινε τραῦμα σχεδὸν μιᾶς παλάμης.
῾Ο δὲ ᾿Αδελφός, ἀφοῦ ἐξύπνησε καὶ ἠσθάνθη τὸν πόνον τοῦ ποδός, ἔτριψεν αὐτὸν μὲ τὴν χεῖρα· ὅταν εἶδε δὲ τὴν ὀργὴν ἐκείνην, ἕως δύο φούκτας μυρμήκων γύρωθεν τοῦ ποδὸς αὐτοῦ καὶ τὴν μεγάλην πληγήν, ἤρχισε νὰ φωνάζῃ τὸ Κύριε, ἐλέησον! Συναχθέντες οἱ ᾿Αδελφοὶ ἠρώτων αὐτὸν τὴν αἰτίαν τῶν φωνῶν, ὁ δὲ ἀφοῦ ἔδειξε τὸν πόδα αὐτοῦ, εἶπε· – Τοῦτο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Γέροντος. Τοῦτο ἰδόντες πάντες ἐξεπλήττοντο, ὁ δὲ ᾿Αδελφὸς ἐσηκώθη καὶ ἦλθε τρέχων καὶ ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Γέροντος, ζητῶν συγχώρησιν διὰ τὸ σφάλμα του καὶ εὐχὴν θεραπείας.
Θαυμάσιος Βίος καί Διδασκαλία τοῦ ῾Οσίου Πατρός ἡμῶν Γεωργίου Χοζεβίτου τοῦ Κυπρίου,ὑπό Παύλου Μοναχοῦ Χοζεβίτου, § 15, σελ. 24-25,
ἔκδοσις τρίτη, ῾Ιερουσαλήμ, τύποις ῾Ιεροῦ Κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου, ἄ.χ.
Αναδημοσίευση εκ του περιοδικού ''Άγιος Κυπριανός,'' τεύχος 336, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2007, σελ. 16.
ἔκδοσις τρίτη, ῾Ιερουσαλήμ, τύποις ῾Ιεροῦ Κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου, ἄ.χ.
Αναδημοσίευση εκ του περιοδικού ''Άγιος Κυπριανός,'' τεύχος 336, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2007, σελ. 16.