Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

“ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν”


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ
10 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019
Απόστολος: Ρωμ. ιγ΄ 11 – ιδ΄ 4
Ευαγγέλιον: Ματθ. στ΄ 14 – 21
Ήχος: πλ. δ΄ .- Εωθινόν: Η΄
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
“ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν” (Ρωμ. ΙΓ΄ 14)
Το ένδυμα του χοϊκού σώματος
Οι πάντες γνωρίζουσι το “ένδυμα”. Είναι το ιμάτιον εκείνο, δια του οποίου ο άνθρωπος, αφ’ ενός μεν, περιβάλλει την γύμνωσίν του και καλύπτει τα ασχήμονα μέλη, “περιτιθέμενος”, – κατά τον θείον Παύλον – “τούτοις περισσοτέραν τιμήν” (Α΄ Κορινθ. ΙΒ΄ 23) και αφ’ ετέρου, είναι το κάλυμμα εκείνο, δια του οποίου προφυλάσσει εαυτόν, από τας ποικίλας καιρικάς μεταβολάς και συνθήκας. Το “ένδυμα” είναι η περιβολή εκείνη, δια της οποίας ο Κύριος “ενδύει” τους πρωτοπλάστους μετά την πτώσιν των και ολίγον πριν εκβάλη τούτους εκ του Παραδείσου˙ καθ’ ότι, προ της πτώσεως, η Θεία Χάρις εκάλυπτεν αυτούς και παρ’ ότι ήσαν γυμνοί, ουκ ησχύνοντο. “Και εποίησε Κυριος ο Θεός τω Αδὰμ και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς” (Γεν. Γ΄ 21). Είναι ο “καλλωπισμός” του σώματος, του φθαρτού και γηΐνου, που σκοπόν έχει την ευπρέπειαν αλλά και τον αγιασμόν αυτού.
Το “ένδυμα“ της αφθάρτου ψυχής
Εκπλήσσει, όντως, ο συγκεκριμένος τίτλος της δευτέρας ταύτης παραγράφου. Μα η ψυχή είναι άϋλος! Είναι άσαρκος και ασώματος. Δεν είναι ορατή και αισθητή εις τας σωματικάς αισθήσεις. Την έχομεν μεν, αλλά δεν δυνάμεθα να την προσδιορίσωμεν. Είναι εντός του σώματος ημών, – εφ’ όσον είναι ο καθ’ αυτό άνθρωπος – αλλά οι σαρκικοί και γήϊνοι οφθαλμοί ημών, δεν δύνανται να την ίδωσι, διότι η υπόστασις αυτής είναι καθαρώς πνευματική.
Και όμως … Παρ’ όλην αυτήν την πνευματικήν φύσιν της ψυχής του ανθρώπου, διαβεβαιούμεθα υπό του Δημιουργού αυτής, ότι, και ενδεδυμένη είναι αύτη και ερειπωμένη πολλάκις και τετραυματισμένη ωσαύτως και πεινώσα και διψώσα και γυμνητεύουσα και λελαμπρυσμένη και κεκοσμημένη και έχουσα, εν πάσει περιπτώσει, εμφάνισιν διακριτήν και αισθητήν. Άλλωστε θα ενθυμούμεθα ότι και εις την παραβολήν “των βασιλικών γάμων”, ο Κύριος απέρριψε τον προσκεκλημένον εκείνον και ήδη ανακείμενον εις την Βασιλικήν τράπεζαν, επειδή δεν είχε ενδυθή “ένδυμα γάμου”. Εις την ερμηνείαν δε, της παραβολής ταύτης, ουδέν άλλο υπονοείται ει μη … το της ψυχής ένδυμα, δια του οποίου θα πρέπη να είμεθα ενδεδυμένοι εις την Ουρανίαν τράπεζαν της Βασιλείας των Ουρανών. Το ένδυμα, επίσης, της ψυχής, το διακρίνομεν και εις την προκειμένην περίπτωσιν, όπου ο θείος Απόστολος Παύλος συνιστά να ενδυθούμε τον … Κύριον και συνεχίζει δια να … αντιδιαστείλη και διακρίνη το “ένδυμα”, από τας ανάγκας της σαρκός, “και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας” (Ρωμ. ΙΓ΄ 14).
Ο Χριστός, το ένδυμα
Όταν οι άνθρωποι αγοράζουν διάφορα είδη δια τας οικογενείας των η και δια τον εαυτών των, επιδιώκουν να αποκτήσουν ο,τι το καλύτερον και προσπαθούν να απολαύσουν όσον το δυνατόν, εκείνα τα οποία ηγόρασαν και απέκτησαν. Είναι δε τούτο, κάτι το αυτονόητον, όχι μόνον δια την “κοινήν λογικήν”, αλλά και δια την “σώφρονα” λογικήν. Εάν λοιπόν σκεφθώμεν, κατά παρόμοιον τρόπον, την περιποίησιν και ένδυσιν αλλά και πνευματικήν διακόσμησιν της ψυχής μας, αντιλαμβανόμεθα ότι η πλέον λαμπρά και επιφανής στολή αυτής, είναι Αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Και όντως˙ τις η τι ωραιότερον και γλυκύτερον και ανώτερον και κοσμιώτερον του Γλυκυτάτου Ιησού ημών; Ποίον ένδυμα η ποίον κόσμημα αμυθήτου αξίας, δύναται να συγκριθή με τον Ίδιον τον Θεόν και την άφραστον και απερινόητον δόξαν Του; Αν η ψυχή μας – κατά τον λόγον του Δημιουργού της – δεν δύναται να συγκριθή και να ευρεθή μειονεκτούσα έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος, – “Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;” (Μάρκ. Η΄ 36-37) – πόσω μάλλον, Αυτός ο Κύριος και Θεός ημών Ιησούς Χριστός υπερέχει και καλύπτει παν το επίγειον και καταχθόνιον, αλλά και ουράνιον και υπερουράνιον, πρόσωπον η πράγμα; Προ Αυτού, τα πάντα ωχριούν και αδυνατούν. Ακόμη και αυτή η ιδία βιολογική ζωή ημών, δεν έχει ουδεμίαν αξίαν και δια τούτο οι Άγιοι του Θεού άνθρωποι, εθυσίασαν ταύτην, ανταλλάσσοντες αυτήν δια την Ουράνιον μετά του Κυρίου αιωνίαν ζωήν και μακαριότητα.
Αυτήν την “ενδυμασίαν” έφερον οι Άγιοι της Εκκλησίας μας και δι’ αυτήν εσεμνύνοντο. Ως όντα δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, ουδέν άλλο προετίμων και επέλεγον εις την παρούσαν ταύτην ζωήν, παρά το να ευρίσκωνται συνεχώς μετά του Κυρίου και να ανησυχούν εις την απειλήν και μόνην της διακοπής και μόνης αυτής της ιεράς σχέσεως και εξαρτήσεως. “Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις η στενοχωρία η διωγμός η λιμός η γυμνότης η κίνδυνος η μάχαιρα; … Πεπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών” (Ρωμ. Η΄ 35-39). Δεν ηδύναντο να διανοηθώσι ότι θα “προέκυπτε” ποτέ ο,τιδήποτε εις την ζωήν των, το οποίον θα εκλόνιζε και θα συνέτριπτε την, μετά του Κυρίου, συμβίωσίν των. Ο μέγας όσιος και πατήρ των ημερών ημών, γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ερωτώμενος παρά τινος επισκέπτου, πως ησθάνετο προ του επικειμένου φυσιολογικού σωματικού θανάτου του, απήντησεν, – ως δύναμαι να ενθυμηθώ τα λόγιά του – “Όταν πεθάνω και με ρωτήσει ο Κύριος, ֞τι θέλεις εσύ εδώ στον Παράδεισο֦ θα του ειπώ: Χριστούλη μου, εγώ ήλθα, γιατί εσένα αγαπάω. Αν όμως είναι να με στείλης στην Κόλαση, σε παρακαλώ νάρθης και συ μαζί μου, γιατί χωρίς εσένα δεν αντέχω”.
Χωρίς τον Χριστόν, τι … ;
Εις τούτο το ερώτημα, οι άνθρωποι του κόσμου και των ηδονών, θα απήντων με την “γνωστήν” αφέλειαν και επιπολαιότητα, η οποία τους υποχρεώνει να θεωρούν ότι τα πάντα ευρίσκονται εις ταύτην την ζωήν και μετά τον θάνατον υπάρχει το … μηδέν!!! Οι άνθρωποι, όμως, οι πιστεύοντες εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, οι, συνειδητώς, ζήσαντες μετ’ Αυτού, θεωρούν ως κόλασιν – και είναι, όντως! – τον χωρισμόν απ’ Αυτού. Κύριε, μη απορρίψης ημάς από του προσώπου Σου. Αμήν.
Αρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών