Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Ὡς μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες μορφὲς τῆς
Ἐκκλησίας μας συγκαταλέγεται καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Μέγας
θεολόγος, φιλόσοφος, ἀσκητὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 580
ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἀριστοκράτες γονεῖς, γι’ αὐτὸ ἀπέκτησε σπουδαία μόρφωση
στὰ ἐκεῖ ὀνομαστὰ πανδιδακτήρια. Ἡ εὐγενὴς καταγωγὴ του τὸν βοήθησε νὰ
ἀνέλθει σὲ σπουδαῖες θέσεις στὴν διοίκηση τοῦ Κράτους. Σὲ ἡλικία μόλις
τριάντα ἐτῶν ἔγινε ἀρχιγραμματέας τοῦ αὐτοκράτορα Ἡράκλειου (610-641).
Ὅμως πολὺ γρήγορα διαπίστωσε πὼς οἱ κοσμικὲς ἐξουσίες ἔχουν ἐφήμερο
χαρακτήρα καὶ γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν Ἐκκλησία. Ἀποσύρθηκε
στὴ Μονὴ Φιλιππικοῦ στὴ Χρυσούπολη καὶ ἀργότερα στὴ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου
στὴν Κύζικο, ὅπου ἔδειξε μεγάλο ζῆλο γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση.
Ἀλλὰ δὲν ἔμελλε νὰ ἀπολαύσει τὴν ἤρεμη
καὶ ἥσυχη μοναχικὴ ζωή. Στὶς μέρες του ἡ Ἐκκλησία σπαράσσονταν ἀπὸ τὴν
αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ, τὴν ὁποία εἶχε υἱοθετήσει ὁ αὐτοκράτορας
Ἡράκλειος καὶ ἤθελε νὰ τὴν ἐπιβάλλει στοὺς ὀρθοδόξους πιστοὺς ὑπηκόους
του. Σύμμαχοί του ὁ πατριάρχης Σέργιος καὶ ὁ διάδοχός του Πύρρος.
Ἡ αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ ἦταν προϊόν
τῆς προηγηθείσας αἵρεσης τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, τὴν ὁποία εἶχαν καταδικάσει
ἡ Δ΄ καὶ ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καὶ ἀρνοῦνταν τὴν πραγματικὴ
ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ μονοθελητισμὸς δίδασκε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν
εἶχε δύο θελήσεις καὶ ἐνέργειες, ὅπως δόξαζε ἡ
Ἐκκλησία, ἀλλὰ μία θέληση καὶ ἐνέργεια, τὴ θεία. Ἡ αἱρετικὴ αὐτὴ πίστη
εἶχε τεράστιες ἐπιπτώσεις στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀπέρριπτε τὴν
ἀληθινὴ ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρα τὴν πραγματικὴ σωτηρία
τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὁ Ἡράκλειος εἶχε λόγους νὰ ἐπιβάλλει τὴν
αἵρεση αὐτή, γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ κράτους. Οἱ ἀνατολικὲς ἐπαρχίες, Μέση
Ἀνατολὴ καὶ ἡ Αἴγυπτος ἦταν μονοφυσίτες, καὶ πίστευε πὼς μὲ τὸν
μονοθελητισμὸ θὰ τοὺς ἐνέτασσε καὶ πάλι στὴν ἐξουσία του, διότι εἶχαν
τάσεις ἀνεξαρτητοποίησης.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀντέδρασε σφόδρα κατὰ
τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν τοῦ αὐτοκράτορα. Μὲ τὴν αἰτιολογία τῶν βαρβαρικῶν
ἐπιδρομῶν, ἔφυγε τὸ 626 ἀπὸ τὴ Μονὴ τῆς Κυζίκου καὶ πῆγε στὴν Ἀφρικὴ μὲ
τρεῖς μαθητές του, τοὺς δύο Ἀναστάσιους καὶ τὸν Θεόδωρο. Ἐκεῖ βρίσκει
τὸν ἐπίσκοπο Πύρρο, τὸν ὁποῖο κατατρόπωσε σὲ δημόσιο διάλογο γιὰ τὶς
αἱρετικές του θέσεις. Ὁ Πύρρος δέχτηκε κατ’ ἀρχὴν τὴν ὀρθόδοξη
διδασκαλία, ἀλλὰ ἀργότερα τὴν ἀναίρεσε ξανὰ καὶ ἔγινε πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως τὸ 654. Στὴν Ἀφρικὴ ὁ ἅγιος Μάξιμος γνώρισε καὶ τὸν
ἅγιο Σωφρόνιο μετέπειτα πατριάρχη Ἱεροσολύμων, μὲ τὸν ὁποῖο ἀνάλαβαν
κοινὸ ἀγώνα γιὰ τὴν προάσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ 646 μετέβη στὴ Ρώμη,
ὅπου συνάντησε τὸν Πάπα Μαρτίνο Α΄, στὸν ὁποῖο ἐξήγησε τὸ πρόβλημα τῆς
Ἐκκλησίας στὸ Βυζάντιο. Μάλιστα κατόρθωσε νὰ συγκαλέσει τὴ Σύνοδο τοῦ
Λατερανοῦ τὸ 649, ἡ ὁποία καταδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ καὶ
ἀναθεμάτισε ὅσους τὴν ἀκολουθοῦν.
Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου ἑρμηνεύτηκε ἀπὸ
τὸν διάδοχο τοῦ Ἡρακλείου, ἐπίσης αἱρετικό, αὐτοκράτορα Κώνστα Β΄ ὡς
στάση κατὰ τοῦ κράτους καὶ γι’ αὐτὸ τὸ 453 στάλθηκε ἀπόσπασμα στὴ Ρώμη,
τὸ ὁποῖο συνέλαβε τὸν ἅγιο Μάξιμο, τοὺς τρεῖς μαθητές του καὶ τὸν Πάπα
Μαρτίνο καὶ τοὺς ὁδήγησε δέσμιους στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ τιμωρίες ἦταν
φρικτές, στὸν ἅγιο Μάξιμο καὶ τοὺς μαθητές του, τοὺς ἔκοψαν τὴ γλώσσα
καὶ τὸ δεξὶ χέρι καὶ στὸν Πάπα τὸν ἐξόρισαν στὴ Χερσώνα καὶ τὸν
καταδίκασαν νὰ ζεῖ σὲ ἄθλιες συνθῆκες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος πέθανε τὶς 13
Αὐγούστου τοῦ 662 φυλακισμένος τὸ φρούριο Σχίμαρι Λαζικής. Λίγο ἀργότερα
πέθαναν καὶ οἱ μαθητές του, καθὼς καὶ ὁ ἐξόριστος Πάπας.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἀναγνώρισε τοὺς ἀγῶνες
τοῦ ἁγίου Μαξίμου, τὸν ὁποῖο κατέταξε στοὺς μεγάλους ἁγίους καὶ τοῦ
ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ ὁμολογητῆ. Τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς μαθητές
του καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Μαρτίνο.
Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου πηγάζει
ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἐκφράζει ἀπόλυτα τὴ γνήσια παράδοση. Ὁ Υἱὸς καὶ
Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τῆς αὐτῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ ἑνώθηκε ἡ θεία μὲ τὴν
ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς καμιὰ σύγχυση, ἀλλοίωση καὶ τροπή. Στὸ πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ ὑπῆρχαν ἐπίσης καὶ δύο θελήσεις, ὅπως καὶ δύο ἐνέργειες, ἡ θεία
καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Χάρις στὴν τέλεια αὐτὴ ἕνωση τῶν δύο φύσεων καὶ τὴ
λειτουργία τῶν δύο θελήσεων καὶ ἐνεργειῶν συντελέστηκε ἡ σωτηρία τοῦ
ἀνθρωπίνου γένους. Ἀντίθετα, ὁ μονοφυσιτισμός, ἀρνούμενος τὴν πραγματικὴ
ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μονοθελητισμός, ἀρνούμενος τὴν ἀνθρώπινη
θέληση, δηλαδὴ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ σωθεῖ, καθιστὰ τὴ
σωτηρία θεωρητικὴ καὶ ὄχι πραγματική, ὅπως δοξάζει ἡ Ὀρθοδοξία μας. Η
ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (680) στηρίχτηκε καὶ ἀνάπτυξε τὴ θεολογία τοῦ
ἁγίου Μαξίμου.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀνήκει ἐπίσης στοὺς
μυστικοὺς θεολόγους. Μὲ τὴ δική του φωτισμένη συμβολή, κατόρθωσε νὰ
μεταστοιχειώσει τὸν νοσηρὸ μυστικισμὸ τοῦ νεοπλατωνισμοῦ, ποὺ ἦταν
διάχυτος στὴν ἐποχή του, ὅπως λ.χ. στὰ περίφημα «Ἀρεοπαγιτικὰ
Συγγράμματα», σὲ ὀρθόδοξη θεολογία. Σὲ ἐμπειρική, δηλαδή, ἐσωτερικὴ
βίωση τῆς παρουσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε
νοησιαρχία, ἡ ὁποία δὲν ἔχει θέση στὴ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
μας καὶ στοὺς βυζαντινοὺς θεολόγους. Εἶναι ἀκόμα ὁ θεμελιωτὴς τῆς
ἀποφατικῆς θεολογίας, ὁ ὀρθόδοξος τρόπος προσέγγισης τοῦ μυστηρίου τῆς
Θεότητας. Τὸ ἀπέραντο συγγραφικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἀποτελεῖ μέχρι
σήμερα πηγὴ μελέτης καὶ βίωσης τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴ μνήμη του στὶς 21 Ἰανουαρίου.