Ο άγιος Νεκτάριος ήταν Επίσκοπος (δεσπότης) Πενταπόλεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας
(Η ζωή του αγίου Νεκταρίου είναι γεμάτη θαυμαστά γεγονότα.
Αναζητείστε την πλήρη βιογραφία του [μια ωραία λογοτεχνική παρουσίαση
είναι το βιβλίο: Ο άγιος του αιώνα μας, του Σώτου Χοντροπούλου]. Τα
θαύματά του πιάνουν βιβλία ολόκληρα. Εδώ μερικά ψίχουλα μόνο για δείγμα
και κέντρισμα)
[1]
Κάποτε και ενώ ο Άγιος ήταν ακόμα Διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, ένας δεκαοκτάχρονος μαθητής του, ο Νικόλας, είχε αρρωστήσει βαριά με ανίατη για την εποχή εκείνη ασθένεια.
- Βλέπετε, Σεβασμιώτατε, έλεγε στον Άγιο ο μαθητής του, το σχέδιο του Θεού είναι να πεθάνω!
Το βράδυ ο Άγιος λειτούργησε, προσευχήθηκε, έκανε αγρυπνία, παρακάλεσε τον Θεό, την Παναγία...
Την άλλη μέρα το μεσημέρι στο τραπέζι ανακοίνωσε στους μαθητές της Σχολής:
- Ο Νικόλας θα γίνει καλά!
Κάποτε και ενώ ο Άγιος ήταν ακόμα Διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, ένας δεκαοκτάχρονος μαθητής του, ο Νικόλας, είχε αρρωστήσει βαριά με ανίατη για την εποχή εκείνη ασθένεια.
- Βλέπετε, Σεβασμιώτατε, έλεγε στον Άγιο ο μαθητής του, το σχέδιο του Θεού είναι να πεθάνω!
Το βράδυ ο Άγιος λειτούργησε, προσευχήθηκε, έκανε αγρυπνία, παρακάλεσε τον Θεό, την Παναγία...
Την άλλη μέρα το μεσημέρι στο τραπέζι ανακοίνωσε στους μαθητές της Σχολής:
- Ο Νικόλας θα γίνει καλά!
Το βράδυ η Παναγία είχε παρουσιαστεί στον ύπνο του Αγίου και του είχε αναγγείλει τη θεραπεία του παιδιού.
Πράγματι, από το βράδυ κιόλας της ίδιας ημέρας, παρόλο που οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες ζωής στο νεαρό μαθητή του Αγίου, αυτός άρχισε να γίνεται καλύτερα και σε λίγα χρόνια μάλιστα, έλαβε το αξίωμα της Ιερωσύνης από τα ίδια τα χέρια του Αγίου.
[2]
Ο Δεσπότης (ο άγιος Νεκτάριος) ήταν άγιος από ζωντανός. Ένα πρωί, ήρθε μια πλουσιότατη οικογένεια από τις Κυκλάδες. Οι γονιοί κι ένα κορίτσι. Τη μικρή την είχαν πάει στην Αγγλία. Την εξέτασαν οι γιατροί και είπαν ότι άμα γίνει δεκατριών χρονών θα πεθάνει. Το λοιπόν, ξαναπήγαν το παιδί στην Αγγλία, για δεύτερη φορά. Τίποτα. Ήρθαν και πάλι άπρακτοι στο νησί τους. Τότε η μάνα του παιδιού είδε στον ύπνο της το Δεσπότη τον Άγιο Νεκτάριο. Της είπε:
- Παντού το πήγατε το παιδί, παντού το γυρίσατε. Φέρτε το και στο σπίτι μου, στην Αίγινα. Με λένε Νεκτάριο. Μην το ταλαιπωρείτε. Αυτό είναι όπως το γέννησες, ολόκαλο!...
Γι αυτό ήρθαν στην Αίγινα. Τους πήγα στο μοναστήρι. Κάνανε λειτουργία και κοινωνήσανε από το Δεσπότη (δηλ. από τον άγιο Νεκτάριο). Εκείνος το σταύρωσε και τους είπε ότι ο Θεός θα το κάνει καλά. Φύγανε οι άνθρωποι. Ύστερα από λίγο καιρό, νά σου κι ήρθανε πάλι. Το κορίτσι τους ήταν πεντάγερο. Με βρήκανε στην αγορά και σαλτάραν (ανέβηκαν) πάνω στην καρότσα να τους πάω στο μοναστήρι. Κάνανε πάλι λειτουργία. Κλαίγανε και γελούσανε μαζί, απ’ τη χαρά τους. Ο Δεσπότης το θεράπευσε το παιδί.
Ο Δεσπότης (ο άγιος Νεκτάριος) ήταν άγιος από ζωντανός. Ένα πρωί, ήρθε μια πλουσιότατη οικογένεια από τις Κυκλάδες. Οι γονιοί κι ένα κορίτσι. Τη μικρή την είχαν πάει στην Αγγλία. Την εξέτασαν οι γιατροί και είπαν ότι άμα γίνει δεκατριών χρονών θα πεθάνει. Το λοιπόν, ξαναπήγαν το παιδί στην Αγγλία, για δεύτερη φορά. Τίποτα. Ήρθαν και πάλι άπρακτοι στο νησί τους. Τότε η μάνα του παιδιού είδε στον ύπνο της το Δεσπότη τον Άγιο Νεκτάριο. Της είπε:
- Παντού το πήγατε το παιδί, παντού το γυρίσατε. Φέρτε το και στο σπίτι μου, στην Αίγινα. Με λένε Νεκτάριο. Μην το ταλαιπωρείτε. Αυτό είναι όπως το γέννησες, ολόκαλο!...
Γι αυτό ήρθαν στην Αίγινα. Τους πήγα στο μοναστήρι. Κάνανε λειτουργία και κοινωνήσανε από το Δεσπότη (δηλ. από τον άγιο Νεκτάριο). Εκείνος το σταύρωσε και τους είπε ότι ο Θεός θα το κάνει καλά. Φύγανε οι άνθρωποι. Ύστερα από λίγο καιρό, νά σου κι ήρθανε πάλι. Το κορίτσι τους ήταν πεντάγερο. Με βρήκανε στην αγορά και σαλτάραν (ανέβηκαν) πάνω στην καρότσα να τους πάω στο μοναστήρι. Κάνανε πάλι λειτουργία. Κλαίγανε και γελούσανε μαζί, απ’ τη χαρά τους. Ο Δεσπότης το θεράπευσε το παιδί.
[3]
(Από διήγηση αυτόπτη μάρτυρα)
Αμέτρητα θαύματα γίνονταν από τότε (όταν ζούσε). Δαιμονισμένοι λυτρώνονταν, άρρωστοι θεραπεύονταν, χίλια δυο. Τα μαθαίναμε όλοι οι Αιγινήτες και σταυροκοπιόμασταν. Πολλά, πολλά... Μόνο που τον έβλεπες, αισθανόσουνα πως ήταν θαυματουργός. Γαλήνια η μορφή του. Πράος, γλυκός. Άνθρωπος με πνεύμα Θεού.
...Τρέχω κάποτε στο κελί του Αγίου. Μόλις μπήκα στην τραπεζαρία του, βλέπω την εσωτερική πόρτα ανοιχτή. Αυτό που αντίκρυσα στη συνέχεια - όπως θα καταλάβετε με άφησε άναυδη. Με γέμισε θαυμασμό. Ο Άγιος δεν πατούσε στο πάτωμα! Στεκότανε στον αέρα, δύο σπιθαμές πάνω από το έδαφος! Τα χέρια του ήσαν υψωμένα προς το εικονοστάσιο του, στην Παναγία και προσευχόταν. Το πρόσωπό του είχε υποστεί μιαν αλλοίωση. Πρόσωπο Αγίου. Όταν είδα αυτό το θαύμα, συγκινήθηκα βαθύτατα...
(Από διήγηση αυτόπτη μάρτυρα)
Αμέτρητα θαύματα γίνονταν από τότε (όταν ζούσε). Δαιμονισμένοι λυτρώνονταν, άρρωστοι θεραπεύονταν, χίλια δυο. Τα μαθαίναμε όλοι οι Αιγινήτες και σταυροκοπιόμασταν. Πολλά, πολλά... Μόνο που τον έβλεπες, αισθανόσουνα πως ήταν θαυματουργός. Γαλήνια η μορφή του. Πράος, γλυκός. Άνθρωπος με πνεύμα Θεού.
...Τρέχω κάποτε στο κελί του Αγίου. Μόλις μπήκα στην τραπεζαρία του, βλέπω την εσωτερική πόρτα ανοιχτή. Αυτό που αντίκρυσα στη συνέχεια - όπως θα καταλάβετε με άφησε άναυδη. Με γέμισε θαυμασμό. Ο Άγιος δεν πατούσε στο πάτωμα! Στεκότανε στον αέρα, δύο σπιθαμές πάνω από το έδαφος! Τα χέρια του ήσαν υψωμένα προς το εικονοστάσιο του, στην Παναγία και προσευχόταν. Το πρόσωπό του είχε υποστεί μιαν αλλοίωση. Πρόσωπο Αγίου. Όταν είδα αυτό το θαύμα, συγκινήθηκα βαθύτατα...
[4]
...Όταν γύρισα το 1920 από τη Μικρασιατική οπισθοχώρηση, έμαθα πως λίγες ημέρες πριν, μια φτωχειά γυναίκα πήγε ξυπόλητη στο μοναστήρι. Μόλις την είδε ο Άγιος, έβγαλε τις παντόφλες του και τις έδωσε. Ύστερα από λίγο, πήγε μα άλλη φτωχειά που πείναγε. Λέει τότε ο Άγιος στις Γερόντισσες:
- Δώστε της να φάει.
- Δεν έχουμε τίποτα, Σεβασμιώτατε, εκτός από λιγοστό ψωμάκι.
- Να το δώσετε αμέσως, τους είπε ... κι έχει ο Θεός!...
Το άλλο πρωί, νά ’σου ένας πλούσιος με δύο γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, αλεύρι. Δωρεά στη μονή. Το ξέρω, γιατί βοήθησα στο ξεφόρτωμα. Θυμάμαι, γύρισε ο Άγιος εκείνη τη στιγμή και λέει με σημασία στην ηγουμένη:
-Γερόντισσα, έχει ο Θεός!... Κι έκανε το σταυρό του.
...Όταν γύρισα το 1920 από τη Μικρασιατική οπισθοχώρηση, έμαθα πως λίγες ημέρες πριν, μια φτωχειά γυναίκα πήγε ξυπόλητη στο μοναστήρι. Μόλις την είδε ο Άγιος, έβγαλε τις παντόφλες του και τις έδωσε. Ύστερα από λίγο, πήγε μα άλλη φτωχειά που πείναγε. Λέει τότε ο Άγιος στις Γερόντισσες:
- Δώστε της να φάει.
- Δεν έχουμε τίποτα, Σεβασμιώτατε, εκτός από λιγοστό ψωμάκι.
- Να το δώσετε αμέσως, τους είπε ... κι έχει ο Θεός!...
Το άλλο πρωί, νά ’σου ένας πλούσιος με δύο γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, αλεύρι. Δωρεά στη μονή. Το ξέρω, γιατί βοήθησα στο ξεφόρτωμα. Θυμάμαι, γύρισε ο Άγιος εκείνη τη στιγμή και λέει με σημασία στην ηγουμένη:
-Γερόντισσα, έχει ο Θεός!... Κι έκανε το σταυρό του.
[5]
... Άλλη μια φορά, πήγανε χωρικοί από τον Κοντό και του είπαν ότι με την ανομβρία θα πάθουνε πολλές ζημιές. Ο Άγιος έκανε δέηση και άρχισε αμέσως δυνατή βροχή! Τα θυμάμαι πολύ καλά.
Τι ευλογία, γιαγιά, να ζήσει στο νησί σας ο Άγιος Νεκτάριος!...
... Άλλη μια φορά, πήγανε χωρικοί από τον Κοντό και του είπαν ότι με την ανομβρία θα πάθουνε πολλές ζημιές. Ο Άγιος έκανε δέηση και άρχισε αμέσως δυνατή βροχή! Τα θυμάμαι πολύ καλά.
Τι ευλογία, γιαγιά, να ζήσει στο νησί σας ο Άγιος Νεκτάριος!...
[6]
(Διηγείται κάποιος στρατιώτης του 1940)
«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις επέστρεψα από το αλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ακριβώς, έπεσε μια οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο πηγάδι. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται αστραπιαία ένας παπάς - πού βρέθηκε; - και μου δίνει μια γερή σπρωξιά. Μ΄ έριξε στο χώμα, σε κατεύθυνση αντίθετη από την οβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικά από θαύμα.
Όταν γύρισα στο Πειραιά, άρχισα να ρωτώ γνωστούς παπάδες και να κοιτάζω φωτογραφίες ιερωμένων, για να βρω τον παπά που μ’ έσωσε. Εκείνος, μόλις μ’ έσπρωξε, εξαφανίστηκε. Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε που μου ’κοψε να τον αναζητήσω εκείνη τη στιγμή.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μια του αγίου Νεκταρίου.
- Αυτός είναι! φώναξα ανατριχιασμένος. Γι’ αυτό έρχομαι στο μοναστήρι. Ήθελα κι εγώ κάτι να προσφέρω στο μοναστήρι του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι μοναχές να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα εγώ. Θα τα κάνω καινούργια απ' την αρχή. Γι’ αυτό πηγαίνω. Είναι η δεύτερη φορά. Όταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι μοναχές, δίχως να με γνωρίζουν.
- Ήρθατε για τα κεραμίδια; με ρώτησαν!
Τα ’χασα. Δεν είχα πει τίποτα σε κανένα. Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: «Ήρθε χτες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (δηλ. ο άγιος Νεκτάριος) και μας το είπε!...
Αυτά μου διηγήθηκε το παλικάρι. Ανεβήκαμε όλοι μαζί στο μοναστήρι. Πήγα στον τάφο, γονάτισα κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Εκείνη τη στιγμή μια υπέροχη μυρωδιά γιασεμιού απλώθηκε. Άρχισα να ψάχνω μέσα στην αυλή την κρεβατίνα με το γιασεμί. Η Γερόντισσα Παρασκευή με ρώτησε τι ψάχνω. Όταν της εξήγησα, μου είπε:
- Δεν έχουμε γιασεμί στο μοναστήρι. Ούτε βασιλικό. Σε υποδέχτηκε ο Άγιος, παιδί μου!
Από τότε πίστεψα πιο δυνατά στη χάρη του.
(Διηγείται κάποιος στρατιώτης του 1940)
«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις επέστρεψα από το αλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ακριβώς, έπεσε μια οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο πηγάδι. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται αστραπιαία ένας παπάς - πού βρέθηκε; - και μου δίνει μια γερή σπρωξιά. Μ΄ έριξε στο χώμα, σε κατεύθυνση αντίθετη από την οβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικά από θαύμα.
Όταν γύρισα στο Πειραιά, άρχισα να ρωτώ γνωστούς παπάδες και να κοιτάζω φωτογραφίες ιερωμένων, για να βρω τον παπά που μ’ έσωσε. Εκείνος, μόλις μ’ έσπρωξε, εξαφανίστηκε. Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε που μου ’κοψε να τον αναζητήσω εκείνη τη στιγμή.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μια του αγίου Νεκταρίου.
- Αυτός είναι! φώναξα ανατριχιασμένος. Γι’ αυτό έρχομαι στο μοναστήρι. Ήθελα κι εγώ κάτι να προσφέρω στο μοναστήρι του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι μοναχές να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα εγώ. Θα τα κάνω καινούργια απ' την αρχή. Γι’ αυτό πηγαίνω. Είναι η δεύτερη φορά. Όταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι μοναχές, δίχως να με γνωρίζουν.
- Ήρθατε για τα κεραμίδια; με ρώτησαν!
Τα ’χασα. Δεν είχα πει τίποτα σε κανένα. Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: «Ήρθε χτες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (δηλ. ο άγιος Νεκτάριος) και μας το είπε!...
Αυτά μου διηγήθηκε το παλικάρι. Ανεβήκαμε όλοι μαζί στο μοναστήρι. Πήγα στον τάφο, γονάτισα κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Εκείνη τη στιγμή μια υπέροχη μυρωδιά γιασεμιού απλώθηκε. Άρχισα να ψάχνω μέσα στην αυλή την κρεβατίνα με το γιασεμί. Η Γερόντισσα Παρασκευή με ρώτησε τι ψάχνω. Όταν της εξήγησα, μου είπε:
- Δεν έχουμε γιασεμί στο μοναστήρι. Ούτε βασιλικό. Σε υποδέχτηκε ο Άγιος, παιδί μου!
Από τότε πίστεψα πιο δυνατά στη χάρη του.
[7]
(Από τον καιρό της κατοχής)
…Άκου δω. Παντού γίνανε του κόσμου τα εγκλήματα. Κάψανε (οι Γερμανοί) τα Καλάβρυτα, κάψαν τα χωριά όλα. Εδώ, δεν ράγισε ούτε πέτρα. Δεν άνοιξε μύτη. Για τη χάρη του Αγίου. Μιλώ για την Κατοχή. Ο γερμανός διοικητής Αθηνών, έλεγε ότι άμα περνάγανε τ΄ αεροπλάνα τους και πήγαιναν στην Κρήτη, δεν βλέπανε την Αίγινα. Ούτε καταχνιά ήταν, ούτε τίποτα. Κι όμως! Αίγινα πουθενά. Τη σκέπαζε ο Άγιος. Από τον καιρό που ήρθε ο Άγιος στον τόπο μας, πάμε από το καλό στο καλύτερο…
(Από τον καιρό της κατοχής)
…Άκου δω. Παντού γίνανε του κόσμου τα εγκλήματα. Κάψανε (οι Γερμανοί) τα Καλάβρυτα, κάψαν τα χωριά όλα. Εδώ, δεν ράγισε ούτε πέτρα. Δεν άνοιξε μύτη. Για τη χάρη του Αγίου. Μιλώ για την Κατοχή. Ο γερμανός διοικητής Αθηνών, έλεγε ότι άμα περνάγανε τ΄ αεροπλάνα τους και πήγαιναν στην Κρήτη, δεν βλέπανε την Αίγινα. Ούτε καταχνιά ήταν, ούτε τίποτα. Κι όμως! Αίγινα πουθενά. Τη σκέπαζε ο Άγιος. Από τον καιρό που ήρθε ο Άγιος στον τόπο μας, πάμε από το καλό στο καλύτερο…
[8]
Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης τη μακαρία ψυχή του στα χέρια του ζώντος Θεού, τον οποίο αγάπησε από τη νεότητά του και τον εδόξασε σε όλη του τη ζωή, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευωδιαστό μύρον ανάβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο μοναστηράκι του, εψάλη με μεγάλο πλήθος κλήρου και λαού η εξόδιος ακολουθία και ετάφη.
Στο θάλαμο 2 του δεύτερου ορόφου, εκεί στο Αρεταίειο, όπου ο Άγιος Νεκτάριος άφησε την τελευταία του πνοή, καίει σήμερα διαρκώς ένα καντήλι μπρος στην πάνσεπτη εικόνα του.
Καθημερινά περνούν από κει πλήθος πιστών, κυρίως αρρώστων, οι οποίοι στέκονται για λίγο και νοερά αφήνουν τους στεναγμούς της καρδιάς τους, σαν μια θερμή ικεσία προς τον φιλάνθρωπο άγιο. Και κείνος φαίνεται να τους ακούει Τους δίνει κουράγιο με το ιλαρό του βλέμμα και ενισχύει την πίστη τους. Τους θυμίζει ότι και ο ίδιος πόνεσε ψυχικά και σωματικά, αλλά ενισχυόταν πάντα από την αδιάκοπη επαφή του με τον Θεό.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημη αναγνώριση του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης τη μακαρία ψυχή του στα χέρια του ζώντος Θεού, τον οποίο αγάπησε από τη νεότητά του και τον εδόξασε σε όλη του τη ζωή, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευωδιαστό μύρον ανάβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο μοναστηράκι του, εψάλη με μεγάλο πλήθος κλήρου και λαού η εξόδιος ακολουθία και ετάφη.
Στο θάλαμο 2 του δεύτερου ορόφου, εκεί στο Αρεταίειο, όπου ο Άγιος Νεκτάριος άφησε την τελευταία του πνοή, καίει σήμερα διαρκώς ένα καντήλι μπρος στην πάνσεπτη εικόνα του.
Καθημερινά περνούν από κει πλήθος πιστών, κυρίως αρρώστων, οι οποίοι στέκονται για λίγο και νοερά αφήνουν τους στεναγμούς της καρδιάς τους, σαν μια θερμή ικεσία προς τον φιλάνθρωπο άγιο. Και κείνος φαίνεται να τους ακούει Τους δίνει κουράγιο με το ιλαρό του βλέμμα και ενισχύει την πίστη τους. Τους θυμίζει ότι και ο ίδιος πόνεσε ψυχικά και σωματικά, αλλά ενισχυόταν πάντα από την αδιάκοπη επαφή του με τον Θεό.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημη αναγνώριση του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
[9]
Και μια ιστορία για τους γονείς, για να προσέχουμε να μη φωνάζουμε πολύ τα παιδιά μας, να μην τα βρίζουμε και ιδίως ποτέ να μην τα καταριούμαστε.
(Από το βιβλίο «Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ- ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ» του Σώτου Χονδρόπουλου)
O υμνογράφος σε κάποιο από τα απολυτίκια της ακολουθίας έγραψε: «Δόξα τω εν εσχάτοις τοις καιροίς λαμπρώς σε αγιάσαντα».
Πραγματικά από το πρώτο εκείνο σημάδι της φανέλλας με τον παράλυτο στο Αρεταίειο o Θεός παραχώρησε στο λαό μια αδιάκοπη θαυματουργική παρουσία τού διαλεκτού Του κληρικού, του πάλαι ποτέ Πενταπόλεως (σημ. Αμέσως με την κοίμηση του αγίου Νεκταρίου, βγάζοντας τη φανέλλα του οι συνοδοί του για να τον ντύσουν για την εξόδιο ακολουθία, την ακούμπησαν απρόσεκτα στο διπλανό κρεβάτι, όπου ήταν ένας παράλυτος. Με το που ακούμπησε πάνω του η φανέλλα του Αγίου, ο άρρωστος σηκώθηκε αμέσως υγιής). Παραχώρησε έναν ευλογημένο και καλόβολο νεοφανή μεσίτη, έναν συμπαραστάτη παρηγορητή, έναν θεραπευτή στις ανίατες αρρώστιες.
Πολλοί από τους ορθόδοξους Έλληνες, που θανατοκρύωναν και πονούσαν με φρικτούς πόνους κι έπασχαν απελπισμένοι από ανίατες αρρώστιες, όπου κι αν βρίσκονταν, σε οποιαδήποτε ακροτοπιά της γης, σε ώρες «έσχατης απελπισίας», έβλεπαν ολοζώντανο ένα γέροντα καλόγερο με σκούφο να τους χαμογελά απαλά, να τους παρηγορεί και να τους βεβαιώνει ότι θα γίνονταν πάλι καλά, ότι o Θεός δεν θα τους εγκατέλειπε, παρά να ’χουν πίστη και υπομονή.
- Ποιος είσαι του λόγου σου, Παππούλη; αναρωτούσαν μέσα σε έκσταση.
- Είμαι o πρώην Πενταπόλεως, o Νεκτάριος της Αιγίνης, αποκρινόταν και χανόταν.
Δεν χρειάζεται ν' αναφέρουμε πρόσωπα και πράγματα και ειδικές «επιμέρους» περιπτώσεις.
Έχουν άλλωστε γραφτεί ολόκληρα βιβλία για τα σημεία και τα θαύματα, πολύ περισσότερο για την απελευθέρωση δαιμονισμένων. Έχουν γραφτεί και εξακολουθούν να γράφονται εφόσον συνεχίζονται οι καταπληκτικές τούτες ευεργεσίες.
Αξίζει όμως ν' αφηγηθούμε με κάποια συντομία εδώ την ιστορία μιας δαιμονισμένης κοπέλλας από τον Πειραιά, της Αικατερίνης Κράκαρη, που υπόφερε χρόνια και χρόνια από το φοβερό δαιμόνιο κι έγινε κατόπι καλόγρια στα 1917 και ονομάστηκε Παρθενία έξω από το μοναστήρι της Αίγινας, χωρίς τότε να γιατρευτεί. Αυτή επισκέφτηκε με τα ράσα τον άγιο γέροντα στα 1919, ένα χρόνο προτού κοιμηθεί, κι όταν της διάβασε την ευχή, ταράχτηκε η ψυχή του.
- Την βασανίζει ένα από τα πιο φοβερά δαιμόνια... πρόφεραν τότε τα χείλη του.
Σχεδόν πολλοί από τους επιζώντες παλιοί Πειραιώτες, σίγουρα θα θυμούνται τον επιστάτη στο Γυμνάσιο της πλατείας, τον Μάρκο Κράκαρη, που κατοικούσε δωρεάν σε κάτι επί τούτου εκεί καμαράκια. Είχε λοιπόν αυτός μια θυγατέρα σαν το κρύο νερό που την έλεγαν Κατερίνα. Από μικρή, όσοι την έβλεπαν, προφήτευαν ότι σαν μεγαλώσει θα κάψει καρδιές, θα γίνει μεγάλη και τρανή, γυναίκα άρχοντα, τέτοια ήταν η δύναμη της ομορφιάς της. Αλλά o πατέρας της o επιστάτης ήταν λιγάκι απρόσεκτος στη ζωή του, ήταν βλάστημος, βλαστημούσε και τα Θεία και σε μια ώρα οργής, που έστειλε στο δαίμονα την κόρη του, ευθύς αυτή άλλαξε όψη, μελάνιασε, μούγκρισε σα μοσχάρι, έπεσε χάμου και χτυπιόταν. Από τότε έγινε αιχμάλωτη ενός αμείλικτου και φοβερού δαιμόνιου.
- Τρία είμαστε, ομολόγησε αυτό το ίδιο το δαιμόνιο μια μέρα σ' ένα σεβάσμιο γέροντα εξομολόγο, που διάβαζε τους εξορκισμούς. Το ένα είναι μακριά στην Κίνα, το άλλο πιλατεύει τη Ρωσία και το τρίτο σου κουβεντιάζει...
Φόβος, τρόμος και καημός έπεσε στο φτωχόσπιτο τού Πειραιά. Τρεις χειροδύναμοι άνδρες και o πατέρας δεν κατάφερναν να φέρουν σε λογαριασμό αυτή τη δεκαεξάχρονη τότε κοπέλλα, όταν την έπιανε η μανία της καταστροφής. Χρειαζόταν να τη δένουν σφιχτά, να την επιτηρούν, να μη φεύγουν λεπτό από σιμά της.
Και προτού γίνει καλόγρια, όλο την έταζαν στο Θεό, όλο την έτρεχαν σε κατανυκτικές ολονυκτίες. Το γκρεμισμένο πια εκκλησάκι της παλιάς Στρατώνας, στο Μοναστηράκι της Αθήνας, o άγιος Ελισαίος, όπου λειτουργούσε ένας άλλος κληρικός του Θεού, o παπα-Νικόλας o Πλανάς (σήμερα επίσημα αναγνωρισμένος Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας) κι έψελναν οι δυο ταπεινοί και συνάμα μεγάλοι κολλυβάδες, o Μωραϊτίδης κι o Παπαδιαμάντης, άπειρες φορές φιλοξενούσε την παρουσία της, άκουγε τις φοβερές βλαστήμιες που τόξευε από το στόμα της το φοβερό τριμέτωπο δαιμόνιο. Άλλοτε γρύλιζε σα γουρούνι, άλλοτε γκάριζε σα γάιδαρος και μόνο στην ιερή ώρα της «μετουσιώσεως των Θείων Δώρων» λούφαζε και χανόταν.
Στις τόσες και τόσες τυραγνίες που κατά καιρούς υπόφερε η ίδια και οι δικοί της ήρθε και κάποιος Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο, επαγγελματίας κληρικός, που λειτουργούσε μηχανικά κι εκτελούσε δίχως πίστη, κατανόηση, δίχως συντριβή την φοβερή αναίμακτο Θυσία. Απομακρυσμένος από την Άγια χάρη, ζώντας μέσα στον παροδικό και πλάνο κόσμο και τη λάμψη του, νόμιζε πως η πίστη στο Χριστό Σωτήρα ήταν μια πίστη σε συμβολική θρησκεία σαν όλες τις ανθρώπινες θρησκείες. Κι έτσι ακολουθούσε την αποστολή του σαν υπάλληλος ενός οργανισμού. Όπου σαν βρέθηκε για υποθέσεις του στην Αθήνα κι άκουσε να λένε για την κοπέλλα του Πειραιά και για τις μαντείες που τόξευε κάπου-κάπου το δαιμόνιο, χαμογέλασε επιτιμητικά.
- Δεν κυκλοφορούν δαιμόνια σήμερα, δήλωσε. Η κοπέλλα φαίνεται πάσχει από σχιζοφρένεια.
Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι απομακρύνονται από το Θεό, αρνούνται και το διάβολο, δεν πιστεύουν εύκολα στην ύπαρξή του.
- Το και το, επέμεναν μερικοί γνωστοί και φίλοι του. Όπου ένα δειλινό κατέβηκε o καλός σου στον Πειραιά, κατέβηκε με τα φρεσκο-σιδερωμένα του ράσα, ροδοκόκκινος, καταγεμάτος υγεία, πήρε αμάξι κι έφτασε καταμπροστά στο Γυμνάσιο της πλατείας.
Στο μεταξύ κι ώσπου να φθάσει ίσαμε την εξώθυρά τους, η δαιμονόπληκτη Κατερίνα, περιορισμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, πληροφορούσε με χλευαστική διάθεση την πορεία του, την από στιγμή σε στιγμή άφιξη του.
- Χμ, το πουλάκι μου, ανάκραζε κάθε τόσο. Έρχεται o Αλεξανδρινός ρασοφόρος. Τώρα βρίσκεται στην Ομόνοια... τώρα βγάζει εισιτήριο στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο... τώρα φτάνει κορδωμένος στην πρώτη θέση, στο Φάληρο... Να τον, το πουλάκι μου, σηκώθηκε, βγαίνει με τον κόσμο έξω στην πλατεία. Για ιδές τον, ψάχνει για αμάξι... Μωρέ γλέντι που έχω να κάνω!.. Θα σου τον συγυρίσω μια χαρά...
Οι δικοί της που γνώριζαν τη "μαντική" δύναμη του δαιμόνιου, κατάλαβαν ότι κάποιος επρόκειτο να τους επισκεφθεί.• Έφτασε λοιπόν, ζήτησε τον πατέρα της άρρωστης, είπε τ' όνομά του, τον τίτλο του, το σκοπό του. Τον δέχτηκαν ευθύς αμέσως. Σαν κληρικό σταυροφόρο, ευχαρίστως τον οδήγησαν εκεί που την είχαν περιορισμένη.
Η κοπέλλα στην αρχή βλοσυρή, με αινιγματικό ύφος, ύστερα πιο μαλακωμένη, τον έβλεπε και σώπαινε. Πιο έπειτα χασκογελούσε. Σε λίγο έπιασε να τον κοροϊδεύει.
- Παπαδάκο μου, τι όμορφος και τσαχπίνης που δείχνεις...
Την παρατηρούσε, την περιεργαζόταν «αφ' υψηλού», υπερβέβαιος για το αλάνθαστο της σκέψης του. Έ, βλέπεις, σήμερα η επιστήμη...
- Περίεργο, φαίνεται εντελώς καλά... ψιθύρισαν τα χείλη του. Φυσικά, όταν έρχεται η κρίσις...
Ξάφνου ζύγωσε κοντά του, άπλωσε το χέρι της με οικειότητα στο στήθος του κι έβγαλε από το κρυφό τσεπάκι το ρολόι του.
- Το νου σας, πάτερ, φώναξε η μητέρα της. Θα σάς το σπάσει...
- Μπα, πως θα το σπάσει.. Έτσι δα σπάζουν το ατσάλι;
Δεν πρόφτασε ν' αποτελειώσει τη φράση του κι ακούστηκε ένα «κρακ» και το ρολόι έγινε τέσσαρα κομμάτια. Σηκώθηκε τρομαγμένος. Μα στο μεταξύ τα χέρια της άρρωστης γυρόφερναν το λαιμό του, έσφιγγαν την αλυσίδα από κάποιον χρυσό σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του και τα χείλη της σα να πετούσαν φλόγες. Έλεγε φοβερά κι ανομολόγητα:
- Βρε παλιάνθρωπε, ρυπαρέ, σκουλήκι, εσύ δεν είσαι που δεν άφησες απείραχτη γυναίκα, απείραχτο κορίτσι στην Αλεξάνδρεια; Τολμάς να υποστηρίζεις ότι δεν υπάρχω; Θα αραδιάσω όλα τα ωραία που έπραξες σαν ρασοφόρος θεομπαίχτης... Δεν έκανες την τάδε ημερομηνία εκείνο, ...δεν σκάρωσες κάπου στο Κάφρ-Ζαγιάτ το άλλο...
O Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο δεν άντεξε. Σωριάστηκε σύγκορμος χάμου. Έτρεξαν, φώναξαν, κάλεσαν βοήθεια και τον πήραν σηκωτό από την καμαρούλα, ενώ η άρρωστη συνέχισε να λέει, να λέει...
Και κάθε τόσο μούγκριζε σα θηρίο του δρυμού.
Στο μεταξύ μεσολάβησε η προχείρισή της σε μοναχή και η επίσκεψή της στα 1919 στην Αίγινα, ζώντος τού Αγίου. Το δαιμόνιο έδειχνε πως την είχε αφήσει, λούφαζε μέσα της κι αποκοιμόταν. Μα κει που ήταν έτοιμοι να χαρούν να πανηγυρίσουν, να σου και πάλι φανερωνόταν ύπουλο και δόλιο.
Τέλος κάποια μέρα, σε κάποια κατανυκτική ολονυκτία που την έφεραν με συνοδεία και παρακάλεσαν από τα φυλλοκάρδια τους να τους λυπηθεί o Θεός και να την ελευθερώσει η να την ξεσηκώσει, να την πάρει, να γλιτώσουν φτωχοί βιοπαλαιστές από τέτοια δοκιμασία, άνοιξε ξαφνικά το στόμα της και πέταξε κάτι το σημαδιακό αλλά δυσνόητο.
- Άδικα με κουκουλώνετε με ράσα και με κουβαλάτε στις εκκλησίες. Τίποτα δεν κάνετε. Είμαι πολύ δυνατός, κανείς δεν μπορεί απ' αυτούς να με βγάλει... Ένας μόνο μπορεί να με βγάλει ο νυχάς.
Κατάπληξη και σιγή απλώθηκε τριγύρω.
- Ποιος να ταν άραγε αυτός o νυχάς, ποιόν εννοούσε τάχα; αναρωτήθηκαν οι συγγενείς και φίλοι. Χμ, μυστήριο...
Τέλος, όταν κοιμήθηκε o γέροντας της Αίγινας και διαδόθηκαν τα θαύματα που έκανε ειδικά σε δαιμονισμένους, αποφάσισαν να ξαναπροβούν πάλι σε μια προσπάθεια και να τη φέρουν στον ιερό του τάφο. Την ξεσήκωσαν, την πήραν, την έσυραν στο βαπόρι, την τράβηξαν στο μοναστήρι με συνοδεία πέντε άνδρες συγγενείς και οκτώ γυναίκες.
Είδαν κι έπαθαν ώσαμε να την ανεβάσουν. Παρά τόσο να τους γκρεμοτσακίσει στις ανηφοριές, παρά κάτι να τους διαλύσει και να πέσει να σκοτωθεί.
- O νυχάς, ούρλιαζε, μόλις έφθασαν σιμά στον ιερό τάφο. O νυχάς... ου τρομάρα μου, ξεπερνάει τον Καψάλη της Κεφαλλονιάς (τον άγιο Γεράσιμο). Αυτός βλέπεις είναι και Δεσπότης...
Τέλος, την επαύριο, μετά την ακολουθία της θείας Λειτουργίας κι αφού την άλειψαν με λάδι σε σχήμα σταυρού από το ακοίμητο καντήλι του τάφου, έπεσε χάμου, σπάραξε, έβγαζε συνέχεια αφρούς από το στόμα και σχεδόν στράγγισε, έγινε κατακίτρινη, σαν νεκρή. Σε μισή ώρα όμως άνοιξε τα μάτια και ψιθύρισε:
- Αχ, πού βρίσκομαι; Θεέ μου, λευτερώθηκα!...
Όπως αποκαλύφθηκε πιο έπειτα, το δαιμόνιο αποκαλούσε τον άγιο Νεκτάριο, ιδρυτή της Μονής, νυχά, γιατί μια και δεν είχε λειώσει ακόμα το κορμί του, στα κεχριμπαρένια χέρια του, στα ισχνά κρινο-δάχτυλά του, μεγάλωσαν κάπως τα νύχια του.
Ήταν άνοιξη, Απρίλης του 1926. Ζήτησε κι αφιερώθηκε στο μοναστήρι σαν καλόγρια κι αργότερα έγινε και μεγαλόσχημη. Η τακτική μελέτη που έκανε στα ιερά κείμενα και η βαθύτατη ευλάβειά της άφησε εποχή. Δούλεψε ώσαμε τα τελευταία της εκεί στο κοινόβιο (Σεπτέμβρης 1968) σαν γραμματέας και πρακτικογράφος. O στρωτός καλλιγραφικός της χαρακτήρας σώζεται μέχρι σήμερα στο βιβλίο Πρακτικών της Μονής.
[Στα δέκα χρόνια ξανάνοιξαν πάλι τον τάφο, ξανασήκωσαν από το φέρετρο το καπάκι και o νεκρός ήταν πάντα ανέπαφος. Ήρεμος, γαλήνιος, κοιμόταν λαφριά και σκορπούσε τριγύρω ευωδία! Μόνο στα είκοσι χρόνια από την κοίμηση του o Θεός επέτρεψε τη διάλυση του κορμιού, όπως έγινε και σε πολλούς άλλους όσιους και την «κατ' άνθρωπον» κατάλειψη των οστών (για να μοιραστούν δηλ. στους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο). Όμως η ευωδία ήταν διάχυτη ανάμεσα τους και απόμεινε για πάντα].
Και μια ιστορία για τους γονείς, για να προσέχουμε να μη φωνάζουμε πολύ τα παιδιά μας, να μην τα βρίζουμε και ιδίως ποτέ να μην τα καταριούμαστε.
(Από το βιβλίο «Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ- ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ» του Σώτου Χονδρόπουλου)
O υμνογράφος σε κάποιο από τα απολυτίκια της ακολουθίας έγραψε: «Δόξα τω εν εσχάτοις τοις καιροίς λαμπρώς σε αγιάσαντα».
Πραγματικά από το πρώτο εκείνο σημάδι της φανέλλας με τον παράλυτο στο Αρεταίειο o Θεός παραχώρησε στο λαό μια αδιάκοπη θαυματουργική παρουσία τού διαλεκτού Του κληρικού, του πάλαι ποτέ Πενταπόλεως (σημ. Αμέσως με την κοίμηση του αγίου Νεκταρίου, βγάζοντας τη φανέλλα του οι συνοδοί του για να τον ντύσουν για την εξόδιο ακολουθία, την ακούμπησαν απρόσεκτα στο διπλανό κρεβάτι, όπου ήταν ένας παράλυτος. Με το που ακούμπησε πάνω του η φανέλλα του Αγίου, ο άρρωστος σηκώθηκε αμέσως υγιής). Παραχώρησε έναν ευλογημένο και καλόβολο νεοφανή μεσίτη, έναν συμπαραστάτη παρηγορητή, έναν θεραπευτή στις ανίατες αρρώστιες.
Πολλοί από τους ορθόδοξους Έλληνες, που θανατοκρύωναν και πονούσαν με φρικτούς πόνους κι έπασχαν απελπισμένοι από ανίατες αρρώστιες, όπου κι αν βρίσκονταν, σε οποιαδήποτε ακροτοπιά της γης, σε ώρες «έσχατης απελπισίας», έβλεπαν ολοζώντανο ένα γέροντα καλόγερο με σκούφο να τους χαμογελά απαλά, να τους παρηγορεί και να τους βεβαιώνει ότι θα γίνονταν πάλι καλά, ότι o Θεός δεν θα τους εγκατέλειπε, παρά να ’χουν πίστη και υπομονή.
- Ποιος είσαι του λόγου σου, Παππούλη; αναρωτούσαν μέσα σε έκσταση.
- Είμαι o πρώην Πενταπόλεως, o Νεκτάριος της Αιγίνης, αποκρινόταν και χανόταν.
Δεν χρειάζεται ν' αναφέρουμε πρόσωπα και πράγματα και ειδικές «επιμέρους» περιπτώσεις.
Έχουν άλλωστε γραφτεί ολόκληρα βιβλία για τα σημεία και τα θαύματα, πολύ περισσότερο για την απελευθέρωση δαιμονισμένων. Έχουν γραφτεί και εξακολουθούν να γράφονται εφόσον συνεχίζονται οι καταπληκτικές τούτες ευεργεσίες.
Αξίζει όμως ν' αφηγηθούμε με κάποια συντομία εδώ την ιστορία μιας δαιμονισμένης κοπέλλας από τον Πειραιά, της Αικατερίνης Κράκαρη, που υπόφερε χρόνια και χρόνια από το φοβερό δαιμόνιο κι έγινε κατόπι καλόγρια στα 1917 και ονομάστηκε Παρθενία έξω από το μοναστήρι της Αίγινας, χωρίς τότε να γιατρευτεί. Αυτή επισκέφτηκε με τα ράσα τον άγιο γέροντα στα 1919, ένα χρόνο προτού κοιμηθεί, κι όταν της διάβασε την ευχή, ταράχτηκε η ψυχή του.
- Την βασανίζει ένα από τα πιο φοβερά δαιμόνια... πρόφεραν τότε τα χείλη του.
Σχεδόν πολλοί από τους επιζώντες παλιοί Πειραιώτες, σίγουρα θα θυμούνται τον επιστάτη στο Γυμνάσιο της πλατείας, τον Μάρκο Κράκαρη, που κατοικούσε δωρεάν σε κάτι επί τούτου εκεί καμαράκια. Είχε λοιπόν αυτός μια θυγατέρα σαν το κρύο νερό που την έλεγαν Κατερίνα. Από μικρή, όσοι την έβλεπαν, προφήτευαν ότι σαν μεγαλώσει θα κάψει καρδιές, θα γίνει μεγάλη και τρανή, γυναίκα άρχοντα, τέτοια ήταν η δύναμη της ομορφιάς της. Αλλά o πατέρας της o επιστάτης ήταν λιγάκι απρόσεκτος στη ζωή του, ήταν βλάστημος, βλαστημούσε και τα Θεία και σε μια ώρα οργής, που έστειλε στο δαίμονα την κόρη του, ευθύς αυτή άλλαξε όψη, μελάνιασε, μούγκρισε σα μοσχάρι, έπεσε χάμου και χτυπιόταν. Από τότε έγινε αιχμάλωτη ενός αμείλικτου και φοβερού δαιμόνιου.
- Τρία είμαστε, ομολόγησε αυτό το ίδιο το δαιμόνιο μια μέρα σ' ένα σεβάσμιο γέροντα εξομολόγο, που διάβαζε τους εξορκισμούς. Το ένα είναι μακριά στην Κίνα, το άλλο πιλατεύει τη Ρωσία και το τρίτο σου κουβεντιάζει...
Φόβος, τρόμος και καημός έπεσε στο φτωχόσπιτο τού Πειραιά. Τρεις χειροδύναμοι άνδρες και o πατέρας δεν κατάφερναν να φέρουν σε λογαριασμό αυτή τη δεκαεξάχρονη τότε κοπέλλα, όταν την έπιανε η μανία της καταστροφής. Χρειαζόταν να τη δένουν σφιχτά, να την επιτηρούν, να μη φεύγουν λεπτό από σιμά της.
Και προτού γίνει καλόγρια, όλο την έταζαν στο Θεό, όλο την έτρεχαν σε κατανυκτικές ολονυκτίες. Το γκρεμισμένο πια εκκλησάκι της παλιάς Στρατώνας, στο Μοναστηράκι της Αθήνας, o άγιος Ελισαίος, όπου λειτουργούσε ένας άλλος κληρικός του Θεού, o παπα-Νικόλας o Πλανάς (σήμερα επίσημα αναγνωρισμένος Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας) κι έψελναν οι δυο ταπεινοί και συνάμα μεγάλοι κολλυβάδες, o Μωραϊτίδης κι o Παπαδιαμάντης, άπειρες φορές φιλοξενούσε την παρουσία της, άκουγε τις φοβερές βλαστήμιες που τόξευε από το στόμα της το φοβερό τριμέτωπο δαιμόνιο. Άλλοτε γρύλιζε σα γουρούνι, άλλοτε γκάριζε σα γάιδαρος και μόνο στην ιερή ώρα της «μετουσιώσεως των Θείων Δώρων» λούφαζε και χανόταν.
Στις τόσες και τόσες τυραγνίες που κατά καιρούς υπόφερε η ίδια και οι δικοί της ήρθε και κάποιος Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο, επαγγελματίας κληρικός, που λειτουργούσε μηχανικά κι εκτελούσε δίχως πίστη, κατανόηση, δίχως συντριβή την φοβερή αναίμακτο Θυσία. Απομακρυσμένος από την Άγια χάρη, ζώντας μέσα στον παροδικό και πλάνο κόσμο και τη λάμψη του, νόμιζε πως η πίστη στο Χριστό Σωτήρα ήταν μια πίστη σε συμβολική θρησκεία σαν όλες τις ανθρώπινες θρησκείες. Κι έτσι ακολουθούσε την αποστολή του σαν υπάλληλος ενός οργανισμού. Όπου σαν βρέθηκε για υποθέσεις του στην Αθήνα κι άκουσε να λένε για την κοπέλλα του Πειραιά και για τις μαντείες που τόξευε κάπου-κάπου το δαιμόνιο, χαμογέλασε επιτιμητικά.
- Δεν κυκλοφορούν δαιμόνια σήμερα, δήλωσε. Η κοπέλλα φαίνεται πάσχει από σχιζοφρένεια.
Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι απομακρύνονται από το Θεό, αρνούνται και το διάβολο, δεν πιστεύουν εύκολα στην ύπαρξή του.
- Το και το, επέμεναν μερικοί γνωστοί και φίλοι του. Όπου ένα δειλινό κατέβηκε o καλός σου στον Πειραιά, κατέβηκε με τα φρεσκο-σιδερωμένα του ράσα, ροδοκόκκινος, καταγεμάτος υγεία, πήρε αμάξι κι έφτασε καταμπροστά στο Γυμνάσιο της πλατείας.
Στο μεταξύ κι ώσπου να φθάσει ίσαμε την εξώθυρά τους, η δαιμονόπληκτη Κατερίνα, περιορισμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, πληροφορούσε με χλευαστική διάθεση την πορεία του, την από στιγμή σε στιγμή άφιξη του.
- Χμ, το πουλάκι μου, ανάκραζε κάθε τόσο. Έρχεται o Αλεξανδρινός ρασοφόρος. Τώρα βρίσκεται στην Ομόνοια... τώρα βγάζει εισιτήριο στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο... τώρα φτάνει κορδωμένος στην πρώτη θέση, στο Φάληρο... Να τον, το πουλάκι μου, σηκώθηκε, βγαίνει με τον κόσμο έξω στην πλατεία. Για ιδές τον, ψάχνει για αμάξι... Μωρέ γλέντι που έχω να κάνω!.. Θα σου τον συγυρίσω μια χαρά...
Οι δικοί της που γνώριζαν τη "μαντική" δύναμη του δαιμόνιου, κατάλαβαν ότι κάποιος επρόκειτο να τους επισκεφθεί.• Έφτασε λοιπόν, ζήτησε τον πατέρα της άρρωστης, είπε τ' όνομά του, τον τίτλο του, το σκοπό του. Τον δέχτηκαν ευθύς αμέσως. Σαν κληρικό σταυροφόρο, ευχαρίστως τον οδήγησαν εκεί που την είχαν περιορισμένη.
Η κοπέλλα στην αρχή βλοσυρή, με αινιγματικό ύφος, ύστερα πιο μαλακωμένη, τον έβλεπε και σώπαινε. Πιο έπειτα χασκογελούσε. Σε λίγο έπιασε να τον κοροϊδεύει.
- Παπαδάκο μου, τι όμορφος και τσαχπίνης που δείχνεις...
Την παρατηρούσε, την περιεργαζόταν «αφ' υψηλού», υπερβέβαιος για το αλάνθαστο της σκέψης του. Έ, βλέπεις, σήμερα η επιστήμη...
- Περίεργο, φαίνεται εντελώς καλά... ψιθύρισαν τα χείλη του. Φυσικά, όταν έρχεται η κρίσις...
Ξάφνου ζύγωσε κοντά του, άπλωσε το χέρι της με οικειότητα στο στήθος του κι έβγαλε από το κρυφό τσεπάκι το ρολόι του.
- Το νου σας, πάτερ, φώναξε η μητέρα της. Θα σάς το σπάσει...
- Μπα, πως θα το σπάσει.. Έτσι δα σπάζουν το ατσάλι;
Δεν πρόφτασε ν' αποτελειώσει τη φράση του κι ακούστηκε ένα «κρακ» και το ρολόι έγινε τέσσαρα κομμάτια. Σηκώθηκε τρομαγμένος. Μα στο μεταξύ τα χέρια της άρρωστης γυρόφερναν το λαιμό του, έσφιγγαν την αλυσίδα από κάποιον χρυσό σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του και τα χείλη της σα να πετούσαν φλόγες. Έλεγε φοβερά κι ανομολόγητα:
- Βρε παλιάνθρωπε, ρυπαρέ, σκουλήκι, εσύ δεν είσαι που δεν άφησες απείραχτη γυναίκα, απείραχτο κορίτσι στην Αλεξάνδρεια; Τολμάς να υποστηρίζεις ότι δεν υπάρχω; Θα αραδιάσω όλα τα ωραία που έπραξες σαν ρασοφόρος θεομπαίχτης... Δεν έκανες την τάδε ημερομηνία εκείνο, ...δεν σκάρωσες κάπου στο Κάφρ-Ζαγιάτ το άλλο...
O Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο δεν άντεξε. Σωριάστηκε σύγκορμος χάμου. Έτρεξαν, φώναξαν, κάλεσαν βοήθεια και τον πήραν σηκωτό από την καμαρούλα, ενώ η άρρωστη συνέχισε να λέει, να λέει...
Και κάθε τόσο μούγκριζε σα θηρίο του δρυμού.
Στο μεταξύ μεσολάβησε η προχείρισή της σε μοναχή και η επίσκεψή της στα 1919 στην Αίγινα, ζώντος τού Αγίου. Το δαιμόνιο έδειχνε πως την είχε αφήσει, λούφαζε μέσα της κι αποκοιμόταν. Μα κει που ήταν έτοιμοι να χαρούν να πανηγυρίσουν, να σου και πάλι φανερωνόταν ύπουλο και δόλιο.
Τέλος κάποια μέρα, σε κάποια κατανυκτική ολονυκτία που την έφεραν με συνοδεία και παρακάλεσαν από τα φυλλοκάρδια τους να τους λυπηθεί o Θεός και να την ελευθερώσει η να την ξεσηκώσει, να την πάρει, να γλιτώσουν φτωχοί βιοπαλαιστές από τέτοια δοκιμασία, άνοιξε ξαφνικά το στόμα της και πέταξε κάτι το σημαδιακό αλλά δυσνόητο.
- Άδικα με κουκουλώνετε με ράσα και με κουβαλάτε στις εκκλησίες. Τίποτα δεν κάνετε. Είμαι πολύ δυνατός, κανείς δεν μπορεί απ' αυτούς να με βγάλει... Ένας μόνο μπορεί να με βγάλει ο νυχάς.
Κατάπληξη και σιγή απλώθηκε τριγύρω.
- Ποιος να ταν άραγε αυτός o νυχάς, ποιόν εννοούσε τάχα; αναρωτήθηκαν οι συγγενείς και φίλοι. Χμ, μυστήριο...
Τέλος, όταν κοιμήθηκε o γέροντας της Αίγινας και διαδόθηκαν τα θαύματα που έκανε ειδικά σε δαιμονισμένους, αποφάσισαν να ξαναπροβούν πάλι σε μια προσπάθεια και να τη φέρουν στον ιερό του τάφο. Την ξεσήκωσαν, την πήραν, την έσυραν στο βαπόρι, την τράβηξαν στο μοναστήρι με συνοδεία πέντε άνδρες συγγενείς και οκτώ γυναίκες.
Είδαν κι έπαθαν ώσαμε να την ανεβάσουν. Παρά τόσο να τους γκρεμοτσακίσει στις ανηφοριές, παρά κάτι να τους διαλύσει και να πέσει να σκοτωθεί.
- O νυχάς, ούρλιαζε, μόλις έφθασαν σιμά στον ιερό τάφο. O νυχάς... ου τρομάρα μου, ξεπερνάει τον Καψάλη της Κεφαλλονιάς (τον άγιο Γεράσιμο). Αυτός βλέπεις είναι και Δεσπότης...
Τέλος, την επαύριο, μετά την ακολουθία της θείας Λειτουργίας κι αφού την άλειψαν με λάδι σε σχήμα σταυρού από το ακοίμητο καντήλι του τάφου, έπεσε χάμου, σπάραξε, έβγαζε συνέχεια αφρούς από το στόμα και σχεδόν στράγγισε, έγινε κατακίτρινη, σαν νεκρή. Σε μισή ώρα όμως άνοιξε τα μάτια και ψιθύρισε:
- Αχ, πού βρίσκομαι; Θεέ μου, λευτερώθηκα!...
Όπως αποκαλύφθηκε πιο έπειτα, το δαιμόνιο αποκαλούσε τον άγιο Νεκτάριο, ιδρυτή της Μονής, νυχά, γιατί μια και δεν είχε λειώσει ακόμα το κορμί του, στα κεχριμπαρένια χέρια του, στα ισχνά κρινο-δάχτυλά του, μεγάλωσαν κάπως τα νύχια του.
Ήταν άνοιξη, Απρίλης του 1926. Ζήτησε κι αφιερώθηκε στο μοναστήρι σαν καλόγρια κι αργότερα έγινε και μεγαλόσχημη. Η τακτική μελέτη που έκανε στα ιερά κείμενα και η βαθύτατη ευλάβειά της άφησε εποχή. Δούλεψε ώσαμε τα τελευταία της εκεί στο κοινόβιο (Σεπτέμβρης 1968) σαν γραμματέας και πρακτικογράφος. O στρωτός καλλιγραφικός της χαρακτήρας σώζεται μέχρι σήμερα στο βιβλίο Πρακτικών της Μονής.
[Στα δέκα χρόνια ξανάνοιξαν πάλι τον τάφο, ξανασήκωσαν από το φέρετρο το καπάκι και o νεκρός ήταν πάντα ανέπαφος. Ήρεμος, γαλήνιος, κοιμόταν λαφριά και σκορπούσε τριγύρω ευωδία! Μόνο στα είκοσι χρόνια από την κοίμηση του o Θεός επέτρεψε τη διάλυση του κορμιού, όπως έγινε και σε πολλούς άλλους όσιους και την «κατ' άνθρωπον» κατάλειψη των οστών (για να μοιραστούν δηλ. στους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο). Όμως η ευωδία ήταν διάχυτη ανάμεσα τους και απόμεινε για πάντα].
Άγιε Ιεράρχα του Χριστού Νεκτάριε, ολοζώντανε άγιε του καιρού μας, πρέσβευε υπέρ πάντων ημών.