Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ολοι
οἱ Καρυῶτες γνώριζαν τόν γερω–Κώστα καί τοῦ ἔδειχναν ἀγάπη
καί συμπάθεια. Τόν ἔβλεπαν νά περιφέρεται στίς Καρυές, νά
λειτουργῆται τακτικά στό Πρωτᾶτο, νά κάνη τίς τρέλλες του, καί
ὅλοι ἦταν σέ ἀπορία. Εἶναι τρελλός, πάσχει στά μυαλά του ἤ
κάνει τόν τρελλό καί εἶναι διά Χριστόν σαλός; Τό ἤρεμο,
φωτεινό, ἄν καί ἄπλυτο πρόσωπό του, καί μερικά σοφά καί
προορατικά πού ἔλεγε, προβλημάτιζαν τούς πατέρες. Ἦταν
ἥσυχος, ἄκακος, δέν πείραζε κανέναν καί δέν ζητοῦσε τίποτε
ἀπό κανέναν.
Ἀλλά ποιός ἦταν ὁ Κώστας; Ἦταν μοναχός ἤ λαϊκός; Αὐτό ἦταν μυστήριο ἀνεξιχνίαστο.
Γεννήθηκε
στίς 10–2–1898 στό Καλέντζι Δωδώνης τῆς Ἠπείρου ἀπό τόν Σταῦρο
Ἀγγελῆ καί τήν Ἀνθούλα. Ἦρθε γιά μοναχός καί ἔμεινε γιά ἕνα
διάστημα στό Διονυσίου ὡς δόκιμος. Ὕστερα ἦρθε στίς Καρυές
καί ἔμεινε σάν καβιώτης[1]
σ᾿ ἕνα ἐρειπωμένο κελλί στό Σαράϊ. Φοροῦσε μία
καλογερική σκούφια, εἶχε ἀφήσει γένεια καί μαλλιά, καί ἀπ᾿
αὐτό φαινόταν σάν καλόγερος. Ἀντί γιά ράσα φοροῦσε ἕνα
πανωφόρι, μία παλαιά χλαίνη. Τόν χειμῶνα κυκλοφοροῦσε
σχεδόν γυμνός μέ ἕνα κουρέλι πάνω του μέχρι τά γόνατα, ἐνῶ τό
καλοκαίρι φοροῦσε παλτό δεμένο στήν μέση μέ σχοινί. Ποτέ του
δέν πλύθηκε καί ποτέ του δέν ἔπλυνε τά ροῦχα του. Ὅταν δέν
ἔπαιρναν ἄλλη λίγδα, τά ἅπλωνε στήν βροχή, πλένονταν μόνα τους
καί ἀφοῦ στέγνωναν, τά φοροῦσε. Πήγαινε στόν παπα–Γαβριήλ τόν
Μακκαβό. Ἐκεῖνος τόν λυπόταν, τοῦ ἔδινε φαγητό καί ἔρριχνε
μέσα στά ροῦχα του σκόνη γιά τούς ψύλλους πού τόν ἔτρωγαν. Εἶχε
ἕνα «μπακράτσι» (κονσερβοκούτι μέ ἕνα σύρμα γιά χερούλι),
γι᾿ αὐτό μερικοί τόν ἀποκαλοῦσαν «μπακρατσᾶ». Πήγαινε σέ
Κονάκια ἤ σέ Κελλιά καί περίμενε ὧρες, μέχρι νά ἀνοίξη τήν
πόρτα μόνος του ὁ νοικοκύρης. Ἐκεῖνος καταλάβαινε καί τοῦ
ἔβαζε φαγητό στό μπακράτσι. Ὅ,τι τοῦ ἔδιναν, σούπα, γλυκά,
σαλάτα, τά ἔβαζε ὅλα μαζί, καί μερικές φορές συμπλήρωνε μέ
νερό τό «μπακράτσι» του. Ἔκανε μετάνοια, ἔλεγε εὐχαριστῶ
καί ἔφευγε.
Πήγαινε
στό Κουτλουμούσι καί καθόταν μέ τούς πατέρες στήν τράπεζα
τελευταῖος. Τέσσερις–πέντε μερίδες φαγητοῦ τίς ἀνακάτευε
ὅλες καί πότε ξεσποῦσε σέ δάκρυα μέ λυγμούς, πότε σέ γέλια. Ὁ
ἡγούμενος παπα–Μακάριος τόν εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια καί
ἔλεγε σ᾿ ἕνα νέο καλογέρι πού ἦταν τραπεζάρης: «Τόν Κώστα καί
τά μάτια σου. Νά τόν προσέχης καί νά τοῦ δίνης ὅ,τι ζητήσει».
Ἄλλες φορές τόν ἔβλεπαν οἱ πατέρες νά στέκεται
στραμμένος πρός τό κοιμητήρι, ἀπέναντι ἀπό τό Πρωτᾶτο, γιά
μία–δύο ὧρες. Τόν ἄκουγαν νά ψιθυρίζη κάτι, νά κάνη
μορφασμούς, ἀλλά δέν καταλάβαιναν τί ἔλεγε. Μήπως ἔκανε
προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους;
Τό
ἴδιο ἔκανε καί ἄλλες φορές. Καθόταν στόν δρόμο καί ψιθύριζε.
Ἦταν συνεπαρμένος, προσηλωμένος ὁ νοῦς του σ᾿ αὐτά πού
ἔλεγε μουρμουριστά. Οἱ πνευματικοί πατέρες πίστευαν ὅτι
στιχολογοῦσε τό Ψαλτήρι, ἡρπάζετο ὁ νοῦς του καί δέν
καταλάβαινε ὅτι τόν πλησίαζαν ἄνθρωποι. Ὅταν τοῦ μιλοῦσαν
συνερχόταν, ἔκανε κάποιες χειρονομίες, καμμία σαλότητα
καί ἔφευγε, κρύβοντας τήν πνευματική του ἐργασία.
Ὁ
Ἐπίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος, πού τόν ἔζησε χρόνια
στό Σαράϊ ὡς μαθητής τῆς Ἀθωνιάδος, προσπάθησε νά μάθη
περισσότερα γιά τόν γερω–Κώστα καί τήν ζωή του ἀπό καλή
περιέργεια. Τόν παρακολούθησε. Τόν ἄκουσε νά κάνη
Ἑσπερινό, νά τά λέη ὅλα ἀπ᾿ ἔξω χωρίς βιβλίο καί φῶς, καί
μάλιστα ἔψαλε τό «Κύριε ἐκέκραξα…», τά ἀναστάσιμα τροπάρια
καί τό Θεοτοκίον στόν ἦχο τῆς Κυριακῆς ἐκείνης[2].
Κάποια
φορά πού τόν εἶδαν νά φεύγη ἀπό τό Κελλί του, πῆγαν νά τό
ἐξερευνήσουν, ἀλλά ἔκπληκτοι βρῆκαν τόν Κώστα μέσα! Καί ἐνῶ
ἦταν ἀμήχανοι, τούς εἶπε νά προσκυνήσουν τέσσερις μεγάλες
εἰκόνες ὁλόσωμες σέ φυσικό μέγεθος. Τοῦ ζήτησαν συγγνώμη
καί αὐτός τούς εἶπε: «Στό καλό, ὁ Χριστός μαζί σας». Στό κελλί
του δέν εἶδαν οὔτε τραπέζι οὔτε κρεββάτι οὔτε κουβέρτες καί
μαξιλάρι, καί φυσικά οὔτε θέρμανση. Καί ὁ χειμῶνας στίς
Καρυές δέν βγαίνει εὔκολα, ἀκόμη καί μέ θέρμανση.
Ὅλα αὐτά ἔκαναν τόν ἅγιο Ροδοστόλου νά σέβεται καί νά εὐλαβῆται πολύ τόν γερω–Κώστα.
Λίγοι
κατανοοῦσαν τήν πνευματική του κατάσταση, ἀλλά καί αὐτοί
ὄχι σέ ὅλο τό βάθος της· οἱ περισσότεροι πατέρες τόν
βοηθοῦσαν ἀπό συμπόνια, ἀλλά ὑπῆρχαν δυστυχῶς καί
ἐλάχιστοι πού τόν περιγελοῦσαν, τόν περιφρονοῦσαν καί τόν
ταλαιπωροῦσαν γιά νά γελοῦν μαζί του. Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶδε
μία μέρα τόν γερω–Κώστα νά ἔρχεται στό μονοπάτι πού περνοῦσε
κάτω ἀπό τό μπαλκόνι του. Γέμισε ἕνα κουβᾶ μέ νερό καί, ὅταν
ἐκεῖνος ἔφθασε ἀπό κάτω, ἄδειασε ὅλο τό νερό ἐπάνω του καί
φυσικά τόν μούσκεψε ὁλόκληρο. Ὁ γερω–Κώστας συνέχισε
ἀτάραχος τόν δρόμο του σάν νά μή εἶχε συμβῆ τίποτε καί μάλιστα
οὔτε γύρισε νά δῆ τόν ἄνθρωπο. Ποιός θά τό ἄντεχε αὐτό
ἀδιαμαρτύρητα;
Ὅλα
τά ἀσκητικά ἀγωνίσματα εἶναι δύσκολα καί γίνονται μέ κόπο,
περισσότερο ὅμως ἡ ὑπακοή, γιατί κατά τούς ἁγίους πατέρες
εἶναι ἄρνηση ψυχῆς καί ὁμολογία. Ἀλλά ἀκόμη πιό δύσκολη
εἶναι ἡ σαλότης, διότι ὁ διά Χριστόν σαλός γίνεται «πάντων
περίψημα», «ταπεινοῦται σφόδρα» καί καταπατᾶ τελείως τήν
ὑπερηφάνεια. Ἡ διά Χριστόν σαλότης ἀπαιτεῖ εἰδική κλήση ἀπό
τόν Θεό. Καί οἱ σαλοί εἶναι ἀγαπητοί στόν Θεό, γιατί γιά τήν
ἀγάπη Του σηκώνουν αὐτόν τόν βαρύ σταυρό, καί ὁ Θεός γιά τήν
μεγάλη ταπείνωσή τους ἀποκαλύπτει σ᾿ αὐτούς τά μυστήριά
Του.
Τέτοιος,
διά Χριστόν σαλός, πίστευαν οἱ πατέρες ὅτι ἦταν καί ὁ
γερω–Κώστας καί ὅτι ἔκρυβε κάποιο μυστικό πνευματικό.
Διηγήθηκε
Καρυώτης Γέρων: «Μία μέρα, ὅταν ἤμουν νέο καλογέρι 20–22
χρόνων, στό μαγαζί τοῦ παπα–Στέφανου χαριεντιζόμουνα καί
γελοῦσα, ὁπότε μπῆκε μέσα ὁ γερω–Κώστας. Μία στιγμή πού ἔλειψε ὁ
παπα–Στέφανος μοῦ εἶπε μέ σοβαρό ὕφος: “Οἱ καλόγεροι δέν
γελᾶν”. Ἐγώ ἀμέσως μαζεύτηκα. Καί μόλις γύρισε ὁ
παπα–Στέφανος, πάλι ἄρχισε τά χαζά του. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ
σοβαρότητά του καί ἡ συμβουλή του. Ἕνας τρελλός δέν μιλᾶ
ἔτσι».
Ὕστερα
ὁ γερω–Κώστας ἔφυγε ἀπό τό Σαράϊ καί ἔμενε στό
ἐγκαταλελειμμένο Κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τό
ὀνομαζόμενο τοῦ Φιλαδέλφου, ἔξω ἀπό τίς Καρυές. Τό Κελλί
δέν εἶχε πόρτες καί παράθυρα οὔτε καί πάτωμα, παρά μόνο μιά
παλιόπορτα στήν κεντρική εἴσοδο. Πατοῦσε στά καδρόνια καί
κοιμόταν σέ μία ἄκρη τῆς Ἐκκλησίας, στό Ἱερό. Εἶναι ἀπορίας
ἄξιον πῶς ἄντεχε τόν χειμῶνα. Ἀνθρωπίνως ἦταν ἀδύνατο ἀλλά
φαίνεται τόν σκέπαζε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ὁ διά Χριστόν σαλός γερω–Κώστας.
Εἶχε ἕνα Τριώδιο παλαίτυπο, ἀπό τό ὁποῖο ἔψαλλε,
καί μία Ἁγία Γραφή δερματόδετη. Κάποιος πού τήν εἶδε, τήν
ἐπεθύμησε καί τήν ἔκλεψε. Ὅταν τόν συνάντησε στόν δρόμο ὁ
Κώστας, τοῦ εἶπε: «Μοῦ πῆρες τήν Ἁγία Γραφή. Νά μοῦ τήν φέρης
γρήγορα». Ὁ κλέφτης τά ἔχασε, συγκλονίστηκε καί διερωτᾶτο
πῶς τό κατάλαβε, ἀφοῦ ἔλειπε καί δέν τόν εἶδε. Πίστεψε ὅτι
ἔχει χάρισμα ὁ Κώστας, ὅτι εἶναι σέ κατάσταση πνευματική καί
ὅτι προσποιεῖται τόν σαλό.
Κάποτε
ὁ γερω–Κώστας πλησίασε ἕναν μαθητή τῆς Ἀθωνιάδος, τοῦ
ἀπεκάλυψε μία ἁμαρτία πού εἶχε κάνει, καί τοῦ εἶπε ἄλλη
φορά νά μήν τήν ξανακάνη.
Τόν ρώτησε κάποτε νέος μοναχός:
–Δέν μοῦ λές, Κωνσταντῖνε, εἶσαι καλόγερος;
–Ναί, ἀπάντησε μονολεκτικά.
–Καί ποῦ ἔγινες καλόγερος;
–Στό Διονυσίου.
–Καί ποιό ἦταν τό καλογερικό σου ὄνομα;
–Ἀκάκιος.
–Ἀπό ποῦ εἶσαι;
–Ἀπό τά νησιά.
–Ἀπό ποιό νησί;
–Ἀπό τήν Ρόδο.
Καί
ὅταν ὁ μοναχός συνέχισε νά τόν ρωτᾶ λεπτομέρειες γιά ἄλλα
πράγματα πού ἀφοροῦσαν τήν ζωή του, ἄρχισε τότε νά λέη
διάφορα παλαβά.
Εἶχε
γίνει πράγματι καλόγερος ἤ αἰσθανόταν ὡς μοναχός; Ὅσα εἶπε
ἦταν ὑπεκφυγή ἤ τά ἐννοοῦσε ὁ ἴδιος διαφορετικά;
Τόν
γερω–Δαμασκηνό Ἁγιοβασιλειάτη, ὅταν τόν
πρωτοσυνάντησε στήν Καψάλα, τόν ἀπεκάλεσε μέ τό ὄνομά του,
χωρίς νά τόν γνωρίζη. Μίλησαν καί
τοῦ εἶπε ἐμπιστευτικά ὁ γερω–Κώστας ὅτι εἶναι
ἀγενεαλόγητος Μικρασιάτης, θεολόγος καί ἀδόκιμος
συγγραφεύς. Τόν ρώτησε γιά κάτι πού τόν ἀπασχολοῦσε, καί ὁ
γερω–Κώστας τοῦ εἶπε: «Ἐκεῖ βρίσκεσαι ἀκόμα, γερω–Δαμασκηνέ;
Ὅποιος δέν πολεμεῖται ἀπό αὐτόν τόν ἀσυνήθιστον λογισμόν,
μοναχός δέν γίνεται». Οἱ ἁπλοί του λόγοι ἀνέπαυσαν τόν
γερω–Δαμασκηνό.
Τελικά,
ὁ γερω–Κώστας δέν ἦταν τρελλός, ὅπως τόν θεωροῦσαν μερικοί,
ἀλλά ἦταν θεολόγος καί συγγραφέας δύο βιβλίων: Ὁ ἄνθρωπος, τό ἄνθος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, καί, Πῶς ἐγνώρισα τό Ἅγιον Ὄρος καί πῶς τό ἀφήνω[3].
Τήν
ἡμέρα πού ψηφιζόταν ὁ νέος καταστατικός χάρτης τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, ὁ Κώστας, νέος τότε καί στήν ἀρχή τῆς διά Χριστόν
σαλότητός του, ἀνέβηκε στό καμπαναριό τοῦ Πρωτάτου καί
χτυποῦσε πένθιμα τίς καμπάνες. Διηγήθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων τό
περιστατικό καί τούς λόγους πού τόν παρακίνησαν νά τό κάνη
αὐτό, στόν γερω–Δαμασκηνό τόν Ἁγιοβασιλειάτη ὡς ἑξῆς:
«Γερω–Δαμασκηνέ, θά γνωρίζετε ὅτι ὁ τόπος αὐτός εἶναι
ἀφιερωμένος εἰς τήν Παναγία μας. Ἡ κοινή μας Μητέρα φώτισε
τούς κτίτορας ὅλων τῶν ἱερῶν σεμνείων καί ἐζήτησαν ἀπό
τούς Πατριάρχας καί Αὐτοκράτορας, τό Ἅγιον Ὄρος νά εἶναι καί
νά παραμένη ἀδέσποτον καί ἀδούλωτον ἀπό τῆς πνευματικῆς
καί πολιτειακῆς ἐξουσίας, μή ἀποκλειομένης τῆς ἐποπτείας.
Τό προνομιακόν αὐτό καθεστώς ἦτο ἐγγυημένον ἀπό τό Ἱερόν
τυπικόν τοῦ Τράγου καί τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν Σιγιλλίων,
Αὐτοκρατορικῶν Χρυσοβούλλων καί Σουλτανικῶν φιρμανίων.
Ἐκτός τῶν αἰωνοβίων αὐτῶν ἐγγυητικῶν ἐγγράφων, ἐδέσποζε ἡ
Ἱερά Παράδοσις, ἡ ὁποία ἐστηρίζετο εἰς τάς Ἱεράς Γραφάς,
τάς ὑποθήκας καί συμβουλάς τῶν ἐν ἀρετῇ προεκδημησάντων
πατέρων καί, τό σπουδαιότερον ἐξ ὅλων, ἐλειτούργει
ὀρθοδόξως, ὁ ὀρθόδοξος καταλογισμός τῆς ἁγιορειτικῆς
συνειδήσεως. Διά τοῦτο οὔτε Ποινικοί Κώδικες οὔτε Ποινικαί
Δικονομίαι ἐχρειάσθησαν νά λειτουργήσουν προληπτικῶς ἤ
κατασταλτικῶς διά τήν κοινήν εἰρήνην τοῦ τόπου, οὔτε
Συνταγματικαί κυρώσεις τῶν προνομίων. Τό προνομιακόν αὐτό
καθεστώς ἦτο ἐνδογενές, αὐτοδύναμον καί αἰώνιον. Οἱ
σύγχρονοι προϊστάμενοι ἠπατήθησαν καί ἀντήλλαξαν ὅλα τά
ἀνωτέρω μέ τόν καταστατικόν χάρτην. Ἐγώ, γερω–Δαμασκηνέ,
ἠξεύροντας αὐτά, ἀπό ἐσωτερικήν ἀνείπωτον παρόρμησιν,
ὅταν ἐψηφίζετο εἰς τό κοινόν ὁ νέος καταστατικός χάρτης,
αἰσθάνθηκα ὅτι τά ἀναφαίρετα δικαιώματα τοῦ ἱεροῦ τόπου
ἐπωλοῦντο, καί ἔβλεπα νεκρόν καί ἀκυβέρνητον τό Ἅγιον Ὄρος
ἀπό τό νέον καθεστώς· διά τοῦτο μετέβην εἰς τό κωδωνοστάσιον
τοῦ Πρωτάτου καί ἐκτυποῦσα πένθιμα καί ρυθμικά τούς κώδωνας
μέ τήν ἀκλόνητον πεποίθησιν ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος, ὡς
αὐτοδιοίκητος ὀργανισμός, ἀπεβίωσε σήμερον. Ἡ πένθιμος
κωδωνοκρουσία ἀνεστάτωσε τήν συνεδριάζουσαν Ἱ. Διπλῆν
Σύναξιν τῶν εἴκοσι Μονῶν καί ἀπέστειλε τόν Σερδάρην νά μάθουν
ποῖος ἐκοιμήθη. Ὅταν ἦλθεν ὁ Σερδάρης, μέ ἠρώτησε ποῖος
ἐκοιμήθη; Τό Ἅγιον Ὄρος, τοῦ ἀπάντησα καί συνέχισα· ἡ
ἀπότομος ὅμως συμπεριφορά τοῦ Σερδάρη μέ ἠνάγκασε νά
σταματήσω καί ἐζήτησα νά παρουσιασθῶ εἰς τήν Διπλῆ Σύναξιν, νά
γίνη πρακτικόν κηδείας τοῦ αὐτοδιοικήτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
ἀλλά μέ τάς συνήθεις ὕβρεις καί χλευασμούς μέ ἀπέπεμψαν καί
ἀπῆλθον λελυπημένος… Ὅταν, γερω–Δαμασκηνέ, φύγη ὁ ἀπόηχος
τοῦ παλαιοῦ συστήματος καί ἐφαρμοσθοῦν αἱ διατάξεις τοῦ
νέου τούτου συστήματος, εἰρήνην ὁ τόπος αὐτός δέν θά
γνωρίσει. Τότε τό μοναχικόν πολίτευμα θά διωχθῆ ἤ θά
ἐξαχρειωθῆ ἀπό τήν ἐκμετάλλευσιν τῶν ἀποθησαυρισμένων
ἀνεκτιμήτων θησαυρῶν καί κειμηλίων, διά τά ὁποῖα τό κράτος
καί ὁ Ἐπίσκοπος θά εὕρουν τρόπον ἐκμεταλλεύσεως»[4]. Ταῦτα τά ρήματα οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου ἤ τρελλοῦ, ἀλλ᾿ ἀληθείας καί σωφροσύνης ρήματα.
Ἀπό
τά ἀνωτέρω φαίνεται ὅτι ὁ γερω–Κώστας ὄχι μόνο τρελλός δέν
ἦταν, ἀλλά ἦταν πολύ σοφός, ἀφοῦ γνώριζε τόσα πράγματα καί
μάλιστα ἔβλεπε πολύ μακρυά.
Τότε ἡ Ἱερά Κοινότης δέν τιμώρησε τόν Κώστα, δέν
ἔδωσε σημασία στήν ἐνέργειά του νά χτυπήση πένθιμα τίς
καμπάνες. Ποιός ἔδινε σημασία στίς πράξεις τοῦ
«τρελλο–Κώστα;». Ἀργότερα ὅμως, τό ἔτος 1969, μερικοί
«ἔξυπνοι» πού σκέφτονταν μέ κοσμικό τρόπο, θεωροῦσαν ὄνειδος
τήν ἐμφάνιση τοῦ Κώστα στίς Καρυές καί μάλιστα στούς
Εὐρωπαίους πού ἄρχισαν μετά τήν χιλιετηρίδα νά
ἐπισκέπτωνται τό Ὄρος. Γι᾿ αὐτό ἐνήργησαν γιά τήν ἀπέλασή
του. Ἔστειλαν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ σέ τρελλοκομεῖο! Ἐκεῖ,
ἀφοῦ τόν ἐξήτασαν καί τόν βρῆκαν ὑγιέστατο, τόν ἔστειλαν σέ
γηροκομεῖο, ὅπως ἀναφέρει ὁ γέροντας Παΐσιος[5]. Ἔκτοτε χάνονται τά ἴχνη του.
Οἱ
πατέρες πού τόν εἶχαν κατανοήσει, στενοχωρήθηκαν καί
πίστευαν ὅτι «κακῶς, πολύ κακῶς τόν ἔδιωξαν, διότι οὔτε
ἀταξίες ἔκανε οὔτε πείραζε κανέναν. Ἦταν κόσμημα καί
στολίδι καί ὄχι ὄνειδος γιά τό Ἅγιον Ὄρος». Ἦταν ἕνα
εὐωδέστατο ἄνθος στόν πάντερπνο παράδεισο τῆς Θεοτόκου, στό
Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλά ἐμεῖς, οἱ κοσμικά σκεπτόμενοι, τόν
ἀδικήσαμε.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
2. +Ἐπισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Πρόσωπα καί δρώμενα στόν Ἄθωνα, Ἅγιον Ὄρος 2001, σελ. 186–
3. Βλ. Ἀρχιμ. Εὐδοκίμου Καρακουλάκη, Διοίκηση καί ὀργάνωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἅγ. Ὄρος 2007, σελ. 198–