Επιστολή προς Διόγνητον
Επειδή βλέπω, φίλτατε Διόγνητε, ότι
ιδιαιτέρως ενδιαφέρεσαι να μάθεις την πίστη των Χριστιανών και επιμελώς
αναζητείς να πληροφορηθείς πάντα όσα σχετίζονται μ’ αυτήν· δηλαδή πώς
θρησκεύουν και πώς παραβλέπουν αυτόν εδώ τον κόσμο και πώς καταφρονούν
τον θάνατο και δεν εκτιμούν ούτε τους θεούς των ειδωλολατρών ούτε τηρούν
τις παραδόσεις των Ιουδαίων, παρακαλώ τον Θεό να μου δώσει σύνεση να
σου τα παρουσιάσω όλα αυτά σωστά ώστε και συ να γίνεις καλύτερος.
Την ματαιοπονία και απάτη των
ειδωλολατρών και την πολυπραγμοσύνη και αλαζονεία των Ιουδαίων την
κατενόησες και κατάλαβες ότι σωστά απέχουν οι Χριστιανοί από αυτά. Όμως
το μυστήριο της θεοσέβειας των Χριστιανών μη περιμένεις ότι θα το μάθεις
από κάποιον άνθρωπο.
Οι Χριστιανοί δεν ξεχωρίζουν από τους
άλλους ανθρώπους στην γλώσσα ομιλίας, ούτε στις συνήθειες. Ούτε
κατοικούν σε δικές τους ξεχωριστές πόλεις, ούτε χρησιμοποιούν κάποια
γλωσσική διάλεκτο διαφορετική, ούτε ζουν με «περίεργο» τρόπο! Δεν έχουν
επινοήσει κάποιο «παράξενο» τρόπο ζωής στηριγμένοι στην ανθρώπινη
περιέργεια, ούτε και προΐστανται όπως μερικοί μιας ανθρώπινης
διδασκαλίας. Κατοικούν σε ελληνικές ή βαρβαρικές πόλεις, όπως συνέπεσε ο
καθένας, και διαβιούν με τις τοπικές συνήθειες και τον τρόπο ενδυμασίας
και τροφής του κάθε τόπου ενώ συγχρόνως γίνεται φανερή η θαυμαστή και
αξιοπρόσεκτη συμπεριφορά τους.
Ζουν στην δική τους ο καθένας πατρίδα
αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα τα κοινά ως πολίτες και υπομένουν τα
πάντα, όμως σαν να ήσαν ξένοι. Η ξενιτειά είναι πατρίδα τους και η
πατρίδα τους ξενιτειά. Παντρεύονται όπως όλοι και γεννούν παιδιά αλλά
δεν τα σκοτώνουν. Γήινοι άνθρωποι είναι αλλά δεν ζουν με ζωώδη τρόπο.
Διαβιούν στην γη αλλά έχουν το πολίτευμα στον ουρανό. Υπακούουν στους
κρατικούς νόμους αλλά με τον τρόπο ζωής τους ξεπερνούν τους νόμους.
Αγαπούν τους πάντες έστω κι αν διώκονται από όλους. Αγνοούνται και
κατακρίνονται από πολλούς, φονεύονται αλλά «ζωοποιούνται». Γίνονται
φτωχοί από πεποίθηση και «πλουτίζουν» τους άλλους. Στερούνται σχεδόν των
πάντων αλλά δίνουν σε όλους. Περιφρονούνται από τους ανθρώπους αλλά
γίνεται δόξα γι’ αυτούς η περιφρόνηση. Συκοφαντούνται αλλά δικαιώνονται.
Χλευάζονται και αυτοί ευλογούν. Υβρίζονται και τιμούν. Ενώ κάνουν το
καλό, τιμωρούνται ως κακοί· όταν όμως τιμωρούνται χαίρουν γιατί έτσι
αποκτούν την «ἐν Χριστῷ» ζωή. Οι Ιουδαίοι τους πολεμούν ως αλλόφυλους
και οι ειδωλολάτρες τους διώκουν, και αυτοί που τους μισούν δεν μπορούν
να προσδιορίσουν την αιτία της έχθρας τους.
Να το πω απλά: Ό,τι είναι για το σώμα η
ψυχή, είναι και για τον κόσμο οι Χριστιανοί. Όπως είναι διάχυτη σ’ όλο
το σώμα η ψυχή, με τον ίδιο τρόπο είναι και οι Χριστιανοί στον κόσμο.
Κατοικεί στο σώμα η ψυχή αλλά δεν είναι στοιχείο του σώματος· και οι
Χριστιανοί κατοικούν στον κόσμο αλλά δεν είναι του κόσμου.
Η αόρατη ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα
και οι Χριστιανοί βρίσκονται μέσα στον κόσμο αλλά δεν είναι ορατή η
πίστη τους στον Θεό! Όταν το σώμα κυριευθεί από επιθυμίες, μισεί την
ψυχή γιατί η ψυχή αντιτάσσεται στην φιληδονία· έτσι μισεί κι ο κόσμος
τους Χριστιανούς γιατί διαφοροποιούνται από τις ηδονές. Η ψυχή αγαπά το
σώμα της και οι Χριστιανοί αγαπούν αυτούς που τους μισούν.
Είναι δεσμευμένη η ψυχή από το σώμα αλλά
συγχρόνως το ζωοποιεί. Και οι Χριστιανοί ζουν σαν φυλακισμένοι στον
κόσμο όμως αυτοί τον ομορφαίνουν. Η αθάνατη ψυχή κατοικεί μέσα στο θνητό
σώμα και οι Χριστιανοί κατοικούν στην φθαρτή κτίση αναμένοντας την
ουράνια αφθαρσία. Από την στέρηση των αναγκαίων η ψυχή γίνεται καλύτερη
και οι Χριστιανοί διωκόμενοι πολλαπλασιάζονται. Σ' αυτήν την αποστολή
τους έταξε ο Θεός και δεν είναι σωστό να την αποφεύγουν.
Κανένας άνθρωπος δεν είδε ούτε γνώρισε
από μόνος του τον Θεό, παρά μόνον εκείνοι στους οποίους αποκαλύφθηκε.
Φανέρωσε δε τον εαυτό του εξ αιτίας της πίστης τους, που είναι η μόνη
οδός γνώσεως του Θεού.
Ο Θεός ο Κύριος και Δημιουργός των
πάντων, αυτός που έκτισε τα πάντα με σοφία, δεν είναι μόνον φιλάνθρωπος
αλλά και μακρόθυμος. Πάντοτε έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι·
«καλόκαρδος» και αγαθός, αληθινός, χωρίς οργή, κι όλα αυτά σε απόλυτο
βαθμό. Αυτός ο Κύριος συνέλαβε ένα μεγαλειώδες και ασύλληπτο σχέδιο και
το «μοιράστηκε» μόνο με τον υιό του!
Όταν κορυφώθηκε ο λανθασμένος τρόπος
ζωής μας και ήταν πλέον φανερό ότι έπρεπε να τιμωρηθεί με θάνατο, τότε ο
Θεός φανέρωσε ότι ήρθε ο καιρός να μας «δείξει» την καλωσύνη και την
δύναμή του. Δεν μας μίσησε, ούτε μας απώθησε, ούτε μνησικάκησε εναντίον
μας αλλά μακροθύμησε και θυσίασε τον υιόν του αντί να τιμωρήσει εμάς!
Τον άγιο υπέρ των αμαρτωλών, τον άκακο
υπέρ των κακών, τον δίκαιο υπέρ των αδίκων, τον αθάνατο υπέρ των θνητών!
Άλλωστε τι θα μπορούσε να γιατρέψει τις αμαρτίες μας αν όχι η δική μας
καλωσύνη;
Πώς αλλιώς μπορούσαμε να βρούμε έλεος εμείς οι αμαρτωλοί και ασεβείς αν όχι μόνον διά του Υιού του Θεού;
Ω της γλυκειάς ανταλλαγής! Ω της
απερινόητης δημιουργίας! Ω της απροσδόκητης ευεργεσίας! Η ανομία των
πολλών καλύφθηκε από Έναν και η καλωσύνη του Ενός δικαίωσε πολλούς
ανόμους. Φανέρωσε λοιπόν στους χρόνους που πέρασαν, ότι η φύση μας
αδυνατεί να ζήσει αυτοδύναμα· και στους χρόνους τους τωρινούς φανέρωσε,
ότι ο Σωτήρας Υιός του μπορεί να θεραπεύσει τα ανίατα· και με τα δύο
αυτά θέλει να μας κάνει να εμπιστευθούμε την καλωσύνη του και να τον
δεχθούμε συντηρητή της ζωής μας, πατέρα μας, σκέψη μας, φως μας, τιμή
και δόξα μας, δύναμη και ζωή μας.
Αυτήν την πίστη αν ποθήσεις ν’
αποκτήσεις και συ, πρέπει πρώτα πρώτα να τον κάνεις Πατέρα σου. Ο Θεός,
όπως είπαμε, αγάπησε τους ανθρώπους για τους οποίους και δημιούργησε τον
κόσμο, κι έδωσε στην εξουσία τους όλη την γη· και τους προίκισε με
σκέψη και λόγο, και τους έδωσε το μοναδικό προνόμιο να απευθύνονται σ'
Αυτόν αφού τους έπλασε «κατ' εικόνα» του, και τους έστειλε τον Υιό του
τον Μονογενή και υποσχέθηκε να δώσει και την Βασιλεία των Ουρανών σ'
όσους θα τον αγαπήσουν.
Αντιλαμβάνεσαι πόση χαρά θα γευτείς και
θα νοιώσεις γι' Αυτόν που σε αγάπησε τόσο; Όταν τον αγαπήσεις θα γίνεις
μιμητής της καλωσύνης του. Μη θαυμάζεις πώς μπορεί ένας άνθρωπος να
γίνει μιμητής του Θεού! Είναι δυνατόν, αφού Εκείνος το θέλει! Άλλωστε
ευτυχία δεν είναι να τυραννάς τους συνανθρώπους σου και να θέλεις να
έχεις περισσότερα από εκείνους· αυτές είναι καταστάσεις με τις οποίες
δεν μιμείσαι τον Θεό αλλά αποξενώνεσαι από την μεγαλειότητα του Θεού.
Ευτυχία είναι, να αναλαμβάνεις το φορτίο της ανάγκης του πλησίον σου, να
θέλεις να μοιράζεσαι τα δικά σου με αυτούς που έχουν λιγώτερα. Αυτός
που, όσα έλαβε εκ Θεού, τα μοιράζεται με όσους βρίσκονται σε ανάγκη,
γίνεται «Θεός» γι' αυτούς αφού είναι μιμητής του Θεού.
Σ' αυτήν την περίπτωση όντας στον κόσμο
θα «δεις» ότι ο Θεός είναι στον ουρανό και θα μιλάς για τα μυστήριά Του.
Τότε εκείνους που βασανίζονται από τους ειδωλολάτρες επειδή δεν
αρνούνται τον αληθινό Θεό, και θα τους θαυμάσεις και θα τους αγαπήσεις.
Τότε θα καταφρονήσεις την απάτη και την πλάνη αυτού του κόσμου γιατί θα
συνειδητοποιήσεις την ουράνια πολιτεία. Τότε θα καταφρονήσεις τον
βιολογικό θάνατο, όταν φοβηθείς τον όντως θάνατο που είναι ο χωρισμός
από τον Θεό και «περιμένει» αυτούς που θα κατακριθούν στο «πυρ το
αιώνιο» να ταλαιπωρούνται μονίμως. Τότε θα θαυμάσεις και θα μακαρίσεις
αυτούς που για την αγάπη του Θεού υπομένουν την ταλαιπωρία του κτιστού
πυρός, όταν θα αποχτήσεις επίγνωση του αιωνίου και ακτίστου πυρός.
Όταν λοιπόν τα προσέχετε αυτά, θα
γνωρίσετε όσα δίνει ο Θεός σ' όσους τον αγαπούν σωστά. Τότε θα γίνετε
«Παράδεισος τρυφής», δένδρο πλῆρες καρπῶν ολόδροσο. Θα καρποφορήσετε
γεμάτοι ομορφιά από την ποικιλία των καρπών.
Στον παράδεισο ο Θεός φύτευσε «ξύλον γνώσεως» και ξύλον ζωής». Δεν επιφέρει θάνατο το ξύλο της γνώσεως αλλά η παρακοή.
Φανέρωνε μ' αυτά, ότι ο δρόμος προς την
ζωή περνά μέσα από την γνώση! Αυτήν την γνώση δεν χειρίστηκαν σωστά οι
πρωτόπλαστοι και με την απάτη του όφεως γυμνωθήκανε απ' όλες τις δωρεές.
Δεν υπάρχει ζωή χωρίς γνώση ούτε
αξιόπιστη γνώση χωρίς αληθινή ζωή. Γι' αυτό τα «δέντρα» φυτευθήκανε το
ένα δίπλα στο άλλο. Αυτό το είχε κατανοήσει ο απόστολος όταν μεμφόμενος
την γνώση που είναι χωρισμένη από την αλήθεια του θελήματος του Θεού,
έλεγε: «Η γνώση γεμίζει τον άνθρωπο εγωϊσμό ενώ η αγάπη οικοδομεί την
καλωσύνη».
Αυτός που νομίζει ότι ξέρει κάτι έξω από
την αληθινή γνώση που επιβεβαιώνεται από τον τρόπο ζωής, δεν ξέρει
τίποτε. Πλανάται από τον διάβολο και δεν αγαπά την όντως ζωή. Εκείνος
όμως που κατέχει τη γνώση που συνοδεύεται από φόβο Θεού και αναζητά
διακαώς την ζωή, «φυτεύει» ελπίζοντας σε συγκομιδή «καρπών».
Άφησε λοιπόν την καρδιά σου να αποκτήσει
γνώση και την ζωή σου να αποδεχθεί τον Λόγο. Φρόντιζε το «δένδρο» της
ζωής σου και θα συλλέξεις «καρπούς», και θα απολαμβάνεις σοδειά που θα
είναι ευχάριστη στον Θεό και την οποία κανένα «φίδι» δεν θα μπορεί ν’
αγγίξει ούτε απάτη να πλησιάσει.
Τότε η Εύα δεν θα παραπλανιέται. Θα
υπάρχει εμπιστοσύνη στην Παρθένο. Η σωτηρία θα αναγγέλεται. Οι απόστολοι
θα συνετίζονται. Το Πάσχα του Κυρίου θα είναι κοντά. Οι καιροί θα
πλησιάζουν την ζωή των ανθρώπων. Ο Λόγος θα καθοδηγεί με χαρά τους
αγίους και θα δοξάζεται δι' Αυτού, ο Πατήρ στον οποίο ανήκει αιωνία
δόξα. ΑΜΗΝ.
Υ.Γ. Η μετάφραση είναι σχετικά ελεύθερη
και έχουν παραληφθεί τρία τμήματα του πρωτοτύπου κειμένου που είχαν
περιεχόμενο εντελώς εποχιακό (αντιπαράθεση σε Ιουδαίους για τον
νομικισμό τους και ειδωλολάτρες για την αφελή ανοησία των ξοάνων του).
Το πρωτότυπο έχει ενδιαφέρουσα ιστορία.
Άγνωστο μέχρι το 1436 και μη
μνημονευόμενο καν από τον οποιονδήποτε (π.χ. Μυριόβιβλος) το βρίσκει
(έτσι ισχυρίζεται) σε ένα...ψαράδικο ένας λατίνος κληρικός ονόματι
Thomas d’ Arezzo. Ίσως η ιστορία να είναι μυθιστορηματική δικαιολόγηση
κλοπής. Αφού πώς είναι δυνατόν να ισχυριστεί ότι ήταν ριγμένο στα χαρτιά
περιτυλίγματος ψαράδικου ένα χειρόγραφο (!) σε μια εποχή που σπανίζει
το χαρτί. Αδιάφορο το παρασκήνιο. Το κείμενο εκπληκτικό. Άτυχο στην
συνέχεια. Καίγεται (!) στην πυρκαϊά του Στρασβούργου το 1870 στον
βομβαρδισμό της πόλεως από τον πρωσσικό στρατό! Ευτυχώς μέχρι τότε έχουν
υπάρξει επανειλημμένες εκδόσεις.
Μετάφραση π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
ΠΡΕΒΕΖΑ 2009
Πηγή: http://www.enoriako.info/Pros_diognito.htm
Ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον
I. Ἐπειδὴ ὁρῶ, κράτιστε Διόγνητε,
ὑπερεσπουδακότα σε τὴν θεοσέβειαν τῶν Χριστιανῶν μαθεῖν καὶ πάνυ σαφῶς
καὶ ἐπιμελῶς πυνθανόμενον περὶ αὐτῶν, τίνι τε Θεῷ πεποιθότες καὶ πῶς
θρησκεύοντες αὐτὸν τόν τε κόσμον ὑπερορῶσι πάντες καὶ θανάτου
καταφρονοῦσι καὶ οὔτε τοὺς νομιζομένους ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων θεοὺς λογίζονται
οὔτε τὴν Ἰουδαίων δεισιδαιμονίαν φυλάσσουσι, καὶ τίνα τὴν φιλοστοργίαν
ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους, καὶ τί δή ποτε καινὸν τοῦτο γένος ἢ ἐπιτήδευμα
εἰσῆλθεν εἰς τὸν βίον νῦν καὶ οὐ πρότερον· ἀποδέχομαί γε τῆς προθυμίας
σε ταύτης καὶ παρὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ καὶ τὸ λέγειν καὶ τὸ ἀκούειν ἡμῖν
χορηγοῦντος, αἰτοῦμαι δοθῆναι ἐμοὶ μὲν εἰπεῖν οὕτως, ὡς μάλιστα ἂν
ἀκούσαντά σε βελτίω γενέσθαι, σοί τε οὕτως ἀκοῦσαι, ὡς μὴ λυπηθῆναι τὸν
εἰπόντα.
II. Ἄγε δή, καθάρας σεαυτὸν ἀπὸ πάντων
τῶν προκατεχόντων σου τὴν διάνοιαν λογισμῶν καὶ τὴν ἀπατῶσάν σε
συνήθειαν ἀποσκευασάμενος, καὶ γενόμενος ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς καινὸς ἄνθρωπος,
ὡς ἂν καὶ λόγον καινοῦ, καθάπερ καὶ αὐτὸς ὡμολόγησας, ἀκροατὴς
ἐσόμενος· ἴδε μὴ μόνον τοῦς ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ καὶ τῇ φρονήσει, τίνος
ὑποστάσεως ἢ τίνος εἴδους τυγχάνουσιν, οὓς ἐρεῖτε καὶ νομίζετε θεούς.
οὐχ ὁ μέν τις λίθος ἐστίν, ὅμοιος τῷ πατουμένῳ, ὁ δ᾽ ἐστὶ χαλκός, οὐ
κρείσσων τῶν εἰς τὴν χρῆσιν ἡμῖν κεχαλκευμένων σκευῶν, ὁ δὲ ξύλον, ἤδη
καὶ σεσηπός, ὁ δὲ ἄργυρος, χρῄζων ἀνθρώπου τοῦ φυλάξαντος, ἵνα μὴ κλαπῇ,
ὁ δὲ σίδηρος, ὑπὸ ἰοῦ διεφθαρμένος, ὁ δὲ ὄστρακον, οὐδὲν τοῦ
κατεσκευασμένου πρὸς τὴν ἀτιμοτάτην ὑπηρεσίαν εὐπρεπέστερον; οὐ φθαρτῆς
ὕλης ταῦτα πάντα; οὐχ ὑπὸ σιδήρου καὶ πυρὸς κεχαλκευμένα; οὐχ ὁ μὲν
αὐτῶν λιθοξόος, ὁ δὲ χαλκεύς, ὁ δὲ ἀργυροκόπος, ὁ δὲ κεραμεὺς ἔπλασεν;
οὐ πρὶν ἢ ταῖς τέχναις τούτων εἰς τὴν μορφὴν τούτων ἐκτυπωθῆναι, ἦν
ἕκαστον αὐτῶν ἑκάστῳ, ἔτι καὶ νῦν, μεταμεμορφωμένον; οὐ τὰ νῦν ἐκ τῆς
αὐτῆς ὕλης ὄντα σκεύη γένοιτ᾽ ἄν, εἰ τύχοι τῶν αὐτῶν τεχνιτῶν, ὅμοια
τοιούτοις; οὐ ταῦτα πάλιν, τὰ νῦν ὑφ᾽ ὑμῶν προσκυνούμενα, δύναιτ᾽ ἂν ὑπὸ
ἀνδρώπων σκεύη ὅμοια γενέσθαι τοῖς λοιποῖς; οὐ κωφὰ πάντα; οὐ τυφλά;
οὐκ ἄψυχα; οὐκ ἀναίσθητα; οὐκ ἀκίνητα; οὐ πάντα σηπόμενα; οὐ πάντα
φθειρόμενα; ταῦτα θεοὺς καλεῖτε, τούτοις δουλεύετε, τούτοις προσκυνεῖτε,
τέλεον δ᾽ αὐτοῖς ἐξομοιοῦσθε. διὰ τοῦτο μισεῖτε Χριστιανούς, ὅτι
τούτους οὐχ ἡγοῦνται θεούς. ὑμεῖς γὰρ αἰνεῖν νομίζοντες καὶ οἰόμενοι, οὐ
πολὺ πλέον αὐτῶν καταφρονεῖτε; οὐ πολὺ μᾶλλον αὐτοὺς χλευάζετε καὶ
ὑβρίζετε, τοὺς μὲν λιθίνους καὶ ὀστρακίνους σέβοντες ἀφυλάκτους, τοὺς δὲ
ἀργυρέους καὶ χρυσοῦς ἐγκλείοντες ταῖς νυξὶ καὶ ταῖς ἡμέραις φύλακας
παρακαθιστάντες, ἵνα μὴ κλαπῶσιν; αἷς δὲ δοκεῖτε τιμαῖς προσφέρειν, εἰ
μὲν αἰσθάνονται, κολάζετε μᾶλλον αὐτούς· εἰ δὲ ἀναισθητοῦσιν, ἐλέγχοντες
αἵματι καὶ κνίσαις αὐτοὺς θρησκεύετε. ταῦθ᾽ ὑμῶν τις ὑπομεινάτω, ταῦτα
ἀνασχέσθω τις ἑαυτῷ γενέσθαι. ἀλλὰ ἄνθρωπος μὲν οὐδὲ εἷς ταύτης τῆς
κολάσεως ἑκὼν ἀνέξεται, αἴσθησιν γὰρ ἔχει καὶ λογισμόν· ὁ δὲ λίθος
ἀνέχεται, ἀναισθητεῖ γάρ. οὐκ οὖν τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ ἐλέγχετε, περὶ μὲν
οὖν τοῦ μὴ δεδουλῶσθαι Χριστιανοὺς τοιούτοις θεοῖς πολλὰ μὲν ἂν καὶ ἄλλα
εἰπεῖν ἔχοιμι· εἰ δέ τινι μὴ δοκοίη κἂν ταῦτα ἱκανά, περισσὸν ἡγοῦμαι
καὶ τὸ πλείω λέγειν.
III. Ἑξῆς δὲ περὶ τοῦ μὴ κατὰ τὰ αὐτὰ
Ἰουδαίοις θεοσεβεῖν αὐτοὺς οἶμαι σε μάλιστα ποθεῖν ἀκοῦσαι. Ἰουδαῖοι
τοίνυν, εἰ μὲν ἀπέχονται ταύτης τῆς προειρημένης λατρείας, καλῶς θεὸν
ἕνα τῶν πάντων σέβειν καὶ δεσπότην ἀξιοῦσι φρονεῖν· εἰ δὲ τοῖς
προειρημένοις ὁμοιοτρόπως τὴν θρησκείαν προσάγουσιν αὐτῷ ταύτην,
διαμαρτάνουσιν. ἃ γὰρ τοῖς ἀναισθήτοις καὶ κωφοῖς προσφέροντες οἱ
Ἕλληνες ἀφροσύνης δεῖγμα παρέχουσι, ταῦθ᾽ οὗτοι καθάπερ προσδεομένῳ τῷ
Θεῷ λογιζόμενοι παρέχειν μωρίαν εἰκὸς μᾶλλον ἡγοῖντ᾽ ἂν, οὐ θεοσέβειαν. ὁ
γὰρ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ πᾶσιν
ἡμῖν χορηγῶν, ὧν προσδεόμεθα, οὐδενὸς ἂν αὐτὸς προσδέοιτο τούτων ὧν τοῖς
οἰομένοις διδόναι παρέχει αὐτός. οἱ δέ γε θυσίας αὐτῷ δι᾽ αἵματος καὶ
κνίσης καὶ ὁλοκαυτωμάτων ἐπιτελεῖν οἰόμενοι καὶ ταύταις ταῖς τιμαῖς
αὐτὸν γεραίρειν, οὐδέν μοι δοκοῦσι διαφέρειν τῶν εἰς τὰ κωφὰ τὴν αὐτὴν
ἐνδεικνυμένων φιλοτιμίαν· τῶν μὲν μὴ δυναμένοις τῆς τιμῆς μεταλαμβάνειν,
τῶν δὲ δοκούντων παρέχειν τῷ μηδενὸς προσδεομένῳ.
IV. Ἀλλὰ μὴν τό γε περὶ τὰς βρώσεις
αὐτῶν ψοφοδεὲς καὶ τὴν περὶ τὰ σάββατα δεισιδαιμονίαν καὶ τὴν τῆς
περιτομῆς ἀλαζονείαν καὶ τὴν τῆς νηστείας καὶ νουμηνίας εἰρωνείαν,
καταγέλαστα καὶ οὐδενὸς ἄξια λόγου, οὐ νομίζω σε χρῄζειν παρ᾽ ἐμοῦ
μαθεῖν. τό τε γὰρ τῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κτισθέντων εἰς χρῆσιν ἀνθρώπων ἃ μὲν
ὡς καλῶς κτισθέντα παραδέχεσθαι, ἃ δ᾽ ὡς ἄχρηστα καὶ περισσὰ
παραιτεῖσθαι, πῶς οὐκ ἀθέμιστον; τὸ δὲ καταψεύδεσθαι Θεοῦ ὡς κωλύοντος
ἐν τῇ τῶν σαββάτων ἡμέρᾳ καλόν τι ποιεῖν, πῶς οὐκ ἀσεβές; τὸ δὲ καὶ τὴν
μείωσιν τῆς σαρκὸς μαρτύριον ἐκλογῆς ἀλαζονεύεσθαι ὡς διὰ τοῦτο
ἐξαιρέτως ἠγαπημένους ὑπὸ Θεοῦ, πῶς οὐ χλεύης ἄξιον; τὸ δὲ παρεδρεύοντας
αὐτοὺς ἄστροις καὶ σελήνῃ τὴν παρατήρησιν τῶν μηνῶν καὶ τῶν ἡμερῶν
ποιεῖσθαι καὶ τὰς οἰκονομίας Θεοῦ καὶ τὰς τῶν καιρῶν ἀλλαγὰς
καταδιαιρεῖν πρὸς τὰς αὐτῶν ὁρμάς, ἃς μὲν εἰς ἑορτάς, ἃς δὲ εἰς πένθη·
τίς ἂν θεοσεβείας καὶ οὐκ ἀφροσύνης πολὺ πλέον ἡγήσᾳτο δεῖγμα; τῆς μὲν
οὖν κοινῆς εἰκαιότητος καὶ ἀπάτης καὶ τῆς Ἰουδαίων πολυπραγμοσύνης καὶ
ἀλαζονείας ὡς ὀρθῶς ἀπέχονται Χριστιανοί, ἀρκούντως σε νομίζω
μεμαθηκέναι· τὸ δὲ τῆς ἰδίας αὐτῶν θεοσεβείας μυστήριον μὴ προσδοκήσῃς
δύνασθαι παρὰ ἀνθρώπου μαθεῖν.
V. Χριστιανοὶ γὰρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε
ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσιν ἀνθρώπων. οὔτε γάρ που πόλεις
ἰδίας κατοικοῦσι οὔτε διαλέκτῳ τινὶ παρηλλαγμένῃ χρῶνται οὔτε βίον
παράσημον ἀσκοῦσιν. οὐ μὴν ἐπινοίᾳ τινὶ καὶ φροντίδι πολυπραγμόνων
ἀνθρώπων μάθημα τοῦτ᾽ αὐτοῖς ἐστιν εὑρημένον, οὐδὲ δόγματος ἀνθρωπίνου
προεστᾶσιν ὥσπερ ἔνιοι. κατοικοῦντες δὲ πόλεις ἑλληνίδας τε καὶ
βαρβάρους, ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καὶ τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες
ἔν τε ἐσθῆτι καὶ διαίτῃ καὶ τῷ λοιπῷ βίῳ θαυμαστὴν καὶ ὁμολογουμένως
παράδοξον ἐνδείκνυνται τὴν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. πατρίδας
οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾽ ὡς οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾽ ὡς πάροικοι· μετέχουσι
πάντων ὡς πολῖται, καὶ πάνθ᾽ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς
ἐστιν αυτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη. γαμοῦσιν ὡς πάντες, τεκνογονοῦσιν·
ἀλλ᾽ οὐ ῥίπτουσι τὰ γεννώμενα. τράπεζαν κοινὴν παρατίθενται, ἀλλ᾽ οὐ
κοίτην. ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ᾽ οὐ κατὰ σάρκα ζῶσιν. ἐπὶ γῆς
διατρίβουσιν, ἀλλ᾽ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. πείθονται τοῖς ὡρισμένοις
νόμοις, καὶ τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόμους. ἀγαπῶσι πάντας, καὶ
ὑπὸ πάντων διώκονται. ἀγνοοῦνται, καὶ κατακρίνονται· θανατοῦνται, καὶ
ζωοποιοῦνται. πτωχεύουσι, καὶ πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται,
καὶ ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. ἀτιμοῦνται, καὶ ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται.
βλασφημοῦνται, καὶ δκιαιοῦνται. λοιδοροῦνται, καὶ εὐλογοῦσιν·
ὑβρίζονται, καὶ τιμῶσιν. ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοὶ κολάζονται· κολαζόμενοι
χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. ὑπὸ Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται καὶ
ὑπὸ Ἑλλήνων διώκονται· καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ
ἔχουσιν.
VI. Ἁπλῶς δ᾽ εἰπεῖν, ὅπερ ἐστὶν σώματι
ψυχή, τοῦτ᾽ εἰσὶν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί. ἔσπαρται κατὰ πάντων τῶν τοῦ
σώματος μελῶν ἡ ψυχή, καὶ Χριστιανοὶ κατὰ τὰς τοῦ κόσμου πόλεις. οἰκεῖ
μὲν ἐν τῷ σώματι ψυχή, οὐκ ἔστι δὲ ἐκ τοῦ σώματος· καὶ Χριστιανοὶ ἐν
κόσμῳ οἰκοῦσιν, οὐκ εἰσὶ δὲ ἐκ τοῦ κόσμου. ἀόρατος ἡ ψυχὴ ἐν ὁρατῷ
φρουρεῖται τῷ σώματι· καὶ Χριστιανοὶ γινώσκονται μὲν ὄντες ἐν τῷ κόσμῳ,
ἀόρατος δὲ αὐτῶν ἡ θεοσέβεια μένει. μισεῖ τὴν ψυχὴν ἡ σὰρξ καὶ πολεμεῖ
μηδὲν ἀδικουμένη, διότι ταῖς ἡδοναῖς κωλύεται χρῆσθαι· μισεῖ καὶ
Χριστιανοὺς ὁ κόσμος μηδὲν ἀδικούμενος, ὅτι ταῖς ἡδοναῖς ἀντιτάσσονται. ἡ
ψυχὴ τὴν μισοῦσαν ἀγαπᾷ σάρκα καὶ τὰ μέλη· καὶ Χριστιανοὶ τοὺς
μισοῦντας ἀγαπῶσιν. ἐγκέκλεισται μὲν ἡ ψυχὴ τῷ σώματι, συνέχει δὲ αὐτὴ
τὸ σῶμα· καὶ Χριστιανοὶ κατέχονται μὲν ὡς ἐν φρουρᾷ τῷ κόσμῳ, αὐτοὶ δὲ
συνέχουσι τὸν κόσμον. ἀθάνατος ἡ ψυχὴ ἐν θνητῷ σκηνώματι κατοικεῖ· καὶ
Χριστιανοὶ παροικοῦσιν ἐν φθαρτοῖς, τὴν ἐν οὐρανοῖς ἀφθαρσίαν
προσδεχόμενοι. κακουργουμένη σιτίοις καὶ ποτοῖς ἡ ψυχὴ βελτιοῦται· καὶ
Χριστιανοὶ κολαζόμενοι καθ᾽ ἡμέραν πλεονάζουσι μᾶλλον. εἰς τοσαύτην
αὐτοὺς τάξιν ἔθετο ὁ θεός, ἣν οὐ θεμιτὸν αὐτοῖς παραιτήσασθαι.
VII. Οὐ γὰρ ἐπίγειον, ὡς ἔφην, εὕρημα
τοῦτ᾽ αὐτοῦς παρεδόθη, οὐδὲ θνητὴν ἐπίνοιαν φυλάσσειν οὕτως ἀξιοῦσιν
ἐπιμελῶς, οὐδὲ ἀνθρωπίνων οἰκονομίαν μυστηρίων πεπίστευνται. ἀλλ᾽ αὐτὸς
ἀληθῶς ὁ παντοκράτωρ καὶ παντοκτίστης καὶ ἀόρατος θεός, αὐτὸς ἀπ᾽
οὐρανῶν τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸν λόγον τὸν ἅγιον καὶ ἀπερινόητον ἀνθρώποις
ἐνίδρυσε καὶ ἐγκατεστήριξε ταῖς καρδίαις αὐτῶν· οὐ, καθάπερ ἄν τις
εἰκάσειεν, ἀνθρώποις ὑπηρέτην τινὰ πέμψας ἢ ἄγγελον ἢ ἄρχοντα ἤ τινα τῶν
διεπόντων τὰ ἐπίγεια ἤ τινα τῶν πεπιστευμένων τὰς ἐν οὐρανοῖς
διοικήσεις, ἀλλ᾽ αὐτὸν τὸν τεχνίτην καὶ δημιουργὸν τῶν ὅλων, ᾧ τοὺς
οὐρανοὺς ἔκτισεν, ᾧ τὴν θάλασσαν ἰδίοις ὅροις ἐνέκλεισεν, οὗ τὰ μυστήρια
πιστῶς πάντα φυλάσσει τὰ στοιχεῖα, παρ᾽ οὗ τὰ μέτρα τῶν τῆς ἡμέρας
δρόμων ὁ ἥλιος εἴληφε φυλάσσειν, ᾧ πειθαρχεῖ σελήνη νυκτὶ φαίνειν
κελεύοντι, ᾧ πειθαρχεῖ τὰ ἄστρα τῷ τῆς σελήνης ἀκολουθοῦντα δρόμῳ· ᾧ
πάντα διατέτακται καὶ διώρισται καὶ ὑποτέτακται, οὐρανοὶ καὶ τὰ ἐν
οὐρανοῖς, γῆ καὶ τὰ ἐν τῇ γῇ, θάλασσα καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάσσῃ, πῦρ, ἀήρ,
ἄβυσσος, τὰ ἐν ὕψεσι, τὰ ἐν βάθεσι, τὰ ἐν τῷ μεταξύ· τοῦτον πρὸς αὐτοὺς
ἀπέστειλεν. ἆρά γε, ὡς ἀνθρώπων ἄν τις λογίσᾳτο, ἐπὶ τυραννίδι καὶ φόβῳ
καὶ καταπλήξει; οὐ μὲν οὖν· ἀλλ᾽ ἐν ἐπιεικείᾳ καὶ πραΰτητι ὡς βασιλεὺς
πέμπων υἱὸν βασιλέα ἔπεμψεν, ὡς θεὸν ἔπεμψεν, ὡς ἄνθρωπον πρὸς ἀνθρώπους
ἔπεμψεν, ὡς σώζων ἔπεμψεν, ὡς πείθων, οὐ βιαζόμενος· βία γὰρ οὐ
πρόσεστι τῷ Θεῷ. ἔπεμψεν ὡς καλῶν, οὐ διώκων· ἔπεμψεν ὡς ἀγαπῶν, οὐ
κρίνων. πέμψει γὰρ αὐτὸν κρίνοντα· καὶ τίς αὐτοῦ τὴν παρουσίαν
ὑποστήσεται; . . . οὐχ ὁρᾷς παραβαλλομένους θηρίοις, ἵνα ἀρνήσωνται τὸν
κύριον, καὶ μὴ νικωμένους; οὐχ ὁρᾷς, ὅσῳ πλείονες κολάζονται, τοσούτῳ
πλεονάζοντας ἄλλους; ταῦτα ἀνθρώπου οὐ δοκεῖ τὰ ἔργα· ταῦτα δύναμίς ἐστι
Θεοῦ· ταῦτα τῆς παρουσίας αὐτοῦ δείγματα.
VIII.Τίς γὰρ ὅλως ἀνθρώπων ἠπίστατο, τί
ποτ᾽ ἐστὶ θεός, πρὶν αὐτὸν ἐλθεῖν; ἢ τοῦς κενοὺς καὶ ληρώδεις ἐκείνων
λόγους ἀποδέχῃ τῶν ἀξιοπίστων φιλοσόφων, ὧν οἱ μέν τινες πῦρ ἔφασαν
εἶναι τὸν θεὸν (οὗ μέλλουσι χωρήσειν αὐτοί, τοῦτο καλοῦσι θεόν), οἱ δὲ
ὕδωρ, οἱ δ᾽ ἄλλο τι τῶν στοιχείων τῶν ἐκτισμένων ὑπὸ Θεοῦ; καίτοι γε, εἴ
τις τούτων τῶν λόγων ἀποδεκτός ἐστι, δύναιτ᾽ ἂν καὶ τῶν λοιπῶν
κτισμάτων ἓν ἕκαστον ὁμοίως ἀποφαίνεσθαι θεόν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν τερατεία
καὶ πλάνη τῶν γοήτων ἐστίν· ἀνθρώπων δὲ οὐδεὶς οὔτε εἶδεν οὔτε
ἐγνώρισεν, αὐτὸς δὲ ἑαυτὸν ἐπέδειξεν. ἐπέδειξε δὲ διὰ πίστεως, ᾗ μόνῃ
θεὸν ἰδεῖν συγκεχώρηται. ὁ γὰρ δεσπότης καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων θεός, ὁ
ποιήσας τὰ πάντα καὶ κατὰ τάξιν διακρίνας, οὐ μόνον φιλάνθρωπος ἐγένετο,
ἀλλὰ καὶ μακρόθυμος. ἀλλ᾽ οὗτος ἧν μὲν ἀεὶ τοιοῦτος καὶ ἔστι καὶ ἔσται,
χρηστὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ ἀόργητος καὶ ἀληθής, καὶ μόνος ἀγαθός ἐστιν·
ἐννοήσας δὲ μεγάλην καὶ ἄφραστον ἔννοιαν ἀνεκοινώσατο μόνῳ τῷ παιδί. ἐν
ὅσῳ μὲν οὖν κατεῖχεν ἐν μυστηρίῳ καὶ διετήρει τὴν σοφὴν αὐτοῦ βουλήν,
ἀμελεῖν ἡμῶν καὶ ἀφροντιστεῖν ἐδόκει· ἐπεὶ δὲ ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ ἀγαπητοῦ
παιδὸς καὶ ἐφανέρωσε τὰ ἐξ ἀρχῆς ἡτοιμασμένα, πάνθ᾽ ἅμα παρέσχεν ἡμῖν,
καὶ μετασχεῖν τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ καὶ ἰδεῖν καὶ νοῆσαι, ἃ τίς ἂν πώποτε
προσεδόκησεν ἡμῶν;
IX. Πάντ᾽ οὖν ἤδη παρ᾽ ἑαυτῷ σὺν τῷ
παιδὶ οὐκονομηκώς, μέχρι μὲν τοῦ πρόσθεν χρόνου εἴασεν ἡμᾶς, ὡς
εβουλόμεθα, ἀτάκτοις φοραῖς φέρεσθαι, ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις
ἀπαγομένους. οὐ πάντως ἐφηδόμενος τοῖς ἁμαρτήμασιν ἡμῶν, ἀλλ᾽
ἀνεχόμενος, οὐδὲ τῷ τότε τῆς ἀδικίας καιρῷ συνευδοκῶν, ἀλλὰ τὸν νῦν τῆς
δικαιοσύνης δημιουργῶν, ἵνα ἐν τῷ τότε χρόνῳ ἐλεγχθέντες ἐκ τῶν ἰδίων
ἔργων ἀνάξιοι ζωῆς νῦν ὑπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ χρηστότητος ἀξιωθῶμεν, καὶ τὸ
καθ᾽ ἑαυτοὺς φανερώσαντες ἀδύνατον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ
τῇ δυνάμει τοῦ Θεοῦ δυνατοὶ γενηθῶμεν. ἐπεὶ δὲ πεπλήρωτο μὲν ἡ ἡμετέρα
ἀδικία καὶ τελείως πεφανέρωτο, ὅτι ὁ μισθὸς αὐτῆς κόλασις καὶ θάνατος
προσεδοκᾶτο, ἦλθε δὲ ὁ καιρός, ὃν Θεὸς προέθετο λοιπὸν φανερῶσαι τὴν
ἑαυτοῦ χρηστότητα καὶ δύναμιν (ὢ τῆς ὑπερβαλλούσης φιλανθρωπίας καὶ
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ), οὐκ ἐμίσησεν ἡμᾶς οὐδὲ ἀπώσατο οὐδὲ ἐμνησικάκησεν,
ἀλλὰ ἐμακροθύμησεν, ἠνέσχετο, ἐλεῶν αὐτὸς τὰς ἡμετέρας ἁμαρτίας
ἀνεδέξατο, αὐτὸς τὸν ἴδιον υἱὸν ἀπέδοτο λύτρον ὑπὲρ ἡμῶν, τὸν ἅγιον ὑπέρ
ἀνόμων, τὸ ἄκακον ὑπὲρ τῶν κακῶν, τὸν δίκαιον ὑπέρ τῶν ἀδίκων, τὸν
ἄφθαρτον ὑπὲρ τῶν φθαρτῶν, τὸν ἀθάνατον ὑπέρ τῶν θνητῶν. τί γὰρ ἄλλο τὰς
ἁμαρτίας ἡμῶν ἠδυνήθη καλύψαι ἢ ἐκείνου δικαιοσύνη; ἐν τίνι δικαιωθῆναι
δυνατὸν τοὺς ἀνόμους ἡμᾶς καὶ ἀσεβεῖς ἢ ἐν μόνῳ τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ; ὢ τῆς
γλυκείας ἀνταλλαγῆς, ὢ τῆς ἀνεξιχνιάστου δημιουργίας, ὢ τῶν ἀπροσδοκήτων
εὐεργεσιῶν· ἵνα ἀνομία μὲν πολλῶν ἐν δικαίῳ ἑνὶ κρυβῇ, δικαιοσύνη δὲ
ἑνὸς πολλοὺς ἀνόμους δικαιώσυνῃ. ἐλέγξας οὖν ἐν μὲν τῷ πρόσθεν χρόνῳ τὸ
ἀδύνατον τῆς ἡμέτερας φύσεως εἰς τὸ τυχεῖν ζωῆς, νῦν δὲ τὸν σωτῆρα
δείξας δυνατὸν σώζειν καὶ τὰ ἀδύνατα, ἐξ ἀμφοτέρων ἐβουλήθη πιστεύειν
ἡμᾶς τῇ χρηστότητι αὐτοῦ, αὐτὸν ἡγεῖσθαι τροφέα, πατέρα, διδάσκαλον,
σύμβουλον, ἰατρόν, νοῦν, φῶς, τιμήν, δόξαν, ἰσχύν, ζωήν, περὶ ἐνδύσεως
καὶ τροφῆς μὴ μεριμνᾶν.
X. Ταύτην καὶ σὺ τὴν πίστιν ἐὰν ποθήσῃς,
καὶ λάβῃς πρῶτον μὲν ἐπίγνωσιν πατρός. ὁ γὰρ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους
ἠγάπησε, δι᾽ οὓς ἐποίησε τὸν κόσμον, οἷς ὑπέταξε πάντα τὰ ἐν τῇ γῇ, οἷς
λόγον ἔδωκεν, οἷς νοῦν, οἷς μόνοις ἄνω πρὸς αὐτὸν ὁρᾶν ἐπέτρεψεν, οὓς ἐκ
τῆς ἰδίας εἰκόνος ἔπλασε, πρὸς οὓς ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν
μονογενῆ, οἷς τὴν ἐν οὐρανῷ βασιλείαν ἐπηγγείλατο, καὶ δώσει τοῖς
ἀγαπήσασιν αὐτόν. ἐπιγνοὺς δὲ τίνος οἴει πληρωθήσεσθαι χαρᾶς; ἢ πῶς
ἀγαπήσεις τὸν οὕτως προαγαπήσαντά σε; ἀγαπήσας δὲ μιμητὴς ἔσῃ αὐτοῦ τῆς
χρηστότητος. καὶ μὴ θαυμάσῃς, εἰ δύναται μιμητὴς ἄνθρωπος γενέσθαι Θεοῦ.
δύναται θέλοντος αὐτοῦ. οὐ γὰρ τὸ καταδυναστεύειν τῶν πλησίον οὐδὲ τὸ
πλέον ἔχειν βούλεσθαι τῶν ἀσθενεστέρων οὐδὲ τὸ πλουτεῖν καὶ βιάζεσθαι
τοὺς ὑποδεεστέρους εὐδαιμονεῖν ἐστίν, οὐδὲ ἐν τούτοις δύναταί τις
μιμήσασθαι θεόν, ἀλλὰ ταῦτα ἐκτὸς τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος. ἀλλ᾽ ὅστις
τὸ τοῦ πλησίον ἀναδέχεται βάρος, ὃς ἐν ᾧ κρείσσων ἐστὶν ἕτερον τὸν
ἐλαττούμενον εὐεργετεῖν ἐθέλει, ὃς ἃ παρὰ τοῦ Θεοῦ λαβὼν ἔχει, ταῦτα
τοῖς ἐπιδεομένοις χορηγῶν Θεὸς γίνεται τῶν λαμβανόντων, οὗτος μιμητής
ἐστι Θεοῦ. τότε θεάσῃ τυγχάνων ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι Θεὸς ἐν οὐρανοῖς
πολιτεύεται, τότε μυστήρια Θεοῦ λαλεῖν ἄρξῃ, τότε τοὺς κολαζομένους ἐπὶ
τῷ μὴ θέλειν ἀρνήσασθαι θεὸν καὶ ἀγαπήσεις καὶ θαυμάσεις· τότε τῆς
ἀπάτης τοῦ κόσμου καὶ τῆς πλάνης καταγνώσῃ, ὅταν τὸ ἀληθῶς ἐν οὐρανῷ ζῆν
ἐπιγνῷς, ὅταν τοῦ δοκοῦντος ἐνθάδε θανάτου καταφρονήσῃς, ὅταν τὸν ὄντως
θάνατον φοβηθῇς, ὃς φυλάσσεται τοῖς κατακριθησομένοις εἰς τὸ πῦρ τὸ
αἰώνιον, ὃ τοὺς παραδοθέντας αὐτῷ μέχρι τέλους κολάσει. τότε τοὺς
ὑπομένοντας ὑπὲρ δικαιοσύνης θαυμάσεις τὸ πῦρ τὸ πρόσκαιρον καὶ
μακαρίσεις, ὅταν ἐκεῖνο τὸ πῦρ ἐπιγνῷς.
XI. Οὐ ξένα ὁμιλῶ οὐδὲ παραλόγως ζητῶ,
ἀλλὰ ἀποστόλων γενόμενος μαθητὴς γίνομαι διδάσκαλος ἐθνῶν· τὰ
παραδοθέντα ἀξίως ὑπηρετῶ γινομένοις ἀληθείας μαθηταῖς. τίς γὰρ ὀρθῶς
διδαχθεὶς καὶ λόγῳ προσφιλὴς γενηθεὶς οὐκ ἐπιζητεῖ σαφῶς μαθεῖν τὰ διὰ
λόγου δειχθέντα φανερῶς μαθηταῖς, οἷς ἐφανέρωσεν ὁ λόγος φανείς,
παρρησίᾳ λαλῶν, ὐπὸ ἀπίστων μὴ νοούμενος, μαθηταῖς δὲ διηγούμενος, οἳ
πιστοὶ λογισθέντες ὑπ᾽ αὐτοῦ ἔγνωσαν πατρὸς μυστήρια; οὗ χάριν ἀπέστειλε
λόγον, ἵνα κόσμῳ φανῇ, ὃς ὑπὸ λαοῦ ἀτιμασθείς, διὰ ἀποστόλων κηρυχθείς,
ὑπὸ ἐθνῶν ἐπιστεύθη. οὗτος ὁ ἀπ᾽ ἀρχῆς, ὁ καινὸς φανεὶς καὶ παλαιὸς
εὑρεθεὶς καὶ πάντοτε νέος ἐν ἁγίων καρδίαις γεννώμενος. οὗτος ὁ ἀεί, ὁ
σήμερον υἱὸς λογισθείς, δι᾽ οὗ πλουτίζεται ἡ ἐκκλησία καὶ χάρις
ἁπλουμένη ἐν ἁγίοις πληθύνεται, παρέχουσα νοῦν, φανεροῦσα μυστήρια,
διαγγέλουσα καιρούς, χαίρουσα ἐπὶ πιστοῖς, ἐπιζητοῦσι δωρουμένη, οἷς
ὅρκια πίστεως οὐ θραύεται οὐδὲ ὅρια πατέρων παρορίζεται. εἶτα φόβος
νόμου ᾄδεται, καὶ προφητῶν χάρις γινώσκεται, καὶ εὐαγγελίων πίστις
ἵδρυται, καὶ ἀποστόλων παράδοσις φυλάσσεται, καὶ ἐκκλησίας χάρις σκιρτᾷ.
ἣν χάριν μὴ λυπῶν ἐπιγνώσῃ, ἃ λόγος ὁμιλεῖ δι᾽ ὧν βούλεται, ὅτε θέλει.
ὅσα γὰρ θελήματι τοῦ κελεύοντος λόγου ἐκινήθημεν ἐξειπεῖν μετὰ πόνου, ἐξ
ἀγάπης τῶν ἀποκαλυφθέντων ἡμῖν γινόμεθα ὑμῖν κοινωνοί.
XII. Οἷς ἐντυχόντες καὶ ἀκούσαντες μετὰ
σπουδῆς εἴσεσθε, ὅσα παρέχει ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν ὀρθῶς, οἱ γενόμενοι
παράδεισος τρυφῆς, πάγκαρπον ξύλον εὐθαλοῦν ἀνατείλαντες ἐν ἑαυτοῖς,
ποικίλοις καρποῖς κεκοσμημένοι. ἐν γὰρ τούτῳ τῷ χωρίῳ ξύλον γνώσεως καὶ
ξύλον ζωῆς πεφύτευται· ἀλλ᾽ οὐ τὸ τῆς γνώσεως ἀναιρεῖ, ἀλλ᾽ ἡ παρακοὴ
ἀναιρεῖ. οὐδὲ γὰρ ἄσημα τὰ γεγραμμένα, ὡς Θεὸς ἀπ᾽ ἀρχῆς ξύλον γνώσεως
καὶ ξύλον ζωῆς ἐν μέσῳ παραδείσου ἐφύτευσε, διὰ γνώσεως ζωὴν ἐπιδιεκνύς·
ᾗ μὴ καθαρῶς χρησάμενοι οἱ ἀπ᾽ ἀρχῆς πλάνῃ τοῦ ὄφεως γεγύμνωνται. οὐδὲ
γὰρ ζωὴ ἄνευ γνώσεως οὐδὲ γνῶσις ἀσφαλὴς ἄνευ ζωῆς ἀληθοῦς· διὸ πλησίον
ἑκάτερον πεφύτευται. ἣν δύναμιν ἐνιδὼν ὁ ἀπόστολος τήν τε ἄνευ ἀληθείας
προστάγματος εἰς ζωὴν ἀσκουμένην γνῶσιν μεμφόμενος λέγει· Ἡ γνῶσις
φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ. ὁ γὰρ νομίζων εἰδέναι τι ἄνευ γνώσεως
ἀληθοῦς καὶ μαρτυρουμένης ὑπὸ τῆς ζωῆς, οὐκ ἔγνω, ὑπὸ τοῦ ὄφεως
πλανᾶται, μὴ ἀγαπήσας τὸ ζῆν. ὁ δὲ μετὰ φόβου ἐπιγνοὺς καὶ ζωὴν ἐπιζητῶν
ἐπ᾽ ἐλπίδι φυτεύει, καρπὸν προσδοκῶν. ἤτω σοὶ καρδία γνῶσις, ζωὴ δὲ
λόγος ἀληθής, χωρούμενος. οὗ ξύλον φέρων καὶ καρπὸν αἱρῶν τρυγήσεις ἀεὶ
τὰ παρὰ Θεῷ ποθούμενα, ὧν ὄφις οὐχ ἅπτεται οὐδὲ πλάνη συγχρωτίζεται·
οὐδὲ Εὔα φθείρεται, ἀλλὰ παρθένος πιστεύεται· καὶ σωτήριον δείκνυται,
καὶ ἀπόστολοι συνετίζονται, καὶ τὸ κυρίου πάσχα προέρχεται, καὶ καιροὶ
συνάγονται καὶ μετὰ κόσμου ἁρμόζονται, καὶ διδάσκων ἁγίους ὁ λόγος
εὐφραίνεται, δι᾽ οὗ πατὴρ δοξάζεται· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. ἀμήν.