«Βρέθηκα περιστοιχισμένος ἀπ’ τίς πέντε ψηλότερες κορυφές τῶν Ἱμαλαΐων,
στά 14.000 πόδια ὑψόμετρο. Χάζευα τήν ὀροσειρά Annapurna καθώς ἀνέτειλε
πάνω της ὁ ἥλιος. Τό ταξίδι μου στό Nepal εἶχε ἀρχίσει πρίν λίγες
ἑβδομάδες καί τό ἀποκορύφωμά του ἦταν αὐτό. Στεκόμουν ἔκθαμβος ἑνώπιον
τῆς ἀδιάφθορης ὁμορφιᾶς πού ἁπλωνόταν πάνω ἀπό μένα, ὅταν μιά σκέψι
τρύπωσε στό νοῦ καί δέν ἔλεγε νά φύγη:
“Αἴ καί, λοιπόν, ποιός ὁ
σκοπός;”. Ὁ ἐγωϊσμός μου ἀμέσως ἀνταπάντησε στό τυχαῖο αὐτό σχόλιο:
“Ποιός ὁ σκοπός; Τί ἐννοεῖς, ποιός ὁ σκοπός; Ὁ σκοπός εἶναι πώς ἔκανες
τόση πεζοπορία γιά νά δῆς αὐτά τά βουνά. Λοιπόν, ἀπόλαυσέ τα τώρα!”.
Καί, ὅμως, ἡ σκέψι ἐκείνη ταλάνιζε τό νοῦ μου. Ναί, ἦταν ὄντως ἀπ’ τά
ὡραιότερα θεάματα τά ὁποῖα εἶχα δεῖ ποτέ καί χαιρόμουν τή στιγμή αὐτή,
ἀλλά, ποῦ θά βρίσκωνται τά συναισθήματα αὐτά αὔριο, πού δέν θά εἶμαι πιά
τόσο πολύ ἐμπνευσμένος; Ἡ χαρά τοῦ κόσμου αὐτοῦ ποτέ δέν μπόρεσε νά μοῦ
δώση ἱκανοποίησι. Θά ἔπρεπε νά τό εἶχα ἀντιληφθῆ κατά τή διάρκεια τῆς
ζωῆς μου, ἀλλά χρειάσθηκε νά σκαρφαλώσω στήν κορυφή τοῦ κόσμου γιά νά τό
παραδεχθῶ. Κι αὐτό ἀκριβῶς, ἦταν τό πρῶτο βῆμα μου πρός τό Χριστό καί
τήν Ὀρθοδοξία.
Μέχρι ἐκεῖνο τό σημεῖο, ὁλόκληρη ἡ ἐνήλικη ζωή μου ὑπῆρξε κοσμική,
ἀφιερωμένη στήν ἀπόλαυσι ποικίλων παθῶν. Εἶχα ἀποφοιτήσει ἀπ’ τό Παν/μιο
στά 21 μου χρόνια, μέ σχέδια νά γίνω ἐπιχειρηματίας, ἐνῶ παράλληλα θά
ἐπιδίωκα καρριέρα στή ζωγραφική. Ἐντός ἑνός ἔτους, φάνηκε πώς πλησίαζα
νά πετύχω τόν στόχο μου. Ζοῦσα τότε στό Λονδίνο, ἀπασχολούμενος ἀπ’ τήν
ἑταιρεία IBM. Ἡ ἐργασιακή μου θέσι ἦταν ἐξασφαλισμένη καί μιά προαγωγή
ἦταν καθ’ ὁδόν. Ἡ προσωπική μου ζωή ἔμοιαζε μ’ αὐτή τῶν περισσοτέρων τῆς
γενιᾶς μου: περιστασιακές σχέσεις, κυνῆγι τῆς ἀνέσεως καί συνεχεῖς
περισπασμούς, γιά νά προστατεύω τόν ἑαυτό μου ἀπό τυχόν ἐνδοσκόπησι.
Περίπου τόν ἴδιο καιρό, ἡ ἀδελφή μου ἔγινε Ὀρθόδοξη μοναχή στήν Ἀλάσκα.
Ἄν αὐτό ἦταν σύμπτωσι ἤ ὄχι, δέν εἶμαι βέβαιος. Πάντως, ἀπό ἐκείνη τή
στιγμή καί μετά, τό πάθος μου γιά ἐγκόσμιες ἀναζητήσεις ἄρχισε νά φθίνη.
Ἐξετάζοντας τούς συνεργάτες μου, ἔβλεπα πώς κανείς τους δέν φαινόταν
πραγματικά χαρούμενος ἤ ἱκανοποιημένος. Ἐκείνη ἡ διαφεύγουσα ποιότητα
τῆς ἱκανοποιήσεως ποτέ δέν βρισκόταν ἐκεῖ, ἀλλά πάντοτε, σαγηνευτικά,
μᾶς περίμενε μετά τή στροφή. Ταξίδια, ἀθλήματα, ποτά με τά “παιδιά”...
ὅλα αὐτά φάνταζαν περισσότερο καθημερινά μέρα μέ τή μέρα. Κάθε Δευτέρα, ἡ
ἴδια ἐρώτησι: “Πῶς πῆγε τό Σαββατοκύριακό σου;”. Κάθε Παρασκευή πάλι:
“Τίποτε σχέδια γιά τό Σαββατοκύριακο αὐτό;”. Τό Λονδίνο γινόταν ὅλο καί πιό
γκρίζο καί τό σιγανό, ἐπίμονο ψιλόβροχο ποτέ δέν κατάφερε νά ξεπλύνη
ὁλότελα τή βρωμιά...
Γύρισα ὅλη τήν Ἀσία, ἀπ’ τό Vietnam μέχρι κάτω στή Σιγκαπούρη, χωρίς
κανένα σαφῆ προορισμό κατά νοῦν. Ὁ ἐνθουσιασμός γιά νέους τόπους καί
συνταξιδιῶτες μέ ἀποσποῦσε τόν περισσότερο καιρό, ὅμως, πρίν πάω γιά
ὕπνο, ὁ βουβός πόνος τῆς κενότητος πάντα ἐπέστρεφε. Συνέχιζα νά ἀναζητῶ
διακαῶς ἐκεῖνο τό στοιχεῖο πού ἔλειπε ἀπ’ τή ζωή μου. Ταξίδεψα ὥς τίς
πιό ἀπόμερες τοποθεσίες τῶν Βουδιστῶν καί τῶν Ἰνδουϊστῶν. Μέχρι νά φθάσω
ἐκεῖ, εἶχα ἤδη προγραμματίσει τόν ἑπόμενο σταθμό τοῦ ταξιδιοῦ μου.
Διασχίζοντας τή Βιρμανία, ἐπισκέφθηκα ἕνα ναό ἔξω ἀπ’ τήν πόλι Μανταλάη.
Χιλιάδες σκαλοπάτια πάνω στή πλαγιά τοῦ βουνοῦ ὁδηγοῦσαν στό ναό πού
ἀγνάντευε πάνω ἀπό ὁλόκληρη τήν πόλι. Καθώς ἄρχισα νά ἀνηφορίζω,
ἀντιλήφθηκα ἕνα Βουδιστή μοναχό νά προχωράη δίπλα μου, συντονισμένος μέ
τό δικό μου βῆμα. Ἦταν πενηντάρης, κοντός, κάπως παχουλός, μ’ ἕνα
ροδαλό, χαρούμενο παρουσιαστικό. Μοῦ συστήθηκε καί συνεχίσαμε τήν
ἀνάβασί μας. Φθάνοντας στήν κορυφή, καθίσαμε σ’ ἕνα τειχίο τοῦ ναοῦ νά
κουβεντιάσουμε, καθώς ὁ ἥλιος βασίλευε πάνω ἀπ’ τή Μανταλάη. Ἀφοῦ εἴπαμε
τά τυπικά, εὐχάριστα εἰσαγωγικά μας, γύρισα τήν κουβέντα στήν πολιτική
κατάστασι τῆς Βιρμανίας (ἡ χώρα αὐτή βρίσκεται ὑπό ἕνα σκληρό
στρατιωτικό καθεστώς, ὅπου δολοφονήθηκε μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ
ὕστερα ἀπό ἀναταραχές ἐνάντια στίς διαβρωμένες πολιτικές, στά τέλη τῆς
δεκαετίας τοῦ 1980). Ἀναστέναξε καί μοῦ ἔρριξε μιά ἀπογοητευμένη ματιά,
λέγοντας: “Γιατί θέλεις νά μιλήσουμε γι’ αὐτό τό θέμα;”. Μουρμούρισα
κάποια δικαιολογία γιά νά καλύψω τόν πραγματικό λόγο τῆς ἐρωτήσεως, ὁ
ὁποῖος ἦταν ἡ ἐπίδειξι πώς ἔχω ἄποψι ἐπί σοβαρῶν θεμάτων. Ἐκεῖνος γύρισε
τήν κουβέντα πρός μιά τελείως ἀλλοιώτικη κατεύθυνσι. “Τήν περασμένη
ἑβδομάδα, εἶδα μιά ταινία μέ τίτλο Ἰησοῦς ἀπ’ τή Ναζαρέτ. Τί ὑπέροχη
ζωή!”. Γιά τά ἑπόμενα δέκα λεπτά, ἐξυμνοῦσε τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ.
Προσηλυτιζόμουν ἀπό ἕνα Βουδιστή μοναχό, ὄχι γιά νά μεταστραφῶ στή δική
του θρησκεία, ἀλλά στό Χριστιανισμό! Μέ ἀποστόμωσε... Εἶχα μιά ἰδέα τοῦ
ἑαυτοῦ μου, πώς βρίσκομαι πολύ πιό πάνω ἀπ’ τό Χριστιανισμό, ἀπ’ τόν
καιρό κατά τόν ὁποῖο πήγαινα στό γυμνάσιο καί νά σου τώρα ἕνα παγανιστής
πού μοῦ ξαναδίνει πίσω αὐτά τά ὁποῖα εἶχα ἀπορρίψει. Ἐξαιτίας τῶν λόγων
ἑνός ἁπλοϊκοῦ Βιρμανοῦ μοναχοῦ, ἀφυπνίσθηκα στό ἐνδεχόμενο νά ὑπάρχη
κάτι περισσότερο στό Χριστιανισμό ἀπ’ τό ἐξωτερικό περίβλημα τό ὁποῖο
εἶχα ἀπορρίψει. Δέν εἶχα ἀκόμα νοιώσει τήν ἀνάγκη ἐκείνη τή στιγμή νά
κάνω σοβαρή ἐξερεύνησι τοῦ Χριστιανισμοῦ, πάντως τό ἔδαφος τοῦ φυτωρίου
ἑτοιμαζόταν.
Πέρασε λίγος καιρός καί προχώρησα στό Nepal, ὅπου θά συναντιόμουν μέ
κάτι φίλους γιά μιά ἐκστρατεία πεζοπορίας στά Ἱμαλάια. Ἔφθασα λίγο πρίν
ἀπ’ αὐτούς, ἔτσι ἀποφάσισα νά μείνω ἐντωμεταξύ σ’ ἕνα Βουδιστικό
μοναστήρι στό Θιβέτ. Βρῆκα ἕνα, σέ μικρή ἀπόστασι ἀπ’ τό Katmandu, πού
πρόσφερε μαθήματα στά Ἀγγλικά. Πῆγα ἐκεῖ σάν πολιτιστικός τουρίστας,
γευόμενος ἔτσι τό ἑπόμενο πιάτο στό μπουφέ τῶν ποικίλων θρησκειῶν τοῦ
κόσμου.
Ἔφθασα, γεμάτος σκεπτικισμό γιά τά πάντα, περιμένοντας νά βρῶ πολλούς
“φευγάτους” νεο-εποχίτες ἐκεῖ μέσα. Μετά τίς πρῶτες λίγες μέρες, οἱ
γνῶμες μου ἄλλαξαν ἐντελῶς. Ἐδῶ δέν ἦταν καμμία “ἀναπαυτική” χιλιαστική
θρησκεία. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί στ’ ἀλήθεια ἔπασχαν νά ἀποκτήσουν τήν
ἀλήθεια. Πρός μεγάλη μου ἔκπληξι, ἔμαθα πώς πίστευαν στήν ὕπαρξι
κολάσεως. Μά, ποιός ἄνθρωπος σ’ αὐτή τή μοντέρνα ἐποχή πιστεύει στήν
κόλασι; Καί, ὅμως, γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς, ἡ κόλασι ἦταν ἡ φυσική
κατάληξι μιᾶς σπαταλημένης ζωῆς. Κατακυριεύθηκα ἀπό περιέργεια. Ἄρχισα
νά ἀκούω πιό προσεκτικά, καθώς ἀνέλυαν τίς παραιτέρω διδαχές. Ὁ πυρήνας
τῆς θρησκείας εἶναι ἡ ἰδέα πώς ὅλα τά ὄντα ζοῦν σ’ ἕνα παροδικό κόσμο
ἐπιθυμιῶν καί δοκιμασιῶν. Κάθε δοκιμασία πηγάζει ἀπ’ τό κυνήγημα τῶν
προσωρινῶν πραγμάτων: ἀντ’ αὐτοῦ, πρέπει νά στραφοῦμε πρός αὐτά τά ὁποῖα
εἶναι μόνιμα, ὅπως ἡ ἀλήθεια. Ὁ μόνος τρόπος νά τό ἀποκτήσουμε αὐτό,
εἶναι νά πάψουμε νά γαντζωνώμασθε πάνω στό ἐγώ μας καί νά ζοῦμε γιά τούς
ἄλλους. Ὁ μόνος τρόπος μέ τόν ὁποῖο μποροῦμε ἐμεῖς νά ἀποκτήσουμε τή
χαρά, εἶναι ὅταν βάλουμε τή χαρά τῶν ἄλλων πάνω ἀπ’ τή δική μας.
Ἀποσβολώθηκα! Μετά ἀπό 27 χρόνια πού συνεχῶς ἀκοῦς: “Κάνε, ὅ,τι
αἰσθάνεσαι νά εἶναι εὐχάριστο”, οἱ Θιβετιανοί μοῦ ἔλεγαν τώρα πώς αὐτά
τά ὁποῖα σοῦ δίνουν εὐχαρίστησι θά σέ κάνουν μᾶλλον δυστυχῆ σ’ αὐτή τή
ζωή ἤ τήν ἑπομένη. Ἡ ἰδέα αὐτή μοῦ φάνηκε τόσο ἐπαναστατική, καί, ὅμως,
κάτι μοῦ ἔλεγε πώς τήν εἶχα ξανακούσει, κάπου, παλαιότερα...
Μετά ἀπό λίγες ἑβδομάδες στό μοναστήρι, ἔφυγα μέ τούς φίλους μου, πού
ἐντωμεταξύ εἶχαν φθάσει στό Nepal. Πήραμε ἕνα λεωφορεῖο ὑπεραστικό καί
μετά ἀρχίσαμε τήν πεζοπορία μας στήν ὀροσειρά Annapurna. Μέ τά σακίδιά
μας γεμάτα, σκαρφαλώσαμε μέχρι τά 14.000 πόδια μέσα σέ 2 ἑβδομάδες. Τό
τοπίο ἦταν ἀπερίγραπτο, τό περιβάλλον ἄλλαζε, ἀπό γόνιμες πεδιάδες, σέ
πυκνά δάση, σέ χιονοσκέπαστες κορυφές. Ἡ πεζοπορία ἦταν βαρετή μερικές
φορές, καθόσον ἀνηφορίζαμε γιά 1.000m καί μετά φθάναμε στήν πεδιάδα,
ὅπου κατηφορίζαμε τήν ἴδια ἀπόστασι. Ἡ ὁμορφιά τῆς δημιουργίας ἦταν μέν
ἐκπληκτική, ὅμως, κάθε βράδυ ὅταν ἔπεφτα γιά ὕπνο, ἐκεῖνο τό παλαιό
συναίσθημα πώς κάτι μοῦ λείπει ξαναεμφανιζόταν. Πίστευα πώς θά
ἐξαφανιζόταν, μόλις θά ἔφθανα στούς πρόποδες τοῦ Annapurna.
Φθάσαμε στόν προορισμό μας κάποιο ἀπόγευμα, λαχανιάζοντας καί ἀρκετά
ἀπογοητευμένοι. Ὁλόκληρη ἡ περιοχή ἦταν βυθισμένη σ’ ἕνα ἀνάχωμα νέφους,
ἐντός τοῦ ὁποίου βρεθήκαμε κι ἐμεῖς. Ἐξερευνήσαμε τούς παγετῶνες καί
περάσαμε τήν ὥρα μας σκυμμένοι πάνω ἀπό μιά σόμπα σέ μιά μικρή καλύβα.
Ἔφθασε τό βράδυ, ἀλλά δέν φαινόταν νά διαλύεται τό σύννεφο. Πήγαμε γιά
ὕπνο καί ξυπνήσαμε λίγο πρίν τήν ἀνατολή, διαπιστώνοντας πώς ὁ καιρός
εἶχε ἀνοίξει. Βγῆκα ἔξω καί τά μάτια μου ἀντίκρυσαν ἕνα ἀπ’ τά πιό
καταπληκτικά θεάματα τοῦ κόσμου. Ἀργά-ἀργά, ὁ ἥλιος ἀνέτειλε πάνω ἀπ’
τήν κορυφή τοῦ κόσμου καί πίστευα πώς ἄν ἅπλωνα τό χέρι, θά τόν
ἀκουμποῦσα. Ἐκείνη τή στιγμή, ξεπρόβαλλε πάλι ἐκείνη ἡ ποταπή σκέψι στό
νοῦ: “Ποιός ὁ σκοπός;”. Τότε ἄστραψε μέσα μου ὁ λόγος: ὁλόκληρο αὐτό τό
ταξίδι εἶχε γίνει γιά τήν προσωπική μου εὐχαρίστησι. Μόλις θά ἔφευγε
ἐκεῖνος ὁ στιγμιαῖος ἐνθουσιασμός, θά ἐπανερχόμουν στήν πρότερη,
κανονική μου κατάστασι. Βασανίσθηκα μέ φουσκάλες, πονεμένα γόνατα,
ἐντερικά καί γιά ποιό σκοπό; Γιά νά δῶ ἕνα τιμημένο, ἀλλά τελικά ἕνα
ἀκόμα... ὄμορφο τοπίο. Λοιπόν; Μήπως αὐτό μέ εἶχε βελτιώσει σάν ἄνθρωπο ἤ
μήπως βοηθήθηκε κάποιος ἄλλος; Ὄχι. Εἶχε ἁπλῶς ταΐσει τόν ἐγωϊσμό μου.
Εἶχα συγκεντρώσει ἐξαιρετική τροφή γιά κουβέντα σέ φιλικά parties. Ποῦ
πῆγαν ὅλα τά ὑψηλά Βουδδιστικά ἰδανικά μου; Ἐκείνη τή στιγμή, διέκρινα
πώς ἡ ζωή μου ἔπρεπε νά ἀφιερωθῆ σέ κάποια ὑψηλότερη ἀρχή ἀπ’ τίς
ἐπίγειες ἀπολαύσεις. Ἀποφάσισα νά ἐπιστρέψω στό μοναστήρι.
Πέρασα τούς ἑπόμενους λίγους μῆνες μελετώντας Βουδδιστική φιλοσοφία τοῦ
Θιβέτ καί τεχνικές διαλογισμοῦ. Πάλι, ὅμως, ὑπῆρχαν ὁρισμένα στοιχεῖα
πού δυσκολευόμουν νά δεχθῶ. Τό δόγμα περί Karma φαινόταν νά μήν ἀφήνη
περιθώρια γιά ἐλεύθερη βούλησι στόν ἄνθρωπο. Οἱ ἀποφάσεις γιά τή
διάπραξι καλοῦ ἤ κακοῦ πάντοτε κυβερνῶνται ἀπό προηγούμενες ἐνέργειες.
Πῶς ἦταν δυνατόν νά ἀπαγκιστρωθῆ κανείς, ἄν ἡ κάθε ἀπόφασί μας εἶναι
προκαθορισμένη; Ἄν κάποιος εἶχε ἁμαρτήσει πρό ἀμνημονεύτων χρόνων, καθώς
πιστεύουν, πῶς θά μποροῦσε νά καθαρθῆ, μέσα σ’ ἕνα τόσο μικρό διάστημα
ζωῆς; Κατά κάποιο τρόπο, αὐτό πού ἦταν πιό δύσκολο, ἦταν ὅτι φάνταζε
τόσο λογικό. Λές καί εἶχε ἐπινοηθῆ ἀπό ἀνθρώπινο νοῦ. Πάντως, ἡ
φιλοσοφία τῆς αὐτοθυσίας εἶχε ριζώσει μέσα μου, ἄσχετα ἄν εἶχα ἀμελήσει
νά πράξω ἀνάλογα. Ἤξερα πώς δέν μποροῦσα πιά νά κάνω τή ζωή τήν ὁποία
ἔκανα.
Ὅσο ἔμεινα στό Βουδδιστικό μοναστήρι στό Θιβέτ, ἄρχισα νά διαβάζω τό
βιβλίο Οἱ Περιπέτειες ἑνός Προσκυνητῆ. Στόν προσκυνητή εἶδα τήν
πραγμάτωσι τῆς αὐταπαρνήσεως καί συμπόνοιας τήν ὁποία εἶχα βρεῖ στό
Θιβετιανικό Βουδδισμό, μόνο πού προερχόταν ἀπ’ τή Χριστιανική παράδοσι
μέ τήν ὁποία εἶχα ἀνατραφῆ. Γιατί ἄραγε δέν εἶχα ἀκούσει γι’ αὐτά,
μεγαλώνοντας μέσα στήν Καθολική Ἐκκλησία; Ἀκόμα πιό παράδοξο ἦταν τό
γεγονός πώς ἡ ἀδερφή μου ἦταν Ρωσσο-Ὀρθόδοξη μοναχή, καί ὅμως, ἐγώ δέν
εἶχα ἰδέα γιά τίς μυστηριακές ἰδιότητες αὐτῆς τῆς θρησκείας. Ἀποφάσισα
πώς ἴσως δέν εἶμαι ἕτοιμος νά γίνω Βουδδιστής καί πώς θά ἔπρεπε νά
ἐρευνήσω τή δική μου κληρονομιά περισσότερο.
Ἀφοῦ δέχθηκα ἀρκετές ξυλιές στό κεφάλι, κατέληξα στό συμπέρασμα πώς ὅλα
τά ταξίδια μου ἦταν μᾶλλον μάταια καί πώς ἔπρεπε νά γυρίσω στό σπίτι καί
νά ρίξω ἄγκυρα. Εἶχα κάνει σχέδια νά συναντηθῶ μέ φίλους στήν Αἴγυπτο
τά Χριστούγεννα, Ὅμως, βρῆκα μιά πιό φτηνή πτῆσι γιά Κων/πολι καί
θεώρησα πώς θά ἦταν ἕνα πιό καλό σημεῖο ἀναχωρήσεως γιά Δυτική Εὐρώπη
καί μετά Ἀμερική. Ὁ ἀερομεταφορέας ἦταν ἡ Aeroflot. Λίγες μέρες
ἀργότερα, μοῦ ἦλθε ἡ ἔμπνευσι πώς ἡ ἀεροπορική ἑταιρία Aeroflot ἦταν
Ρωσική καί πώς ἡ ἀδελφή μου ἔμενε στή Μόσχα. Σκέφθηκα, μήπως ὑπάρχει
ἐνδιάμεση στάσι στή Μόσχα. Κατά τύχη ὑπῆρχε. Σέ λίγες μέρες, βρέθηκα μέ
ἄδεια παραμονῆς τριῶν ἑβδομάδων καί visa γιά τή Ρωσία. Ἡ πτῆσι μου
ἔφθασε στή Μόσχα τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγ. Γερμανοῦ (τῆς Ἀλάσκας).
Μέ περίμενε στό ἀεροδρόμιο ἡ ἀδελφή μου καί ἐκεῖ ξεκίνησε ἡ 20ήμερη
σειρά μαθημάτων-express γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ἄρχισε νά ἀνοίγεται ἕνας νέος
κόσμος γιά μένα. Βρέθηκα σ’ ἕνα τόπο ὅπου οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν γιά τό
Χριστό καί ἡ διαμεσολάβησι ἁγίων ἦταν ἕνα σύνηθες γεγονός. Ἐτοῦτο δέν
ἦταν μιά κενή Χριστιανοσύνη, τήν ὁποία τήν ἔβλεπε κανείς σάν κοινωνική
ὑποχρέωσι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶχαν ὑπομείνει ἀπίστευτα βάσανα καί
ταλαιπωρίες γιά τήν ἀλήθεια.
Ἄρχισα νά διαβάζω ὁλόκληρους τόμους γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ἐπισκεπτόμουν
ἐκκλησίες. Συζητοῦσα πολιτισμένα μέ τήν ἀδελφή μου τίς διαφορές μεταξύ
τῶν ὅσων ὑποστηρίζουν ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Βουδδισμός. Ἐκείνη ἐπανερχόταν
στό ἴδιο σημεῖο: Ὁ Χριστιανισμός ἔχει τήν ἀλήθεια σέ μορφή ἑνός Προσώπου
(σ.τ.μ.: τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ). Δέν μποροῦσα νά καταλάβω τή σημασία. Εἴτε
ἦταν δύναμι, εἴτε ἦταν Πρόσωπο, δέν ἔβλεπα καμμία διαφορά.
Τότε γνώρισα τόν π. Ἀρσένιο, γνωστό Μοσχοβίτη ἱερέα μέ τεράστιο ποίμνιο.
Εἶναι ἄνθρωπους τῆς αὐτοθυσίας, πού ἔχει ἀφιερώσει ὁλόκληρη τή ζωή του
στό Χριστό καί τήν ἐξάπλωσι τοῦ Εὐαγγελίου. Φθάσαμε στήν ἐκκλησία του
κατά τήν ἀγρυπνία τοῦ Σαββάτου. Τόν βρήκαμε νά ἐξομολογῆ, μ’ ἕνα πλῆθος
πενῆντα ὥς ἑκατό ἀνθρώπων νά περιμένουν γιά ἐξομολόγησι. Στάθηκα στήν
ἄκρη τοῦ κύκλου καί πρίν περάση πολλή ὥρα, τραβήχθηκα στό κέντρο του ἀπ’
τόν π. Ἀρτέμιο. Μέ μάτια κλειστά καί τά χέρια του πάνω στούς ὤμους μου,
ἄρχισε νά μοῦ μιλάη. Ὅταν ἤθελε νά τονίση κάποιο σημεῖο, “ἐμβόλιζε” τό
μέτωπό μου μέ τό δικό του. Καθώς μοῦ μιλοῦσε μέ ἀρκετά διανθισμένα
Ἀγγλικά, μοῦ δόθηκε ἡ ἐντύπωσι πώς αὐτός ὁ ἱερέας —τόν ὁποῖο δέν εἶχα
γνωρίσει ποτέ— γνώριζε πολλά περισσότερα γιά τό ἄτομό μου ἀπ’ ὅσα θά
ἔπρεπε. Αὐτό, ὅμως, πού μέ συγκλόνισε, ἦταν ἡ ἐντύπωσι πώς εἶχε ἕνα
πιεστικό ἐνδιαφέρον γιά τήν ψυχή μου, λές καί εἶχε προσωπικό μερίδιο σ’
αὐτήν. Μοῦ μιλοῦσε συνεχῶς ἐπί δέκα λεπτά, ἐνῶ οἱ ἀδημονοῦσες μπάμπουσκα
(γιαγιάδες) ἔσφιγγαν τόν κλοιό τους γύρω μας. Συνέχιζε νά μοῦ μιλᾶ,
ἐξηγώντας πώς ἡ ἐμπειρία μου στό Nepal μοῦ εἶχε παραχωρηθῆ ἀπ’ τό Θεό,
γιά νά μέ βγάλη ἔξω ἀπ’ τόν ὑλισμό. Μετά μοῦ ἐξήγησε γιατί ὁ
Χριστιανισμός ἦταν ἡ ἀληθινή πίστι: μόνο αὐτός, εἶχε ἕνα προσωπικό Θεό.
Καί πάλι δέν μποροῦσα νά καταλάβω τή σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὅμως,
ἔφυγα ξαλαφρωμένος κι ἄς μήν εἶχα μιλήσει σχεδόν καθόλου...
Μοῦ ἀνοιγόταν ἕνας καινούργιος κόσμος. Ἡ καταπίεσι τῆς πόλεως μέ βάραινε
ἐλάχιστα, καθώς ἀντιλαμβανόμουν πώς ἡ οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τῶν
ἁγίων Του ἦταν στήν πραγματικότητα πιό κοντά ἀπ’ τούς γκρίζους ὄγκους
τῶν κτιρίων πού πλάκωναν τήν πόλι. Ἐπισκέφθηκα τή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Σεργίου
καί γιά πρώτη φορά, ἀξιώθηκα νά προσκυνήσω τά λείψανα ἑνός ἁγίου. Ἐκεῖνα
τά “νεκρά ὀστᾶ” περιεῖχαν περισσότερη ζωή μέσα τους, ἀπό ὁλόκληρη τή
Νότια California. Ἡ παραμονή μου ἀποκορυφώθηκε, μέ τά Χριστούγεννα στό
Μετόχι τοῦ Βαλαάμ. Ἔνοιωθα πώς ἤμουν περιστοιχισμένος ἀπό ἁπλούς
—φαινομενικά— ἀνθρώπους, ὅμως, τό ἕνα πόδι τους πατοῦσε στόν οὐρανό...
Λίγες μέρες ἀργότερα, ἀναχώρησα ἀπ’ τή Μόσχα. Πρίν φύγω, ἡ ἀδελφή μου μέ
ἐπέπληξε, λέγοντας: “Ἀγαπημένε μου, ἄν μπορῆς νά περάσης τρεῖς μῆνες
καθισμένος μέ Βουδδιστές, τουλάχιστον πέρασε ἕνα μῆνα στεκόμενος ὄρθιος
μέ τούς Ὀρθοδόξους”. Αὑτό ἀκριβῶς ἔκανα. Ἐπισπεύδοντας τήν ἐπιστροφή
μου, ἔφθασα στήν California μετά ἀπό δύο μῆνες. Τήν παραμονή τοῦ
Εὐαγγελισμοῦ, πῆρα τό χωματόδρομο πού ὁδηγεῖ στή Μονή τοῦ Ἁγ. Γερμανοῦ
τῆς Ἀλάσκας. Τό πρῶτο πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι, ἄρτι ἀφιχθέντος ἀπ’ τό San
Diego, ἦταν τό ἀναχρονιστικό τῶν μοναχῶν μέσα στόν 20ο αἰ.. Ποῦ
ἀκούσθηκε, νά ἐγκαταλείπη κανείς τήν ἄνεσι καί τήν ἰδιοκτησία στήν ἐποχή
μας; Ἦταν τό μέσο τῆς Σαρακοστῆς καί ἦταν ὁλοφάνερο πώς αὐτοί οἱ ἄνδρες
βρίσκονταν ἐν μέσῳ πνευματικοῦ πολέμου. Ἡ σοβαρότητα διαπότιζε τό
μοναστήρι. Φάνηκαν ἕτοιμοι νά πεθάνουν γιά τήν ἀλήθεια καί τέτοιο
φαινόμενο δέν τό εἶχα συναντήσει οὔτε στήν IBM, οὔτε στή Σχολή Καλῶν
Τεχνῶν ἤ στήν Ἰαπωνία. Ἔβλεπα τόν πόνο στά μέρη αὐτά, ἀλλά ἦταν ὄντως
πρόθυμοι νά τά δώσουν ὅλα γιά τό ἕνα τό χρειαζούμενο; Παρά τά τόσα τά
ὁποῖα εἶχα δεῖ, ἀκόμα δέν εἶχα στερεώσει τήν πίστι μου στό Θεό, ὅμως,
ἤξερα πώς οἱ μοναχοί αὐτοί ἔβλεπαν κάτι, καί τό ἤθελα καί ἐγώ.
Τό Σαββάτο τοῦ Λαζάρου ἔφθασε. Τήν ἡμέρα αὐτή, μνημονεύεται ἡ ἀνάστασι
τοῦ Λαζάρου ἀπ’ τό Χριστό, τέσσερεις μέρες μετά ἀπ’ τό θάνατό του. Μέ
ξύπνησαν πολύ νωρίς τό πρωΐ γιά νά πᾶμε στή Θεία Λειτουργία σ’ ἕνα
κοντινό μοναστήρι καί ἐν συνεχείᾳ στό γεῦμα ἐκεῖ. Ξύπνησα, ἀλλά
ξανακοιμήθηκα ἀμέσως. Ὅταν τελικά σηκώθηκα ἀπ’ τό κρεββάτι, βρῆκα ὅλο τό
μοναστήρι ἄδειο. Ψυχή δέν εἶχε μείνει μέσα. Καθώς τριγυρνοῦσα μέσα
στούς χώρους τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὕμνος “Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ
μέσῳ τῆς νυκτός, καί μακάριος ἐκεῖνος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα...”
ἀντηχοῦσε μέσα στό κεφάλι μου. Κατάλαβα, πώς αὐτό ἀκριβῶς μοῦ εἶχε
συμβῆ, σωματικά καί πνευματικά. Ὁ Κύριος μέ κάλεσε καί μοῦ πρόσφερε ἕνα
γεῦμα, ἀλλά ἐγώ εἶχα μείνει συγκρατημένος... Μοῦ εἶχε κλείσει τελικά ὁ
Θεός τήν πόρτα; Πῆρα τό χωματόδρομο τῆς ἐπιστροφῆς, κατηφορίζοντας στή
βουνοπλαγιά, ἐλπίζοντας σέ auto-stop πρός τό μοναστήρι. Στό δρόμο
μελετοῦσα τά γεγονότα τῆς ἡμέρας καί ἦταν προφανές ὅτι ὁ Θεός εἶχε
ἐπιτρέψει νά μείνω πίσω, γιά νά μέ βγάλη ἀπ’ τήν ἀναποφασιστικότητά μου.
Καί ἀμέσως τότε, μοῦ ἦλθε σάν κεραυνός, τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσαν μέ τά
λόγια “προσωπικός Θεός”! Γιατί νά μοῦ ἔστελνε μιά “ἀπρόσωπη δύναμι” ἕνα
τόσο ξεκάθαρο μήνυμα σωτηρίας γιά τήν ψυχή μου; Σάν ἀπρόσωπη, θά εἶχε
τήν ἔγνοια τί θά ἀπογινόμουν ἐγώ;... Μιά “δύναμι” δέν μπορεῖ νά ἀγαπήση
(καί σᾶς προκαλῶ νά ἀγαπήσετε ἐσεῖς μιά ἀπρόσωπη δύναμι). Ἔτσι, ἔφθασα
στό συμπέρασμα πώς ὁ Θεός ἔπρεπε νά εἶναι Πρόσωπο. Μόλις κατέληξα στό
συμπέρασμα αὐτό, ἄκουσα τόν ἦχο ἑνός αὐτοκινήτου νά πλησιάζη ἀπό πίσω.
Ἦταν ὁ γείτονάς μας στό βουνό. Τοῦ ἔκανα σινιάλο νά σταματήση καί κατά
περίεργη “σύμπτωσι”, συνέβαινε νά πηγαίνη στήν ἑβδομαδιαία ἐπίσκεψί του
στό κατάστημα πού γειτονεύει στό μοναστήρι. Ἔφθασα ἐγκαίρως γιά τή Θεία
Λειτουργία.
Πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε καί σήμερα εἶμαι ρασοφόρος μοναχός, ἕνας
ἀναχρονισμός ἄν θέλετε. Οἱ ἀγῶνες μου δέν ἔπαψαν, ὅμως, οἱ ἡμέρες
περιπλανήσεως ἔχουν τελειώσει πιά. Μερικές φορές θρηνῶ γιά τό
σπαταλημένο παρελθόν μου, ἀλλά ὅταν κοιτάζω πιό προσεκτικά, βλέπω τό
χέρι τοῦ Θεοῦ νά μέ καθοδηγῆ μέσα ἀπ’ τίς πιό ἔρημες περιόδους τῆς ζωῆς
μου. Μέ ἔφερε ἐδῶ γιά κάποιο σκοπό, ἀλλά αὐτό θά ἀποκαλυφθῆ ἐν καιρῷ».
Πηγή:
Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
Ὁ Ἦχος τῶν Θεϊκῶν Βημάτων
ἐκδ. Ἁγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ἀθήνα 2011