Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

«Μα δεν Τον βλέπετε; Έρχεται ο Χριστός, η γλυκιά μου Αγάπη...»!


Σύγχρονες αγιασμένες μορφές
Πρωτοπρεσβύτερος Παναγιώτης Καραγιάννης

«ΜΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΤΕ; ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, Η ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ...»!

       Είχα την μεγάλη ευλογία να γνωρίσω, μέσω ενός εν Χριστώ αδελφού, τον πατέρα Παναγιώτη Καραγιάννη. Καθίσαμε ενώπιος ενωπίω, μέσα στην εκκλησιά των παμμεγίστων Ταξιαρχών. «Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί, κι όμως είναι σαν να σε γνωρίζω χρόνια», μου είπε μια δυο φορές, σα να απορούσε! Ο πατήρ Παναγιώτης ήταν ένας πραγματικός ποιμένας, που αγωνίζονταν και πονούσε για το ποίμνιό του. Τελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία, με την ίδια ευλάβεια, χωρίς βιασύνη, ζώντας την κάθε στιγμή της, από την αρχή μέχρι το τέλος!

     Αγαπούσε ο μακαριστός πατήρ πολύ τον άνθρωπο, γιατί αγαπούσε και λάτρευε πολύ τον Θεό. Αγωνιούσε για την Πίστη μας που βάλλεται πανταχόθεν, αγωνιούσε και για τους πιστούς, που τελώντας σε σύγχυση, κατάντησαν σαν τα άλογα πρόβατα, θύματα του Κοσμοκράτορος του αιώνα τούτου αλλά και των σκοτεινών του οργάνων.

     Ιδιαιτέρως δε, μεγάλο αγώνα έκανε για να σταματήσει το μεγάλο βδέλυγμα του ανθρώπου ενώπιον του Θεού, την μεγάλη αμαρτία της αντικανονικής ενδυμασίας, το οποίο οι περισσότεροι θεωρούν μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Είναι ποτέ δυνατόν εντολή του Θεού, να λογίζεται λεπτομέρεια; Γι' αυτό, έγραψε με τη βοήθεια της Παναγίας, όπως ο ίδιος λέει, το βιβλίο: «Γίνε, ω γύναι», στο οποίο εξηγεί με αγιογραφικά και επιστημονικά επιχειρήματα τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει ο άνδρας και η γυναίκα να φορούν ενδυμασίες αντίθετες του φύλου τους, ιδιαιτέρως δε η γυναίκα, η οποία φορώντας για πολλά χρόνια ρούχα ανδρικά, έχει «ανδροποιηθεί», βαδίζοντας ενάντια στο σαφές θέλημα του Θεού και επισύροντας την δίκαιη οργή Του. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, εάν μέσω της μετανοίας, ενδύονταν ο καθένας τις φορεσιές που του αρμόζουν, καταισχύνοντας τον Πονηρό Άρχοντα του αιώνος τούτου και δοξάζοντας τον μόνο αληθινό Τριαδικό Θεό.

     Εσχάτως, τα τελευταία δυο - τρία χρόνια, παιδεύονταν με την ασθένειά του, την οποία αντιμετώπιζε με πολλή υπομονή και καρτερία. «Όν αγαπά Κύριος παιδεύει». Αυτό που του προκαλούσε την μεγαλύτερη θλίψη, ήταν ότι δεν μπορούσε να Λειτουργήσει. Αισθάνονταν ότι στερούνταν το οξυγόνο! Τον στεναχωρούσε επίσης, ότι αναγκάζονταν άλλοι να τον διακονούν και ιδιαιτέρως η πρεσβυτέρα του, η Ελένη. Είχε μάθει άλλωστε, μια ζωή να διακονεί και να υπηρετεί ο ίδιος τον πλησίον. Έλεγε σε πνευματικοπαίδι του: «Παιδί μου, ικέτευε τον Θεό, να μπορώ τουλάχιστον να περπατώ και να κάνω τις βασικές μου ανάγκες, όχι για μένα, αλλά για να μη βασανίζω τους ανθρώπους και ειδικά την πρεσβυτέρα».
   Ένα βράδυ, λίγο καιρό πριν κοιμηθεί ο ευλογημένος πατήρ, άρχισε ξαφνικά να φωνάζει δυνατά: «Έλα γλυκιά μου Αγάπη, έλα...». Η πρεσβυτέρα του, ακούγοντας αυτά τα λόγια νόμισε ότι φωνάζει εκείνη και πήγε στο δωμάτιό του για να δει τι θέλει. Ρωτώντας τον λοιπόν, αν φωνάζει εκείνη, ο γλυκύτατος παππούλης απάντησε: «Μα δεν Τον βλέπετε; Έρχεται ο Χριστός, η γλυκιά μου Αγάπη...»!