Τόν 4ο
αἰώνα μ.Χ., μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν ξέσπασε μιά μεγάλη ἀναστάτωση
στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἦταν πρεσβύτερος τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀληθινός
Θεός, ἀλλά κτίσμα, τό πρῶτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.
Στήν
πραγματικότητα ἡ αἵρεση αὐτή προῆλθε ἀπό θεολόγους πού προηγήθηκαν τοῦ
Ἀρείου, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας τήν ἑλληνική φιλοσοφία προσπαθοῦσαν νά
συμβιβάσουν τό πῶς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί συγχρόνως εἶναι καί τρεῖς.
Αὐτό δέν μπορεῖ νά τό δεχθῆ κανείς μέ τήν λογική του, παρά μόνον μέ τήν
πίστη ἐκ θεωρίας καί τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς.
Τότε πού
ἀνέκυψε τό θεολογικό αὐτό πρόβλημα, ἔγινε μεγάλη συζήτηση, ὁ Ἄρειος
καταδικάσθηκε ἀπό τήν Σύνοδο στήν Ἀλεξάνδρεια καί μετά καταδικάσθηκε καί
ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας.
Ὁπότε καταρτίσθηκε τό δεύτερο (2ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», πού
ἔχει ὡς ἑξῆς:
«(Πιστεύω) Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων˙ φῶς ἐκ φωτός Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο».
«(Πιστεύω) Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων˙ φῶς ἐκ φωτός Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο».
Ἡ μετάφραση εἶναι ἡ ἑξῆς:
«(Πιστεύω) καί σέ ἕναν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν μονογενῆ Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες˙ ὁ Ὁποῖος εἶναι φῶς, πού γεννήθηκε ἀπό τό φῶς, τόν Πατέρα, Θεός ἀληθινός ἀπό ἀληθινό Θεό (τόν Πατέρα), γεννήθηκε, δέν δημιουργήθηκε, εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, δηλαδή ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ Αὐτόν, διά τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τά πάντα».
«(Πιστεύω) καί σέ ἕναν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν μονογενῆ Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες˙ ὁ Ὁποῖος εἶναι φῶς, πού γεννήθηκε ἀπό τό φῶς, τόν Πατέρα, Θεός ἀληθινός ἀπό ἀληθινό Θεό (τόν Πατέρα), γεννήθηκε, δέν δημιουργήθηκε, εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, δηλαδή ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ Αὐτόν, διά τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τά πάντα».
Στό ἄρθρο αὐτό μέ πολλή συντομία ἐκτίθεται ὅλη ἡ Χριστολογία, δηλαδή ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Χριστό.
Κατ’ ἀρχάς
ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται «Κύριος, Ἰησοῦς, Χριστός». Τό «Κύριος»
σημαίνει τόν κυρίαρχο, γιατί μαζί μέ τόν Πατέρα Του καί τό Ἅγιον Πνεῦμα
δημιούργησαν τόν κόσμο καί τόν ἐξουσιάζουν. Ἔτσι, τό «Κύριος» ἀναφέρεται
στήν θεία φύση Του. Τό «Ἰησοῦς» ἀναφέρεται στήν ἀνθρώπινη φύση, πού
θεώθηκε ἀπό τήν θεία φύση, καί σημαίνει Σωτήρ. Τό «Χριστός» δηλώνει τόν
κεχρισμένο, ἀφοῦ ἡ θεία φύση ἔχρισε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔτσι ἔχουμε
τόν Θεάνθρωπο Χριστό.
Ἔπειτα, ὁ
Χριστός εἶναι μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού γεννήθηκε πρό πάντων τῶν
αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα. Αὐτή ἡ ὁμολογία τέθηκε στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως»,
γιατί ὁ Ἄρειος θεωροῦσε ὅτι ὁ Υἱός κτίσθηκε ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πατέρα καί
δέν εἶναι ἀληθινός Θεός. Ἔτσι ἡ φράση «πρό πάντων τῶν αἰώνων», πρίν τήν
δημιουργία τοῦ κόσμου καί πρίν τήν δημιουργία τῶν ἀγγέλων, καί μάλιστα ἡ
λέξη μονογενής εἶναι γνώρισμα τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό φαίνεται καί στήν φράση «γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα», ἀφοῦ ὁ Υἱός
γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα καί δέν δημιουργήθηκε ἀπό Αὐτόν. Ἄλλο εἶναι ἡ
γέννηση καί ἄλλο εἶναι ἡ δημιουργία. Γιά παράδειγμα, ἕνας ἐπιπλοποιός μέ
τήν τέχνη του κατασκευάζει ἔπιπλα, ἀλλά ὡς πατέρας γεννᾶ παιδιά. Αὐτή
εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ πρό πάντων τῶν αἰώνων καί
δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐν χρόνῳ.
Σέ αὐτήν
τήν προοπτική ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «ὁμοούσιος» μέ τόν Πατέρα,
δηλαδή ἔχει ἴδια οὐσία μέ Αὐτόν, ἐνῶ ὅλη ἡ κτίση δέν ἔχει τήν ἴδια
οὐσία μέ τόν Πατέρα, ὁπότε ὑπάρχει σαφέστατη διαφορά μεταξύ τοῦ Υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ καί τῆς κτίσεως, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, ἐνῶ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι κτιστός.
Βέβαια,
δέν γνωρίζουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γνωρίζουμε ὅτι ὁ Υἱός ἔχει τήν
ἴδια ἐνέργεια μέ τόν Θεό Πατέρα, ἑπομένως ἔχει καί τήν ἴδια οὐσία, καί
ἀπό τίς ἐνέργειες γνωρίζουμε τόν Θεό. Αὐτό δηλώνει ἡ φράση «φῶς ἐκ
φωτός». Ἀφοῦ ὁ Πατήρ εἶναι Φῶς ἄκτιστο, ἀδημιούργητο, καί ὁ Υἱός
γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα καί εἶναι Φῶς. Πῶς τό γνωρίζουμε αὐτό;
Γιά
παράδειγμα, οἱ τρεῖς Μαθητές στό ὄρος Θαβώρ εἶδαν τό Φῶς πού προχεόταν
ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτό τό Φῶς ἦταν τό Φῶς τῆς θεότητος∙
ἄκουσαν τήν φωνή τοῦ Πατρός, πού ἐξέλαμψε ὡς ἀπρόσιτο Φῶς, πού εἶπε:
«οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μάρκ. θ΄, 7), καί τό
Ἅγιον Πνεῦμα παρουσιάσθηκε ὡς νεφέλη φωτεινή. Ἔτσι, ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ
καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε στούς Μαθητές Του, δηλαδή ὁ Ἴδιος ὁ
Χριστός ἀποκάλυψε τήν δόξα τῆς θεότητός Του. Γι’ αὐτό οἱ Μαθητές ἔδωσαν
ὁμολογία ὅτι εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», δέν
εἶναι ψεύτικος Θεός, οὔτε μιά ἀφηρημένη ἰδέα.
Ἐπί πλέον,
στό σημεῖο αὐτό, πού ἀναφέρεται τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» στήν θεότητα
τοῦ Λόγου, ὁμολογεῖται ὅτι δι’ Αὐτοῦ «τά πάντα ἐγένετο». Αὐτό εἶναι
συνέχεια τοῦ πρώτου ἄρθρου τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», στό ὁποῖο
γράφεται ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό τόν Πατέρα, γιά νά ἀντικρουσθοῦν οἱ
θεωρίες τῶν γνωστικῶν. Ὅμως, ἐδῶ προστίθεται καί τό «δι’ οὗ τά πάντα
ἐγένετο», γιά νά ἀντικρουσθοῦν οἱ κακοδοξίες τῶν Ἀρειανῶν, ὅτι ὁ Υἱός
εἶναι τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας, ὅτι ὁ Υἱός ἐκτίσθη ἐν χρόνῳ ἀπό
τόν Πατέρα, ὡς κάποιο μεσάζον πρῶτο κτίσμα μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης, ὅτι
εἶναι ἑτερούσιον τοῦ Πατρός κτίσμα καί ὡς τρεπτός ἀγνοεῖ τόν Πατέρα.
Ἔτσι, στό
«Σύμβολο τῆς Πίστεως» ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ,
ἀληθινός Θεός. Αὐτή εἶναι ἡ βασική ὁμολογία τῆς πίστεώς μας.
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ