Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

«Το φάρμακο του παιδιού σου το ’χεις εσύ»

 Μας συμβουλεύει ο Απ. Παύλος: «η ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α  Κορ. στ, 9). Δηλ. εξηγεί ο Απόστολος: αυτό που κάνετε το κάνετε λοιπόν από άγνοιαν; Δεν γνωρίζετε ότι οι άδικοι δεν θα κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού;

 Μας τονίζει ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Ι ΚΑΤΗΧΗΣΗ του ότι: «Εκείνος που δεν αδικεί τον εαυτό του, κανείς άλλος δεν θα μπορέση να τον αδικήση».
  «Καταπράϋνε την οργή, σβήσε τον θυμό. Κι αν σε αδικήση κάποιος ή σε υβρίση, δάκρυσε για εκείνον. Μη αγανακτήσεις εσύ, αλλά λυπήσου μαζί του. Μη οργισθείς ούτε να πης, «αδικήθηκα στην ψυχή». Δεν υπάρχει κανένας αδικούμενος στην ψυχή, αν εμείς δεν αδικήσουμε την ψυχή μας. Και πως γίνεται αυτό θα σας το πω εγώ. Σου αφαίρεσε κάποιος την περιουσία; Δεν σε αδίκησε στην ψυχή, αλλά σε χρήματα. Αν όμως εσύ δείξης μνησικακία, αδίκησες την ψυχή σου. Γιατί η αφαίρεση των χρημάτων σε τίποτα δεν σε ζημίωσε, αλλά και σε ωφέλησε, αν όμως εσύ δεν αφήσης την οργή, θα τιμωρηθής τότε για τη μνησικακία σου αυτή. Σε κακολόγησε κάποιος και σε έβρισε; Σε τίποτα δεν αδίκησε την ψυχή σου, αλλ’ ούτε και το σώμα σου. Τον κακολόγησες και συ και τον έβρισες; Εσύ αδίκησες την ψυχή σου, και θα τιμωρηθής εκεί για τα λόγια που είπες. Κι αυτό θέλω περισσότερο απ’ όλα να γνωρίζετε καλά, ότι τον Χριστιανό και τον Πιστό κανένας δεν μπορεί να τον αδικήση στην ψυχή, ούτε κι ο ίδιος ο διάβολος».
  Λοιπόν, μόνοι μας αδικούμε τον εαυτόν μας. Ένα συγκλονιστικό παράδειγμα αναφέρεται στο περιοδικό «Σωτήρ»:
  «Ήταν τότε που ανέβαιναν στο Μοναστήρι του αγίου Νικολάου Βαρσών της Αρκαδίας. Οι περισσότεροι με τα ζώα. Κάποιοι από πιο απόμακρα χωριά έφθαναν ως τον κεντρικό δρόμο με το λεωφορείο της άγονης γραμμής. Κι από κει με τα πόδια στο χωματόδρομο έφθαναν στο Μοναστήρι.
  Ήταν τότε πανηγύρι. Μέρα που γιόρταζε ο Άγιός τους. Γιόρταζαν και οι καρδιές όλων. Έλαμπαν και τα πρόσωπά τους. Γιατί ήταν καλεσμένοι στο θείο πανηγύρι του φίλου του Θεού. ­Μόλις είχε γίνει η απόλυση. Και ο ­ηγούμενος μοίραζε σ’ όλους με τη σειρά την ευλο­γία, τους διαβασμένους άρτους. ­Κάποιος από τους προσκυνητές είχε ­δίπλα του γονατίσει στην ­ανθοστολισμένη εικόνα του Αγίου, στο τέμπλο και έκλαιγε και έλεγε:
  –Φέρ’ το μου, φέρ’ το μου, άγιε, το πορτοφόλι μου! Πως θα γυρίσω πίσω στο μακρινό χωριό μου; Πως θα πληρώσω το εισιτήριο;
  Τα ’χασε ο ηγούμενος ακούγοντας τούτο το αίτημα. Σταμάτησε το βλογημένο μοίρασμα. Και ’βαλε φωνή μεγάλη:
  –Για σταθείτε μια στιγμή, χριστιανοί μου. Όποιος βρήκε κάποιο πορτοφόλι, να το παραδώσει αμέσως εδώ.
  Σε λίγο έφευγαν παρέες-παρέες οι προσκυνητές.
  Έφθασε στο χωριό του και ο Μήτρος.
  Τον είδαν οι συγχωριανοί του από το πρώτο καφενείο και τρέξαν με αγωνία να του πουν:
  –Τα ’μαθες, Μήτρο; Για το παιδί σου! Το μικρό σου!
  –Τι;
  –Στο προαύλιο του σχολείου στο διάλειμμα στα καλά καθούμενα έπεσε χάμω και έμεινε ακίνητο, ξερό, αναίσθητο. Η καρδούλα του χτυπούσε αργά-αργά. Το χρώμα του χάθηκε, είχε ασπρίσει. Έτρεξε ο Γιώργης με το αγροτικό κι ­έφερε γιατρό. Το ξήτασε. Αλλά δεν βρήκε τίποτα. Το πήγαν στο σπίτι. Ακόμη δεν έχει συνέλθει. Ψάχνουν να βρουν τι έχει.
  –Ζει;
  –Ακόμα ζει…
  Σαν αστραπή πέρασε από το νου του Μήτρου η σκέψη: «Το φάρμακο του παιδιού σου το ’χεις εσύ! Και είναι η μετάνοιά σου».
  Έτρεξε στην Εκκλησία του χωριού. Ήταν ανοιχτή. Βρήκε τον παπα-Θύμιο να καθαρίζει τα στασίδια. Και ’πεσε στα πόδια του σεβάσμιου ιερέα, που ήξερε το περιστατικό.
  –Παπα-Θύμιο, του λέει, συγχώρεσέ με, εγώ είμαι ο κλέφτης.
  –Όχι σε μένα. Στον ηγούμενο να πας, Μήτρο. Εκεί να τα πεις όλα. Και μη ντραπείς, και μη φοβηθείς, Μήτρο. Φύγε γρήγορα!
  Τι να κάνει ο πονεμένος πατέρας! Πήρε αλαφιασμένος τον ανήφορο. Τα πόδια του έτρεχαν γοργά. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Να προλάβει να πει το «ήμαρτον»! Να παραδώσει το κλεμμένο στον κάτοχο του. Έφθασε. Χτύπησε τη μεγάλη κουδούνα της βαριάς σιδερένιας πόρτας. Του άνοιξαν.
  –Παρακαλώ να δω τον άγιο Ηγούμενο, είναι επείγον το θέμα μου, είπε.
  Σε λίγο κατέθετε ο Μήτρος το βαρύ του φορτίο στον Θεό του ελέους και των οικτιρμών.
  –Άγιε μου Γέροντα, πατέρα, συγχώρεσε με. Εγώ είμαι που… μπήκε το πνεύμα του προδότη Γιούδα μέσα μου. Με τύφλωσε και μ’ έκανε να κλέψω. Μου ’φερε μετά την ντροπή να σ’ το αποκαλύψω. Αλλά με βρήκε συμφορά στο σπίτι και έτρεξα να ξομολογηθώ και να παραδώσω πίσω το κλεμμένο όπως το πήρα… Συγχώρα με, Κύριέ μου, Κύριέ μου, και για όλα τα άλλα κρίματα της ζωής μου.
  –Μη φοβάσαι, Μήτρο μου. Το ’ξερα πως ο Άγιος θα φέρει πίσω το κλεμμένο, γιατί δεν ανέχεται στον τόπο του αταξίες και ασχήμιες. Ο Θεός να σε συγχωρέσει. Πήγαινε στο καλό και καλή υγεία στο παιδί σου… Σε περιμένω να τα ξαναπούμε. Σήμερα έγινε η αρχή της μετανοίας σου.
  Δεν πρόλαβε να φθάσει στο σπίτι του ο πατέρας και η χαρμόσυνη είδηση είχε ακουσθεί σ’ όλο το χωριό. Το μικρό του παιδί έγινε τελείως καλά! Την ώρα που ο πατέρας ομολογούσε το μεγάλο του κρίμα στο Μοναστήρι του Αγίου, ο Θεός έκανε το θαύμα του. Όχι μόνο ένα θαύμα. Ένα στην ψυχή του πονηρού πατέρα και ένα στο σώμα του αθώου παιδιού του.
  Το φάρμακο του παιδιού το βρήκε ο πατέρας».