Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ποὺ σφάλισεν
ἑνὸς ἀγγέλου χέρι,
διπλοσφαγμένος ἔπεσ᾿ ὁ Δικέφαλος
ἀπ᾿ τ᾿ ἄπιστο μαχαίρι.
ἑνὸς ἀγγέλου χέρι,
διπλοσφαγμένος ἔπεσ᾿ ὁ Δικέφαλος
ἀπ᾿ τ᾿ ἄπιστο μαχαίρι.
Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, σπαράζοντας
μὲ ματωμένα στήθη,
τὶς δυὸ φτεροῦγες ἅπλωσ᾿ ὁ Δικέφαλος
καὶ πάλι ὀρθὸς ἐστήθη.
μὲ ματωμένα στήθη,
τὶς δυὸ φτεροῦγες ἅπλωσ᾿ ὁ Δικέφαλος
καὶ πάλι ὀρθὸς ἐστήθη.
Καὶ στοίχειωσε καὶ θέριεψε καὶ πλήθυνεν
ὁ νεκραναστημένος
κι ἔγιν᾿ ὁ ἕνας μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι
στὸ δουλωμένο Γένος.
ὁ νεκραναστημένος
κι ἔγιν᾿ ὁ ἕνας μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι
στὸ δουλωμένο Γένος.
Καὶ πέταξε στὰ πέρατα καὶ φώλιασεν,
ὅπου σκεπὴ τὸν κρύβει:
Σὲ μοναστήρι, σ᾿ ἐκκλησιὰ καὶ σ᾿ ἄρχοντα
καὶ σὲ φτωχοῦ καλύβι.
ὅπου σκεπὴ τὸν κρύβει:
Σὲ μοναστήρι, σ᾿ ἐκκλησιὰ καὶ σ᾿ ἄρχοντα
καὶ σὲ φτωχοῦ καλύβι.
Στὴν πλάκα τοῦ μοναστηριοῦ τὸν σκάλισε
καλόγερος τεχνίτης,
ἡ καλομανα φυλαχτὸ τὸν φόρεσε
στ᾿ ἀνήμπορο παιδί της.
καλόγερος τεχνίτης,
ἡ καλομανα φυλαχτὸ τὸν φόρεσε
στ᾿ ἀνήμπορο παιδί της.
Στὸν ἀργαλειό της καθιστὴ μερόνυχτα
τὸν ὕφαν᾿ ἡ βοσκούλα,
περήφανος ὁ ἄρχοντας τὸν ἔδεσε
στὸ δαχτυλίδι βούλα.
τὸν ὕφαν᾿ ἡ βοσκούλα,
περήφανος ὁ ἄρχοντας τὸν ἔδεσε
στὸ δαχτυλίδι βούλα.
Κρεμάστηκε ἀπ᾿ τὰ νύχια του τ᾿ ἀκοίμητο
τῆς Παναγιᾶς καντήλι
κι ἅγιασε στοῦ Χριστοῦ τὸ Τετραβάγγελο
γραμμένος μὲ κοντύλι.
τῆς Παναγιᾶς καντήλι
κι ἅγιασε στοῦ Χριστοῦ τὸ Τετραβάγγελο
γραμμένος μὲ κοντύλι.
Τέσσερα μαῦρα ἀτέλειωτα ἑκατόχρονα
βουβὸς κι ἀποκρυμένος
κλωσοῦσε τὴν ἐκδίκηση ὁ Δικέφαλος
στὸ δουλωμένο γένος.
βουβὸς κι ἀποκρυμένος
κλωσοῦσε τὴν ἐκδίκηση ὁ Δικέφαλος
στὸ δουλωμένο γένος.
Ξάφνου μιὰ μέρα βρόντησ᾿ ὁ ἀντίλαλος:
«Ὡς πότε, παλληκάρια!»
Καὶ μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι φτερούγισαν
ἀπὸ σπαθιῶν θηκάρια.
«Ὡς πότε, παλληκάρια!»
Καὶ μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι φτερούγισαν
ἀπὸ σπαθιῶν θηκάρια.