Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Ανεκδιήγητα!

  Γύρω στο 1940-45, στην Ύδρα, πέθανε μια νέα γυναίκα και άφησε πίσω της μικρά παιδάκια.
  Στις σαράντα μέρες, ο πατέρας πήρε τα παιδάκια και πήγε σε ένα μοναστήρι, γιά να κάνουν το μνημόσυνο της μάνας. Αφού τελείωσε η λειτουργία και το μνημόσυνο, ο δύστυχος πατέρας, μάζεψε τα παιδιά του να επιστρέψει στο άδειο, από μάννα, σπίτι. Ένα από τα παιδιά, ένα κοριτσάκι δέκα ετών περίπου, στάθηκε μπροστά στήν εικόνα της Παναγίας και κλαίγοντας της έλεγε: «Παναγίτσα μου, εγώ τώρα δεν έχω μανούλα, μα χρειάζομαι μια μάννα. Θα μείνω εδώ κοντά Σου, να σ’ έχω αντί για τη μαμά μου, κοντά Σου δεν θα νοιώθω ορφανό, θα κάνω προσευχή και για την μανούλα μου, να την έχεις μαζί Σου να μην στενοχωριέται».
  Μιλούσε η παιδική ψυχή στην Παναγία και τα μάτια της έτρεχαν. Εκεί την βρίσκει ο πατέρας και της λέει, ότι πρέπει να φύγουν. Η μικρή του άπαντά, ότι θέλει να μείνει στο μοναστήρι, στην Παναγία, να ζήση όπως και οι άλλες μοναχές, δεν θέλει να επιστρέψει σπίτι. Ο πατέρας προσπαθεί να την πείσει, μα η μικρή επιμένει, τον παρακαλεί κλαίγοντας, να την αφήσει εδώ, στην Μάννα Παναγιά.
  Η Γερόντισσα, που ακόμα είναι στο ναό και βλέπει τη μικρή να κλαίει, τους πλησιάζει, να μάθη τι συμβαίνει. Ο πατέρας της λέει την επιθυμία της κόρης του και η μικρή την κοιτάζει ικετευτικά, παρακαλώντας με τα μάτια μόνο, να γίνη δεκτό το αίτημά της.
  Η Γερόντισσα, για να μη στενοχωρήσει κι άλλο, τον ταλαιπωρημένο πατέρα, του λέει: «Ας μείνει ένα διάστημα, το παιδί να ηρέμηση και μετά βλέπουμε. Έτσι έμεινε η μικρή και ήταν ένα πολύ εργατικό, υπάκουο και φιλότιμο παιδί. Αν και μικρή στην ηλικία, όχι μόνο δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα, αλλά ήταν ένα πολύ ξεκούραστο και ευχάριστο παιδί. Έτρεχε να εξυπηρέτηση παντού, δίχως να έχει καμιά απαίτηση. Στις ακολουθίες και στην προσευχή συμμετείχε με πολλή διάθεση. Μετά από ένα διάστημα αρρώστησε από φυματίωση, που εκείνη την εποχή ήταν αθεράπευτη.
  Αφού ήταν τόσο υπάκουη και αγαπούσε το μοναστήρι, αποφάσισαν και της έκαναν κουρά, της έδωσαν το μεγάλο και αγγελικό σχήμα και το μοναχικό όνομα «Άννα».Ήταν τότε δώδεκα ετών. Παρ’ όλη την ταλαιπωρία τής ασθενείας πού είχε, αγωνιζόταν, να μην κουράζει καμιά μοναχή. Οι καιροί τότε ήταν δύσκολοι και οι στερήσεις των υλικών αγαθών μεγάλες. Όταν αγόραζαν λίγο γάλα και της το έδιναν, έλεγε: «Αδελφές μου, εγώ έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω, γιατί να το πιω εγώ, ας το πιει κάποια άλλη αδελφή, που θα ζήση!». Καμιά απαίτηση, κανένα παράπονο, τίποτε για την ίδια, όλα για τους άλλους, μάλιστα σε τέτοια ηλικία!
  Κάθε βράδυ πριν πέσει να κοιμηθεί, αν και είχε καταβληθεί από την ασθένεια, γονάτιζε και διάβαζε τον κανόνα τού φύλακα αγγέλου. Στήν ερώτηση των αδελφών, «τι κάνεις εκεί Αννούλα μου, γιατί δεν ξεκουράζεσαι;» απαντούσε:
  «Αδελφές μου, διαβάζω την παράκληση του αγγέλου μου, για να έρθει σε καλή ώρα, να μου πάρει την ψυχή!».
Μετά από λίγο καιρό, πέθανε. Η Γερόντισσά της, την είδε να πετάη φορώντας ένα πανέμορφο ένδυμα και την ρώτησε:
  - Αννούλα μου, πώς περνάς;
  -«Ανεκδιήγητα!» απαντά η Αννούλα ενώ ταυτόχρονα, κουνούσε και το χεράκι της, εις ένδειξιν θαυμασμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ. ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ .ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΥ ΜΑΝΔΡΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ