Βρισκόμασθε στό Κονγκό τῆς Ἀφρικῆς.
Ὁ Ἁγιορείτης ιεραπόστολος π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης ἀναφέρει:
«῞Ενα πρωϊνό τοῦ ᾽Ιανουαρίου 1991 εἰσῆλθε στήν αὐλή τῆς ἱεραποστολικῆς
βάσεως Κολουέζι ὁ ἰθαγενής ἱερεύς π. ᾽Ιάκωβος συνοδευόμενος από τόν
ὁμοεθνῆ του Τάμπουε. Μέ χαιρέτησαν ἐγκάρδια. Ὁ π. ᾽Ιάκωβος μοῦ συνέστησε
τό νεαρό: “Ὁ κύριος αὐτός ζητεῖ νά γίνη Ὀρθόδοξος. Σοῦ τόν παραδίδω.
Συζήτησε μαζί του ὅ,τι νομίζεις”. Ἦταν ἕνας λεπτός, σοβαρός καί σεμνός
νέος ὄχι παραπάνω ἀπό τριάντα χρονῶν. Πρίν τοῦ ὑποβάλλω βροχή τίς
ἐρωτήσεις, τοῦ ζήτησα νά μοῦ διηγηθῆ τήν ἱστορία του καί πῶς ἔφθασε ὥς
ἐδῶ. Μοῦ διηγήθηκε λοιπόν τά ἑξῆς:
“Γεννήθηκα στό Λουμπουμπάσι τό 1963. Εἶμαι μοναχογιός εὐσεβῶν γονέων
καθολικῶν. Ἀπό μικρός ἀκολουθοῦσα τήν Ἐκκλησία καί τίς ὑποδείξεις τῶν
γονέων μου γιά τή σωτηρία μου. Στά εἴκοσί μου χρόνια ἐπηρεάσθηκα ἀπό τά
῾ἁγιοπνευματικά᾽ καί ῾ἁγιοφωτιστικά᾽ κηρύγματα τῶν Πεντηκοστιανῶν καί
προσεχώρησα στήν αἵρεσί τους.
Ἀγαποῦσα τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἐπιδόθηκα μέ ζῆλο σ᾽ αὐτήν.
Πίστευα ὅτι εἶχα βρεῖ τήν ἀληθινή Ἐκκλησία καί σ᾽ αὐτήν τώρα θά ἔπρεπε
νά κοπιάσω, γιά νά βοηθήσω καί τούς συνανθρώπους μου στό δύσκολο ἔργο
τῆς σωτηρίας. Οἱ προϊστάμενοί μου ἐξεδήλωσαν τήν εὐαρέσκειά τους γιά τό
ζῆλο μου πρός μάθησι καί θρησκευτική δρᾶσι καί γρήγορα μέ προήγαγαν σέ
πάστορα μιᾶς ἐνορίας.
Σέ λίγο διάστημα ἄλλο σκαλί ἀνώτερο μέ περίμενε. Μοῦ ἔδωσαν τό ἀξίωμα
τοῦ διδασκάλου καί ἱεροκήρυκα μιᾶς μεγάλης περιοχῆς πού περιλάμβανε ὅλο
τό Λουμπουμπάσι καί πολλές ἐνορίες γύρω ἀπό αὐτό. Σ᾽ αὐτό τό ἔργο
ἐπιδόθηκα πλέον ὄχι μέ ζῆλο, ἀλλά καί μέ φανατισμό. Θεωροῦσα τόν ἑαυτό
μου εὐτυχῆ, διότι ἤμουνα πάνω ἀπό ὅλους, διότι τούς ὁδηγοῦσα ὅπως ἤθελα
καί μέ τίς ἑρμηνεῖες τῆς ἁγίας Γραφῆς πού ἐγώ θεωροῦσα σωστές. Ἐπί δύο
χρόνια ἐπισκεπτόμουν τίς ἐνορίες μου καθοδηγώντας τούς πάστορες μέ
πύρινα κηρύγματα. Δέν δείλιαζα νά συνομιλήσω μέ ὁποιονδήποτε ἐπίσημο
ὑπάλληλο τῆς χώρας μου. Τόν κυβερνήτη (νομάρχη) τοῦ Λουμπουμπάσι ἐγώ τόν
μετέστρεψα ἀπό τόν Παπισμό στήν Πεντηκοστιανή αἵρεσι, καθώς καί ἄλλους
παράγοντες.
Κάποια ἡμέρα πού διάβαζα τήν Καινή Διαθήκη προσεκτικά, διεπίστωσα ὅτι μερικά ἔργα καί μηνύματα πού ὁ Χριστός ἔδωσε στούς Μαθητές του ἐμεῖς
δέν τά εἴχαμε σέ ἐφαρμογή. ῎Εδωσε στούς Ἀποστόλους τήν ἐξουσία νά λύνουν
καί νά δένουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, τούς ἔδωσε τό σῶμα καί τό αἷμα
του πρός ζωή αἰώνια, τούς ἔδωσε ἐντολή νά βαπτίζουν τά μέλη τῆς
θρησκείας κ.ἄ.. ῞Ολα αὐτά δημιούργησαν μέσα μου πολλά ἐρωτηματικά, διότι
τό κήρυγμά μου στίς ἐνορίες δέν περιεῖχε τίς ἀνωτέρω ἐντολές καί
ὑποθῆκες τοῦ Χριστοῦ. Ἄρχισα νά ἀνησυχῶ μήπως ἡ θρησκεία πού ἀκολουθῶ
δέν εἶναι ἡ σωστή καί βαδίζω στό δρόμο τῆς πλάνης. ῞Εως ὅτου ὅμως
μπορέσω νά δώσω ἀπάντησι στά ἐρωτήματά μου πού δέν μοῦ ἔδιναν οὔτε ὕπνο
στά βλέφαρά μου, ἀποφάσισα νά ἀποδημήσω χωρίς νά πῶ σέ κανένα τίποτε.
Ἦλθα στό Κολουέζι. Νοίκιασα ἕνα χορταρένιο καλυβάκι στή συνοικία τῶν
ἰθαγενῶν καί ἄρχισα νά ἀσχολοῦμαι ἐλάχιστα μέ τό ἐμπόριο γιά τή
καθημερινή μου τροφή. Σταμάτησα νά πηγαινοέρχωμαι σέ ἐκκλησίες,
δεδομένου ὅτι σ᾽ αὐτή τήν περιοχή εἶναι πάνω ἀπό τριάντα, διαφορετικές ἡ
μία ἀπό τήν ἄλλη. Εἶπα μέσα μου: Θεέ μου, γνωρίζω ὅτι μία Ἐκκλησία
ἄφησες στόν κόσμο. Οἱ Πεντηκοστιανοί καί ἄλλοι μοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν
ὑπάρχει πλέον ἡ ἀρχέγονη Ἐκκλησία. Ἀλλά πῶς ἐξηγεῖται ὁ λόγος Σου: ῾καί
πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς (:οὔτε ὁ Ἅδης δέν θά μπορέση νά τή
νικήση)᾽(Ματθαίου 16, 18); Ὑπάρχει, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία Σου καί εἶναι
μόνο μία. Φώτισέ με, λοιπόν, νά τή γνωρίσω καί νά τήν ἀκολουθήσω.
Ἡμέρα καί νύκτα πλέον δέν ἔπαυσα νά ἐπιτελῶ αὐτό τό ἔργο μόνο: Προσευχή
νά μοῦ ἀποκαλύψη ὁ Θεός τήν Ἐκκλησία του. Πέρασαν δύο χρόνια χωρίς
κάποια ἀπάντησι, κάποια πληροφορία. Λογισμοί δυσπιστίας μέ κύκλωσαν.
Σύννεφα ἀπελπισίας ἦλθαν νά μέ σκεπάσουν. Ἀλλά ὁ πανάγαθος Θεός δέν
ἄργησε νά μοῦ δώση τό ποθούμενο, βλέποντας τήν ἀγωνία μου.
Μιά νύκτα βλέπω στόν ὕπνο μου ἕναν ἄγνωστο μαυροφορεμένο. Ἦταν εὐρωπαῖος
κληρικός. Μαῦρα ράσα, ἄσπρα γένεια, λευκό καί γαλήνιο πρόσωπο, εἰρηνική
καί στοργική ματιά. Μέ πλησίασε καί μοῦ μίλησε στά Σουαχίλι. Ἐγώ
ἀπόρησα πῶς αὐτός ὁ γέροντας, μολονότι Εὐρωπαῖος, ξέρει Σουαχίλι. Μοῦ
εἶπε ἐπί λέξει τά ἑξῆς: ῾Εἶμαι ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ἄν θέλης νά σωθῆς, νά
ἀκολουθήσης τή δική μου Ἐκκλησία᾽. Μέ εὐλόγησε καί ἐξαφανίσθηκε.
Σηκώθηκα σαστισμένος. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ εὐρωπαῖος παπᾶς καί ποιά εἶναι
ἡ Ἐκκλησία του; Ποιός θά μέ καθοδηγήση σ᾽ αὐτήν;
Ἀφοῦ σηκώθηκα, βγῆκα στούς δρόμους καί ρωτοῦσα τούς συμπατριῶτες μου νά
μάθω σέ ποιά Ἐκκλησία ἀνήκει ὁ ἅγιος Νικόλαος. Μετά ἀπό ἀρκετές ἡμέρες
ἄκαρπης ἀναζητήσεως, ἔστειλε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπό του. Μιά Χριστιανή
ὀρθόδοξη τῆς ἐνορίας τοῦ ἁγίου Γεωργίου Κολουέζι, κάτοικος τῆς ἴδιας
συνοικίας, μέ πολλή χαρά μοῦ ἀνακοίνωσε γι᾽ αὐτό τό ὁποῖο ζητοῦσα. Μέ
πῆρε καί μέ πῆγε στόν ὀρθόδοξο ἱερέα π. ᾽Ιάκωβο, ὁ ὁποῖος μένει ἐκεῖ.
Καί αὐτός μέ ἔφερε σήμερα στήν Ἱεραποστολή”.
Αὐτή ἦταν ἡ δαιδαλώδης πορεία τοῦ νέου αὐτοῦ, γιά νά φθάση στό τόπο τῆς
ἀναψυχῆς, στή κοινή ὅλων μας Μητέρα Ἐκκλησία. “Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς
δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου (: ἔτσι ἀλλοιώνει πρός τό καλύτερο τό δεξί χέρι τοῦ
Θεοῦ)... Τίς Θεός μέγας ὡς ὁ Θεός ἠμῶν;”.
Σήμερα ὁ νέος αὐτός παρακολουθεῖ ἀκόμη τά κατηχητικά μαθήματα μέ
ταπείνωσι καί ἀνυπομονησία γιά τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς του. Διαβάζει μέ
ἱερό ζῆλο τά ὀρθόδοξα βιβλία, καταρτίζεται γιά νά ὑπηρετήση μελλοντικά
τήν Ἐκκλησία ὡς κληρικός, ἐάν εἶναι θέλημα Θεοῦ. ῎Ετσι μοῦ εἶπε.
Στούς πρώην πάστορες καί διδασκάλους τῶν Πεντηκοστιανῶν κρατάει ἀδελφική
μέν, ἀλλά μαχητική στάσι. Τούς δημιουργεῖ ἰσχυρούς προβληματισμούς καί
ἀμφιβολίες γιά τήν ἀλήθεια τῆς κοινότητός τους. Τούς ἐκμυστηρεύεται τό
θαυμαστό γεγονός τῆς ξαφνικῆς ἀλλαγῆς και στροφῆς του στήν ᾽Ορθοδοξία.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ὁ ἴδιος νέος μέ πλησίασε γιά νά μοῦ πῆ πῶς βαδίζει
στήν καινούργια του πορεία. Μοῦ ἐμπιστεύθηκε ἐπίσης και τό ἑξῆς:
“῞Ενα ἀπόγευμα διάβαζα τήν ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου ᾽Ιακώβου. Ξαφνικά
αἰσθάνομαι μιά δροσερή αὔρα νά μέ περιβάλλη, ἡ ὁποία κατόπιν μπῆκε μέσα
μου καί γέμισε τήν ὕπαρξί μου μέ χαρά καί γαλήνη πνευματική. Πρώτη φορά
αἰσθάνθηκα τέτοια ἱερή ἐμπειρία. Ταυτόχρονα ἄκουσα μία φωνή πού μοῦ
ἔλεγε: ῾Ἄφησε ὅλες τίς αἱρέσεις καί ἀκολούθησε ἀταλάντευτα τήν ᾽Ορθόδοξη
Ἐκκλησία᾽.
Δέν ἔχω, λοιπόν, πάτερ, καμμία ἀμφιβολία ὅτι βρίσκομαι στήν ἀληθινή
ἀρχαία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εὐχαριστῶ τό Θεό, διότι ὑπάρχει αὐτή ἡ
Ἐκκλησία του στήν πόλι μας, τόσο κοντά μας. Δέν χρειάσθηκε νά τρέξω
μακρυνές ἀποστάσεις γιά νά τή βρῶ. Εὐχαριστῶ ὅλους ἐσᾶς τούς ἀποστόλους
του γιά τό ἔργο πού ἐπιτελεῖτε στή πατρίδα μας. Προσεύχεσθε γιά μένα νά
σᾶς ἀκολουθήσω γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ μας”».
Πηγή:
Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
Τά Ἴχνη τοῦ Θεοῦ - Ἀπό τόν Προτεσταντισμό στήν Ὀρθοδοξία
ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ἀθήνα 2011
http://katixisi-orthodoxos-xristianismos.blogspot.gr/2018/02/1991.html#more