ΜΟΝΑΧΟΣ
ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ
Ὁ
μακαριστός πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, πού εἶναι ὁ μέγιστος θεολόγος τοῦ (20οῦ)
εἰκοστοῦ αἰῶνος μετά Χριστόν, εἶπε κάποτε τά ἑξῆς τρία :
«Πρῶτον
: Σήμερα δέν ἔχουμε ἁπλῶς κρίση θεολογίας, ἀλλά πρωτίστως ἔχουμε κρίση πίστεως».
«Δεύτερον
: Ἄν δέν ἀνέβω στό ἱερό βῆμα νά τελέσω τήν Θεία Λειτουργία, δέν ἀνεβαίνω στό
καθηγητικό βῆμα, γιά νά διδάξω ἤ νά κηρύξω».
«Τρίτον
: Πνευματικά εἴμαστε ὅλοι Ἕλληνες».
Τά
τρία αὐτά ἀποφθέγματα εἶναι πατερικώτατα, ὀρθοδοξώτατα, ἑλληνικώτατα. Ἐκφράζουν
ἐν ὀλίγοις τά ἀδιέξοδα, πνευματικά καί θεολογικά, στά ὁποία περιῆλθε ὅλος ὁ σύγχρονος
κόσμος, ἀλλά δίδουν καί τήν λύση τῶν ἀδιεξόδων αὐτῶν: Ἡ Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία
καί ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, Ζωή, Πολιτισμός, Θεολογία καί Πνευματικότητα.
Στά
ἴχνη, λοιπόν, τῶν ἁγίων Πατέρων, παλαιῶν καί νέων, ὅπως εἶναι οἱ σύγχρονοί μας ὀρθόδοξοι
θεολόγοι πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς, πατήρ Δημήτριος
Στανιλοάε, Μητροπολίτης Ναυπάκτου πατήρ Ἱερόθεος Βλάχος, πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης,
πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός, πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, πατήρ Γεώργιος Καψάνης,
Κωνσταντίνος Μουρατίδης, Γεώργιος Μαντζαρίδης καί Παναγιώτης Νέλλας, ἄς βαδίσουμε
καί ἐμεῖς ταπεινά, ὑπάκουα, μέ πνεῦμα μαθητείας, ἀφανείας, ἀδοξίας, ἀφιλαργυρίας,
ἀφιλοδοξίας καί ἀφιληδονίας.
Θά
θέλαμε στήν παροῦσα ἀναφορά νά φανερώσουμε, δείξουμε ἐκεῖνα τά χωρία ἀπό τό
βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου, ἡ Κλίμακα, τά ὁποία ἀναφέρονται στήν ὑπόθεση
«θεολογία». Διότι, ἄν δέν ἐπιστρέψουμε δημιουργικά, ὄχι στατικά καί μουμιοποιημένα,
στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, δέν πρόκειται νά ἐξέλθουμε
νικητές στόν ἀγώνα μας κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν ὀργάνων του. Ὁ διάβολος πάντοτε,
ἰδιαιτέρως ὅμως σήμερα, πολεμάει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τό ἀνθρώπινο γένος
καί μέ αἱρετικές θέσεις θεολογικές, διαστρεβλώνοντας ἀκόμη καί τά πατερικά κείμενα.
Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι κατοχυρώνονται ἡ λήθη, ἡ ἄγνοια καί ἡ ραθυμία μας, ἡ
φιλοδοξία, ἡ φιλαργυρία καί ἡ φιληδονία μας μέ πατερικά κείμενα!
Ἄς
δοῦμε, λοιπόν, τί λέγει περί θεολογίας ὁ ἅγιος Ἰωάννης Σιναΐτης, τόν ὁποῖο
παρακαλοῦμε ταπεινῶς νά μᾶς φωτίζει πάντοτε νά ὀρθοτομοῦμε τόν λόγον τῆς ἀληθείας
:
α) «Δέν θά
κατηγορηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, δέν θά κατηγορηθοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, διότι
δέν ἐθαυματουργήσαμε ἤ διότι δέν ἐθεολογήσαμε ἤ διότι δέν ἐγίναμε θεωρητικοί. Ὁπωσδήποτε
ὅμως θά δώσουμε λόγο στόν Θεό, διότι δέν ἐπενθήσαμε συνεχῶς»[1].
Σχόλιο: Ἑπομένως, ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιά νά θεολογεῖ κάποιος Ὀρθοδόξως καί Ἀνατολικῶς,
εἶναι τό χαροποιόν πένθος, χωρίς τό ὁποῖο πρόσωπο Θεοῦ δέν πρόκειται νά δοῦμε. Ἄλλωστε,
ἡ κάθαρση τῶν παθῶν, ὁ φωτισμός καί ἡ θεία ἔλλαμψη, πού εἶναι τά τρία στάδια τῆς
θεώσεως, δέν γίνονται κατορθωτά, χωρίς τό χαροποιόν πένθος.
β) «Ὁ βυθός
τῶν δογμάτων εἶναι βαθύς καί ὁ νοῦς τοῦ ἡσυχαστοῦ πηδᾶ καί βυθίζεται σ' αὐτά, ὄχι
χωρίς κίνδυνο. Εἶναι ἐπικίνδυνο νά κολυμπᾶ κανείς μέ τά ροῦχα του˙ ὁμοίως καί
τό νά ἐγγίζει τήν θεολογία, ἐνῶ ἔχει πάθη»[2].
Σχόλιο
: Ὁ φιλόσοφος καί θεολόγος κ. Χρῆστος Γιανναρᾶς «ἐκολύμπησε μέ τά ροῦχα του στά
βαθειά νερά καί πνίγηκε», διότι χωρίς νά ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη, τόλμησε νά
βυθισθεῖ, μέσα στόν βυθό τῶν δογμάτων μέ ἐγωϊστική ἔπαρση, διανοουμενίστικη
νοησιαρχία, ὀρθολογισμό καί ἀκαδημαϊκή ἐπιστημοσύνη. Ἄς προσέξουμε καί ἐμεῖς,
λοιπόν, νά μήν πάθουμε τά ἴδια.
γ) «Ἡ αὔξησις
τοῦ φόβου εἶναι ἀρχή τῆς ἀγάπης. Καί τό τέλος τῆς ἀγνείας εἶναι προϋπόθεσις τῆς
θεολογίας. Ἐκεῖνος, πού ἕνωσε τελείως τίς αἰσθήσεις του μέ τόν Θεό, μυσταγωγεῖται
στή θεολογία ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἐάν, ὅμως, οἱ αἰσθήσεις δέν ἔχουν ἑνωθεῖ μέ
τόν Θεόν, εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο νά θεολογεῖ κανείς.
Ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός
σέ ἐκεῖνον, πού θά κατοικήσει, θά χαρίσει τελεία ἁγνότητα καί καθαρότητα, νεκρώνοντας
τόν θάνατο (δηλαδή τά πάθη, πού νεκρώνουν τήν ψυχή). Μετά ἀπό τήν νέκρωση αὐτή,
ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ φωτίζεται καί γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. Ὁ ἁγνός γνωρίζει
τόν Ἁγνόν, ἐφ' ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδή ὁ Υἱός τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἁγνός ἐστί
διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος»[3].
Καί ὅποιος δέν ἐγνώρισε κατ' αὐτόν τόν τρόπον τόν Θεό, ὁμιλεῖ περί Θεοῦ «στοχαστικῶς»[4].
δ) «Ὑπάρχουν
μερικοί ἀκάθαρτοι δαίμονες, πού μόλις ἀρχίσει κάποιος τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
τοῦ ἀποκαλύπτουν τήν ἑρμηνεία της. Τοῦτο ἰδιαίτερα ἀγαποῦν νά τό κάνουν σέ
καρδιές κενοδόξων ἀνθρώπων καί μάλιστα μορφωμένων ἀνθρώπων μέ τήν κατά κόσμον
παιδεία. Καί ἀποσκοποῦν νά τούς ρίξουν σέ αἱρέσεις καί βλάσφημες ἰδέες, ἀπατῶντας
τους σιγά-σιγά. Θά ἀντιληφθοῦμε καλῶς τήν δαιμονική αὐτή θεολογία ἤ καλύτερα
βαττολογία (φλυαρία) ἀπό τήν ταραχή καί ἀκατάστατη καί ἄτακτη εὐχαρίστηση, πού
δημιουργεῖται στήν ψυχή τήν ὥρα τῆς ἐξηγήσεως»[5].
Σχόλιο: Τό ἀπόσπασμα αὐτό ταιριάζει στούς προτεστάντες, στούς παπικούς καί ἰδίως στούς
πεντηκοστιανούς. Διότι, ὁρισμένες ἀντιλήψεις, πού διατυπώνουν εἶναι ὀρθές, ὄχι ὅλες
(στήν πλειοψηφία τους οἱ ἀντιλήψεις τους εἶναι αἱρετικές. Ἀναμειγνύουν τήν αἵρεση
μέ τήν ἀλήθεια, γιά νά ξεγελάσουν τούς ἀνθρώπους, ἰδίως τούς χριστιανούς), ὅμως,
τί συμβαίνει; Ὑπερήφανοι κατά τήν καρδίαν, ἐπειδή κατάφεραν νά δώσουν μιά σωστή
ἑρμηνεία, λόγῳ κοσμικῆς, ἀκόμη καί ἀκαδημαϊκῆς ἐπιστημονικῆς θεολογικῆς παιδείας,
πιστεύουν ὅτι εἶναι μεγάλοι πατέρες καί θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία τους,
ὅμως, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, εἶναι δαιμονική καί προκαλεῖ ταραχή
καί ἀταξία. Πιστεύουμε ὅτι προκαλεῖ τούς ἀναγνῶστες καί ἀκροατές αὐτῆς τῆς
θεολογίας νά γίνουν ἄθεοι, εἰδωλολάτρες, αἱρετικοί. Τέτοια δέν εἶναι ἡ θεολογία,
πού διδάσκεται σχεδόν σέ ὅλες τίς Θεολογικές Σχολές πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου σέ
ὅλο τόν κόσμο, ὀρθόδοξο καί μή ὀρθόδοξο;
Τό
συμπέρασμα τοῦ συντόμου αὐτοῦ ἄρθρου περί θεολογίας εἶναι ὅτι: «Πραγματική, λοιπόν, θεολογία εἶναι ἡ αὐτοαποκάλυψις
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία αὐτοαποκάλυψις εἶναι καί ἀποκάλυψις
τῆς κοινωνίας καί τῆς ἑνότητος ἐν πληρότητι, πού ἔχουν τά πρόσωπα ταῦτα.
Ὅταν λέμε γιά κάποιον ἄνθρωπο ὅτι εἶναι θεολόγος, θά πρέπει ἐν τῷ θεολόγῳ νά
αὐτοαποκαλύπτει ὁ Θεός τόν Ἑαυτό Του ἤ ὁ θεολόγος νά ἀποκαλύπτει τόν Θεόν, ἔσωθεν
βγάζοντας κάτι, πού τοῦ τό δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός….
… Ὁ ἴδιος ὁ προσευχόμενος, ὅπως ἡ
προσευχή του, εἶναι θεολόγος[6].
Καί αὐτή αὕτη ἡ λατρεία μας τί ἄλλο δείχνει παρά τόν Θεόν, ἕνα ὄντα μαζί μέ ὅλο
Του τό ποίμνιο, τό ὁποῖο δέν καταργεῖ τήν ἑνότητά του, ἄν καί τό ποίμνιο αὐτό ὁλόκληρο
ἐνσωματώνεται μέσα εἰς Ἐκεῖνον.
Ἑπομένως, ἡ Θεολογία εἶναι μία βίωσις
τοῦ Θεοῦ, εἶναι μία χώρησις μέσα μας, μία ἐσωτερική γνῶσις τῶν σπλάχνων μου, τοῦ
πνεύματός μου, γνῶσις τῆς Τριαδικῆς Μονάδος, τήν ὁποίαν μαρτυρῶ»[7].
«Εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύξῃ˙
εἰ ἀληθῶς προσεύξῃ, θεολόγος εἶ». (Ἐάν εἶσαι θεολόγος,
νά προσεύχεσαι ἀληθινά˙ ἐάν ἀληθινά προσεύχεσαι, εἶσαι θεολόγος)[8].
[1]
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑÏΤΗΣ, Κλῖμαξ, Λόγος Ζ',
περί χαροποιοῦ πένθους, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978, σσ.
155-156.
[2] Ὅ. π., Λόγος ΚΖ', περί ἡσυχίας, σ. 336.
[3] Ψαλμ. 11, 7 καί 18, 10.
[4] Ὅ. π., Λόγος Λ', περί ἀγάπης, ἐλπίδος καί πίστεως, σσ. 376 – 377.
[5] Ὅ. π., Λόγος ΚΣΤ', περί διακρίσεως Β', σ. 316.
[6] ΟΣΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ, «Περί
προσευχῆς», ἀρ. 61, Φιλοκαλία, τόμος
Α', σ. 182.
[7] ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ,
Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους, Κατηχήσεις καί Λόγοι, ἀρ. 2, Ζωή ἐν Πνεύματι, Λόγος περί Θεολογίας καί
βιώματος, ἐκδ. Ὀρμύλια 1998, σσ. 305-306, 310.
[8] ΟΣΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ, ἔνθ'ἀνωτ.