Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Η Θέωση του ανθρώπου δια της Βυζαντινής Μουσικής και η μουσική της φιλαυτίας* Β΄ Μέρος

Νεόφυτος μοναχός Γρηγοριάτης
   Στο δεύτερο αυτό μέρος της αναφοράς μας στη Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική εν συγκρίσει με την μουσική της φιλαυτίας, θα δούμε υπό τύπον ερωταποκρίσεων την ανθρώπινη φωνή, τον ρυθμό, τον έμμετρο λόγο και την κοινή κλίμακα μουσικών συχνοτήτων της κοινής ανθρώπινης φύσεως, για να μεταδώσει το νόημα και το γράμμα των κειμένων της ορθοδόξου υμνολογίας, της λατρευτική ζωής της Εκκλησίας μας και την προσωπική πνευματική μυστηριακή υφή, ύφος, χροιά. Επέλεξε το καλύτερο από τα υπάρχοντα εκφραστικά μέσα.

  Ερώτηση 1η: Τί εχρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Λατρευτική ζωή της, για να πετύχει τον σκοπό της, που είναι η πνευματική ανάταση, το προοδευτικό ανέβασμα των εκκλησιαζομένων πιστών, η κοινωνία Θεώσεως, ενώσεως με τον Θεό;
  Απάντηση: Η Ορθόδοξη Εκκλησία εχρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα κυρίως την μουσική και τον λόγο σχεδόν ταυτόχρονα με την αρχή της πορείας της στον κόσμο.
Η Μουσική ως μορφή και σχήμα πολιτισμού προϋπήρχε της Εκκλησίας και δεν απορρίφθηκε ως μέσον για την επίτευξη του σκοπού της. Εάν σήμερα θέλουμε να βρούμε την ιδανική για την λατρευτική ζωή μας μουσική ένδυση και βοήθεια, θα πρέπει να αναζητήσουμε στις αρχές της ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας το σκεπτικό που οδήγησε τους πρώτους υπευθύνους της Θείας Λατρείας της, να χρησιμοποιήσουν την Μουσική και μάλιστα την Αρχαία Ελληνική Μουσική, απηλλαγμένη από πάθη, κεκαθαρμένη και μεταμορφωμένη από Αγίους Πατέρες μουσικά κατηρτισμένους όπως ήσαν οι οικουμενικοί μας Διδάσκαλοι Μέγας Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Μέγας Βασίλειος, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας, Αμβρόσιος Μεδιολάνων και Γρηγόριος Διάλογος, Πάπας Ρώμης.
  Η Μουσική αυτή ωνομάσθηκε Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική, που είναι συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής και επενδύει από τότε μέχρι σήμερα τον λόγο και τα κείμενα της ορθοδόξου υμνολογίας της Εκκλησίας, προκαλώντας την πνευματική ανάταση και το προοδευτικό ανέβασμα των εκκλησιαζομένων πιστών. Έτσι τους οδηγεί να εντάσσονται στην κοινωνία Θεώσεως, στην ένωση με τον Τριαδικό Θεό μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι δοκιμασμένη η αντοχή και η πνευματική ωφέλεια της Βυζαντινής Μουσικής, που αποδίδεται αποκλειστικά από την ανθρώπινη φωνή, τον ρυθμό κλπ. Γι’ αυτό και η Εκκλησία εχρησιμοποίησε την ανθρώπινη φωνή, τον ρυθμό, τον έμμετρο λόγο και την κοινή κλίμακα μουσικών συχνοτήτων της κοινής ανθρωπίνης φύσεως, για να πετύχει τον σκοπό της.
  Ερώτηση 2η: Γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία εχρησιμοποίησε την ανθρώπινη φωνή, τον ρυθμό, τον έμμετρο λόγο και την κοινή κλίμακα μουσικών συχνοτήτων της κοινής ανθρώπινης φύσεως και όχι οτιδήποτε άλλο στην Λατρευτική της ζωή;
  Απάντηση: Η Ορθόδοξη Εκκλησία εχρησιμοποίησε τα πιο πάνω αναφερθέντα μέσα διότι η ανθρώπινη φωνή είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους, καλλίφωνους και παράφωνους, οι οποίοι με μια κατάλληλη μουσική παιδεία εμπορούσαν να ψάλλουν ύμνους στους ήχους της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής που έγινε Βυζαντινή και Εκκλησιαστική, μέσα στις Λατρευτικές Συνάξεις της Εκκλησίας, πραγματοποιώντας τον σκοπό της ανθρώπινης φύσεως: να συντονίζει με την μουσική την δοξολογία του Σύμπαντος Κόσμου προς τον Θεό. Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης κατασκευάσθηκε ο άνθρωπος προς εργασίαν της μουσικής. Δεν βλέπεις, λέγει ο Άγιος Γρηγόριος, ότι η κατασκευή του ανθρωπίνου στόματος είναι τέτοια ώστε να αποδίδεται με την μουσική η δοξολογία του Σύμπαντος Κόσμου προς τον Θεό;
Όμως μπορούμε να εξετάσουμε και τις αισθήσεις του ανθρώπου: Την αφή, την ακοή, την όραση, την γεύση, την όσφρηση. Το έμβρυο μόλις συλληφθεί τι αντιλαμβάνεται πρώτα από όλα; Η πρώτη του αίσθηση που αναπτύσσεται είναι η ακοή. Τί ακούει; Ακούει την καρδιά της μητέρας του και αυτά που ερεθίζουν τις αισθήσεις της μητέρας του. Αυτά επηρεάζουν και την όλη πρόοδο της εγκυμοσύνης και την λειτουργία της ανθρώπινης προσωπικότητας του εμβρύου. Ακούει το έμβρυο τον ρυθμό της καρδιάς της μητέρας του, ντουκ-ντουκ.
  Ποια σχέση έχει ο ρυθμός με τον άνθρωπο; Από τα πρώτα βήματα αναπτύξεως του εμβρύου, αναγνωρίζουμε ως άνθρωποι στον εύρυθμο κτύπο της καρδίας του έτερου σώματος που ανήκει στην μητέρα του, την ίδια του την ζωή, συμμετέχει στον ρυθμό της ζωής ή η συμμετοχή σε αυτόν τον ρυθμό της ζωής είναι η ίδια η ζωή και κάθε αρρυθμία σημαίνει θάνατος και για την μητέρα και για το έμβρυο. Όπως στο έμβρυο η συμμετοχή, η συνύπαρξη, ο συντονισμός στον ρυθμό του ετέρου σώματος που ανήκει στην μητέρα του, είναι επιβεβλημένη και σημαίνει ζωή, έτσι και υπενθυμίζει (ξυπνά μνήμες) ότι μόνο με την συμμετοχή στον ζωντανό οργανισμό της Εκκλησίας ωριμάζει, αναπτύσσεται πνευματικά και γεννιέται στην όντως ζωή.
  Αν η μητέρα ψάλλει ή τραγουδά, είναι ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη, αυτά τα ακούει και τα αισθάνεται το έμβρυο. Είναι σχέση προσωπική, οντολογική, μουσική έλλογη και με λογική ρυθμική προσωδιακή σχέση προετοιμάζεται το έμβρυο να μεταβεί από την σκοτεινή μήτρα στον φωτεινό κόσμο της ανθρώπινης κοινωνίας, που περιμένει το έμβρυο μετά από εννιά μήνες κυοφορία: Μεταβαίνει από το σκοτάδι στο φως, από την σκλαβιά του περιορισμού στην ελεύθερη ζωή. Και όταν γεννηθεί το παιδί, το πρώτο που κάνει είναι να εκδηλωθεί με τη φωνή του. Κλαίει γοερά, δείγμα ότι γεννήθηκε άνθρωπος. Προκαλεί δάκρυα χαράς στη μητέρα του, που είναι τώρα και στο εξής η τροφός, η χαρά, η λύπη, η τρυφερότητα, η αγάπη, η πρώτη παρηγορία του νεογέννητου βρέφους.
  Γιατί τα λέμε αυτά; Διότι ο άνθρωπος μέσα στην εκκλησία είναι σαν το έμβρυο στη μήτρα της μητέρας του.
  (Μιλάμε πάντα για τους ανθρώπους που θέλουν να σωθούν δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία.). Οι αγωνιζόμενοι Χριστιανοί και οι κατηχούμενοι γίνονται ζωντανά μέλη της Εκκλησίας, χρησιμοποιώντας κοινά πράγματα σε όλους τους ανθρώπους: Τον ήχο, την ακοή, την ανθρώπινη φωνή, τον ρυθμό, τον έμμετρο λόγο και την κοινή κλίμακα μουσικών συχνοτήτων της κοινής ανθρώπινης φύσεως, αυξάνοντας πνευματικά, κυοφορούμενοι μέσα στην μήτρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, λύνοντας ο καθένας τα προβλήματα του, νοιώθοντας τις χαρές, τις λύπες, την τρυφερότητα, την αγάπη ή το μίσος, την ταραχή ή την ειρήνη. Και μέσα από το σκοτάδι του θανάτου μεταβαίνουν στο άκτιστο Φως του Χριστού, που είναι το Αρχέτυπο του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» πλασμένου ανθρώπου.
  Ερώτηση 3η: Τί συμβαίνει τώρα με τα μουσικά όργανα; Γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τα εχρησιμοποίησε μέσα στην Λατρευτική της ζωή;
  Απάντηση: Τα μουσικά όργανα έχουν δικό τους ήχο το καθένα, που κατά πλειοψηφία δεν ταιριάζει με τις ανθρώπινες φωνές, ακοές, ήχους. Έχουν δικό τους ρυθμό, μεγάλες κλίμακες, υψίτονες και βαρύτονες, που δεν μπορεί η οποιαδήποτε ανθρώπινη φωνή να αποδώσει. (Υποτάσσονται στα μουσικά όργανα, στο ρυθμό και στην μουσικά τους οι ανθρώπινες φωνές, όταν συνεργάζονται με ορχήστρες, σε μουσικές εκδηλώσεις.
  Η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί το κοινό σε όλους τους ανθρώπους και αναγνωρίσιμο από όλους σε όλες τις εποχές μουσικό όργανο, την ανθρώπινη φωνή. Στις συχνότητες της ανθρώπινης φωνής αναγνωρίζουμε όλες τις μνήμες που από μικρά παιδιά έχουμε ζήσει, την παρηγορία, την χαρά, την λύπη της φωνής της μητέρας μας, μνήμες της βρεφικής ηλικίας, στοργής, θαλπωρής, ασφάλειας κλπ., που ενοιώθαμε στην αγκαλιά της μητέρας μας. Τις συχνότητες αυτές τις εκάναμε μουσική κλίμακα, τις εχρησιμοποιήσαμε στην Θεία Λατρεία, ζούμε την ασφάλεια, την θαλπωρή, την αγάπη, την στοργή της αγκαλιάς της Μητέρας Εκκλησίας μας.
  Ερώτηση 4η: Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του Αγιορείτικου ύφους ψαλμωδίας των Αγιορειτών ψαλτών και δη των παλαιοτέρων γονέων;
  Απάντηση: Ο Αγιορείτης ψάλτης, ο ψάλτης της χαρμολύπης, φέροντας την κληρονομιά αιώνων μουσικής παραδόσεως, δεν αποκλίνει καθόλου από τον στόχο του, που είναι να νοιώθει ο ίδιος και ο πιστός χριστιανός, μοναχός και λαϊκός, ενεργός μέλος του ζωντανού οργανισμού της Μητέρας Εκκλησίας μας.
  Οι αποκλίνοντες σήμερα αποδίδουν μουσικά, μία άποψη δική τους, κάνουν το δικό τους θέλημα. Προσπαθούν να μιμηθούν τους κοσμικούς τραγουδιστές είτε ψάλλοντας κανταδόρικα δυτικίζοντας, είτε ψάλλοντας αμανέδες μουσουλμανικούς, είτε ψάλλοντας παραδοσιακά κομμάτια Βυζαντινής Μουσικής χωρίς χαρμολύπη, που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Αγιορειτικού ύφους ψαλμωδίας.
  Οι Αγιορείτες ψάλτες μάλλον χαρμολυπητικώς (με χαρμολύπη), διότι λυπούνται για τις αμαρτίες τους από την μια αλλά, συγχρόνως χαίρονται, διότι ο Αναστάς Κύριος Ιησούς Χριστός μας συγχώρεσε και εξάλειψε όλες τις αμαρτίες του ανθρωπίνου γένους. Ψάλλουν χαρμολυπητικώς επίσης, διότι ενώ ο Χριστός επαναπροσανατόλισε και συνέδεσε την όλη ανθρώπινη φύση και την κτιστή Δημιουργία με τον εαυτό Του δια της Σταυρικής θυσίας, της Αναστάσεως και της Αναλήψεως Του στον Ουρανό*, δεν θα σωθούν όλοι οι άνθρωποι, διότι δε θα θελήσουν. Χαίρονται οι άνθρωποι, διότι ο Αναστάς  και Αναληφθείς Κύριός μας αγαπά όλους τους ανθρώπους εξ’ ίσου, χωρίς προσωποληψίες, δίδει σε όλους άπειρες ευκαιρίες μετανοίας, επιστροφής στο πατρικό σπίτι, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, θεραπεύει την αρρωστημένη ανθρώπινη φύση με τα Θεία Μυστήρια και την χορηγία αρετών και ασκητικού-μαρτυρικού φρονήματος, όπως χορηγεί σε μας αφειδώλευτα και πλουσιοπάροχα την άπειρη, ατελεύτητη, άναρχη κατά φύσιν ελευθερία, αλήθεια και αγάπη Του, για να γίνει η κτιστή, πεπερασμένη και αρχούμενη ελευθερία του ανθρωπίνου γένους ό,τι είναι η Θεϊκή ελευθερία, αλήθεια και αγάπη, όχι κατά φύσιν αλλά, κατά χάριν. Λέγει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ότι: «Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει εκείνο που είναι ο Τριαδικός Θεός, πλην της κατ’ ουσίαν ταυτότητος.».
  Οι Αγιορείτες ψάλτες ψάλλουν με ρυθμό, τάξη και αρμονία. Θεολογούν μουσικά και ψάλλουν Θεολογικά. Παραμένουν πιστοί στην Παράδοση και νοιώθουν εσωτερική ελευθερία και αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο.
  Ερώτηση 5η: Γιατί στα ιεραποστολικά μας κλιμάκια ανά τον κόσμο διδάσκεται η Βυζαντινή Μουσική, που είναι συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσική; Αφού οι Αφρικανοί, οι Ασιάτες, οι Ευρωπαίοι, ακόμη και οι ορθόδοξοι Ανατολικοευρωπαίοι Σλάβοι και Ανατολίτες Άραβες έχουν δική τους μουσική παράδοση, πώς εμείς οι Ορθόδοξοι θέλουμε να τους επιβάλουμε με το ζόρι την δική μας μουσική παράδοση; Μήπως είμαστε, με μια λέξη, ιμπεριαλιστές;
  Απάντηση: Οι Ορθόδοξοι Έλληνες ιεραπόστολοι ανά τον κόσμο δεν είναι ιμπεριαλιστές. Εφαρμόζουν το Κυριακό λόγιο: «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας εώς της συντέλειας του αιώνος. Αμήν.» (Ματθ. 28, 19-20). Σκοπός των Ελληνορθοδόξων ιεραποστόλων μας είναι να ευαγγελισθούν τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό πρώτα (και όχι το κράτος της Ελληνικής Δημοκρατίας) και δεύτερον τον Ελληνισμό ως γλώσσα, ιστορία, πολιτική και τέχνη, φιλοσοφία και πολιτισμό όπως αγιάσθηκε από την Ορθοδοξία, ως αγία Ρωμιοσύνη. Διότι η Ρωμιοσύνη είναι συνδυασμός Ρωμαϊκής Διοικήσεως, Ελληνικής Παιδείας και Ορθοδόξου Πίστεως που κρατάει μέχρι σήμερα τα σκήπτρα στο πνευματικό ύψος του παγκοσμίου γίγνεσθαι, εξελίξεως, επιστήμης και φιλοσοφίας κλπ. Η Ελληνορθόδοξη Παράδοση είναι συγκερασμός διαφόρων πολιτισμών. Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι ενιαίος. Οι ιδιαιτερότητες της Ελληνορθοδόξου Παραδόσεως ενσωματώθηκαν διακριτικά, χωρίς στανική επιβολή στους διαφόρους λαούς. Κάθε λαός, κάθε πολιτισμός έχει βάλει ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα του παγκοσμίου διαχρονικού πολιτισμού. Κανένας πολιτισμός με τις ιδιαιτερότητές του (π.χ.: γλωσσικές, εθνικές, θρησκευτικές) εξ’ ορισμού δεν επιβάλλεται, ούτε έρχεται να καταργήσει τους υπάρχοντες πολιτισμούς. Ο πολιτισμικός ρατσισμός αποκλείεται.
  Βέβαια μέσα στην ιστορία παρατηρήθηκαν στανικές επιβολές και πειθαναγκασμοί από ορισμένους λαούς του δικού τους πολιτισμού σε άλλους λαούς, όπως π.χ.: ο Καρλομάγνος επέβαλε τον φραγκικό πολιτισμό στην Δυτική Ευρώπη και ο μουσουλμανικός πολιτισμός επεβλήθει στην Μέση Ανατολή, Βόρειο Αφρική και Ασία δια πυρός και σιδήρου. Οι Έλληνες και προ και μετά Χριστόν, ΠΟΤΕ ΜΑ ΠΟΤΕ  δεν επέβαλαν στανικά ή διά πυρός και σιδήρου τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, όπου και αν επήγαν να εγκατασταθούν ή να κηρύξουν τον Χριστό και τον Ελληνισμό. Αυτή είναι η αντικειμενική ιστορική αλήθεια, που την δέχονται όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι της γης παλαιότερα και σήμερα.
  Οι Ελληνορθόδοξοι ιεραπόστολοί μας μεταδίδουν την θεωρία και εμπειρία (2000) δύο χιλιάδων χρόνων Ελληνορθοδόξου Παραδόσεως και αν θέλουν οι λαοί της γης τα δέχονται ή τα απορρίπτουν ελεύθερα και αβίαστα, χωρίς εξαναγκασμό και προπαγάνδα, πλύση εγκεφάλου και παραπληροφόρηση. Αν θέλουν, μπορούν μπολιάζοντας την Ελληνορθόδοξη Παράδοση, άρα και την Βυζαντινή Μουσική Παράδοση, στην δική τους εθνική ή τοπική Παράδοση, να πετύχουν την Θέωση, την σύζευξη και κριτική αφομοίωση εκείνων των στοιχείων που είναι πανανθρώπινα, πανορθόδοξα και παγκόσμια. Άλλωστε πιστεύουμε εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. Τί σημαίνει «Καθολικήν Εκκλησίαν»; Σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ιδρύθηκε για να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, όσοι θέλουν, αν θέλουν. Σημαίνει ότι είναι πλήρης αληθείας, σωτηρίας, Θεώσεως, ελευθερίας, χάριτος και αγάπης. Σημαίνει ότι περιλαμβάνει όλον τον Τριαδικό Θεό και όλη την ανθρώπινη φύση και όλη την Δημιουργία-Κτίση στους κόλπους της. Επομένως, επαναλαμβάνουμε πως οι ανά τον κόσμο Ελληνορθόδοξοι ιεραπόστολοι δεν είναι ιμπεριαλιστές αλλά, αντιαποικιοκράτες, αντιιμπεριαλιστές, διάκονοι, λειτουργοί της αγάπης, της θυσίας, του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού και θεράποντες υπηρέτες των λαών όπου εργάζονται χωρίς ιδιοτέλεια, συμφέρον, υστεροβουλία, χωρίς επεκτατικές βλέψεις.
  Ενώ, γενικά όλοι σχεδόν οι ιεραπόστολοι της Δυτικής Ευρώπης συμπεριεφέρθησαν ιμπεριαλιστικά και αποικιοκρατικά όπου και αν επήγαν να κηρύξουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Αυτό το λέμε, διότι όλοι το ξέρουν και είναι η πραγματικότητα, δεν έχουμε μίσος ή εμπάθεια ή προκατάληψη ή διάθεση μειώσεώς τους έναντί μας. Αυτό συντόμως μου είπε ένας Κενυάτης ιερομόναχος ορθόδοξος κάποτε, όταν συζητούσαμε το θέμα της ιεραποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αφρική και Ασία: -«Όταν ήλθαν στην Αφρική οι δυτικοευρωπαίοι λευκοί ιεραπόστολοι, αυτοί είχαν το Ευαγγέλιο του Χριστού και εμείς είχαμε την γη μας. Μετά από λίγα χρόνια παρουσία τους στην Αφρική μέχρι σήμερα, εμείς αποκτήσαμε το Ευαγγέλιο του Χριστού και αυτοί απέκτησαν την γη μας».


(*) Εννοείται  εδώ ότι ο Θεός Λόγος προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, πλην της αμαρτίας, από την Θεοτόκο Παρθένο Μαρία και την εθέωσε.