Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

Χριστος ὁ ἄγνωστος Βασιλευς

Η γεννησις του Χριστού

Ἑορτολόγιο: Ἡ Γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄ Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2705
Ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

«Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰω. 1,10)

Γιὰ μία ἀκόμα φορά, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε τὸ μέγιστο γεγο­νὸς τῆς παγκοσμίου ἱστορί­ας, τὰ Γενέθλια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Χριστὸς ἐπὶ γῆς», οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη (κάλ.). «Χριστὸς ἐπὶ γῆς»· «μυ­­στή­ριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον», ψάλλει ὁ ὑ­μνῳδός (θ΄ ᾠδ. καν.). Μέγα ὄντως τὸ μυστή­ριο. Ἐ­ὰν ἕ­να μόριο ὕλης, ἕνα ἄτομο, περι­­κλείῃ μυστήρια ἀνεξιχνιάστα, πόσο μᾶλλον ἡ ἐνανθρώ­πησις τοῦ Θεοῦ Λόγου; Αὐτὸ ὑ­μνεῖ ἡ Ἐκκλησία· «Τὸ μυστήριο δὲν δέχεται ἔ­­­ρευνα, μὲ τὴν πίστι μόνο τὸ δοξολογοῦ­με ὅλοι λέγοντας· Ἀνερμήνευτε Κύριε, δόξα σοι» (αἶν.). Καὶ στὴν Παρθέ­νο Μαρία λέει· Μεγάλο πόθο ἔχουμε ὕμνους νὰ σοῦ πλέκουμε, ἀλλ᾽ αὐτὸ εἶνε «ἐρ­γῶ­δες», πολὺ δύσ­κολο (θ΄ ᾠδ. ἰαμβ. καν.). Χίλιες γλῶσ­σες ποιητῶν, ῥητόρων μὰ καὶ ἀγγέλων καὶ ἀρ­χαγγέλων ἀδυνατοῦν νὰ ψάλουν τὸ μεγαλεῖο σου.

Εἶνε ὅμως ἀνάγκη σήμερα νὰ δώσουμε μία μι­­κρὴ ἔ­στω ἰδέα τοῦ ἀσυλλήπτου μυστηρίου ποὺ ἑ­ορτάζουμε. Νὰ θεολογήσουμε; νὰ φιλο­σοφήσουμε; Ὄχι δά· τὸ ἀποφεύγω. Ὅπως πάν­τοτε, θὰ μιλήσω πρακτικά. Θ᾽ ἀναφέρω λοι­­πὸν δύο – τρία βοηθητικὰ παραδείγματα.

* * *

Τὸ πρῶτο εἶνε τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (βλ. Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος;· P.G. 49,351). Σὲ μία ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του λέει τὸ ἑξῆς. Ὁ Ἥ­λιος βρίσκεται σὲ μεγάλη ἀπόστασι ἀπὸ τὴ Γῆ, γι᾽ αὐτὸ μᾶς φαίνεται σὰν μιὰ μικρὴ σφαῖ­ρα. Ὑποθέστε ὅμως, ὅτι ὁ οὐράνιος Πατέρας τὸν διατάζει καὶ τοῦ λέει· Μπρός, πλησί­ασε τὴ Γῆ! Τί θὰ γίνῃ τότε; Κάτι φοβερό. Ὁ Ἥλιος μέρα μὲ τὴ μέ­ρα, ὅσο θὰ πλησιάζῃ, θὰ φαίνεται μεγαλύτερος· θὰ φανῇ διπλάσιος, τριπλά­σιος, πενταπλάσιος… Ἀλλὰ καὶ ἡ θερμοκρασία θ᾽ αὐξηθῇ· ἡ ζέστη θὰ εἶνε ἀφόρητη· καὶ τό­τε οἱ παγετῶνες τῶν Πόλων θὰ λειώσουν, ποτάμια λίμνες θάλασ­σες θὰ ἐξατμισθοῦν, θὰ φανοῦν οἱ πυθμένες τῶν ὠκεα­νῶν. Κι ἂν ὁ Ἥλιος προχωρήσῃ ἀκόμη περισσότερο καὶ ἀγγίξῃ τὴ Γῆ, τότε αὐτὴ θὰ γί­νῃ κάρβουνο.
Μὰ τώρα, συνεχίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐ­ράνια καὶ ἄγγιξε τὴ Γῆ ὄχι ὁ Ἥλιος ἀλλ᾽ αὐ­τὸς ποὺ ἐποίησε τὸν Ἥλιο τὴ Σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, πῶς ἡ Γῆ δὲν κάηκε; Αὐ­τὸ ἔ­γινε διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς δὲν ἦλ­θε στὴ Γῆ μὲ γυμνὴ τὴ θεότητά του. Τὸ ξίφος τῆς θεότητος μπῆκε μέσα στὴ θή­κη· καὶ ἡ θήκη εἶνε ἡ ἀνθρώπινη φύ­σις του. Φόρεσε ὁ Θεὸς ἀν­θρώπινη σάρκα καὶ περπάτησε στὴ Γῆ σὰν ὁ πιὸ ταπεινὸς καὶ φτωχὸς ἄνθρωπος. Ἡ ἀνθρώπινη φύσις του ἔ­κρυψε μέσα της ὅλο τὸν ἥλιο τῆς θεότητός του.
Ἕνα ἄλλο παράδειγμα ὑπάρχει σ᾽ ἕνα ὡ­ραῖο βιβλίο, ποὺ ἐπὶ δεκαετίες διάβαζαν τὰ Ἑλ­ληνόπουλα, τὸ βιβλίο «Ὁ Γεροστάθης».

 Συγγρα­φέας του εἶνε ὁ ἀείμνηστος Λέων Με­λᾶς, θεῖος τοῦ ἡρωικοῦ μακεδονομάχου Παύλου Μελᾶ. Στὸ βιβλίο αὐτὸ ὑπάρχει τὸ ἑξῆς ἀ­νέκδοτο, ποὺ νομίζω ὅτι φωτίζει κάπως τὸ ἀ­σύλληπτο μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἡμέρας.
Στὸν ῾Ρωσικὸ θρόνο τὸν 16ο αἰῶνα ἀνέβηκε ἕ­­νας αὐτοκράτορας, ὁ Ἰβὰν ὁ τρομερός, τὸν ὁ­ποῖο περικύκλωναν πολλοὶ κόλακες. Ὁ ᾽Ιβὰν ἀηδίασε τὶς κολακεῖες τῆς αὐλῆς του καὶ σκέφτηκε· Αὐτοὶ δὲν μοῦ λένε τὴν ἀλήθεια· θὰ πλησιάσω λοιπὸν ἀπ᾽ εὐθείας τοὺς ὑπηκόους μου· μόνος, χωρὶς συνοδεία… Ἔ­βγαλε τότε τὸ στέμμα καὶ τὴ στολή, ἄ­φησε τὰ μαλλιά του ἀχτένιστα καὶ τὰ γένεια του ἀπεριποίητα, ἔρριξε στάχτη στὸ κεφάλι του, ἀλ­λοίωσε λίγο τὸ πρόσωπό του καὶ βγῆκε ἔτσι ἀπὸ τὸ παλάτι. Βρῆκε ἕνα ζητιάνο, τοῦ ζήτησε τὰ ῥοῦχα του, τὰ φόρεσε, καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάστασι ἄρχισε νὰ περι­οδεύῃ. Ἡ νύχτα τὸν βρῆκε σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Μό­σχας. Χτύπη­σε στὰ σπίτια, μὰ κανείς δὲν τοῦ ἄνοιξε. Μόνο στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ σὲ μιὰ ταπεινὴ καλύβα τοῦ ἄνοιξε ἕνας φτωχὸς χωρικός. Δὲν τὸν ἀ­να­γνώρισε, τὸν πέρα­σε γιὰ περιπλανώ­μενο ζητιάνο. Τοῦ ᾽βαλε νὰ φάῃ, τὸν ζέ­στανε καὶ τοῦ ᾽στρω­σε νὰ κοιμηθῇ.
Ὅταν με­τὰ ἀπὸ μέρες ὁ Ἰβὰν τελείωσε τὴν περιοδεία καὶ γύρισε στὸ παλάτι, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη στὸν χωρικὸ ἐκεῖνο ἔστειλε ἀνθρώπους του νὰ χτίστουν στὴ θέσι τῆς καλύβας ποὺ τὸν φι­λοξένησε μία λαμπρὴ κατοικία, γιὰ νὰ θυμίζῃ, ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμα ψυχὲς ποὺ ἐκ­­τιμοῦν τὸν ἄν­θρωπο, ὄχι τ᾽ ἀξιώματα, καὶ κά­τω ἀπὸ τὰ ῥάκη διακρίνουν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Θαυμάζουμε αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰβάν; Ἀλλὰ τί εἶνε καὶ ὁ Ἰβὰν καὶ οἱ τσάροι καὶ οἱ βυζαντινοὶ αὐ­τοκράτορες καὶ ὅλοι οἱ βασιλεῖς τοῦ κό­σμου; Ἄνθρωποι, ὅλοι μικροὶ ἐν συγ­κρί­σει μὲ «τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων», ὅπως ἀ­κοῦ­με στὸ Χερουβικό· «…ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅ­λων ὑ­πο­­δεξόμενοι». Αὐ­τὸς μόνο εἶνε ὁ ἀληθινὸς Βασιλεύς, ποὺ φόρεσε τὰ ῥάκη τῆς ἀν­θρωπίνης φύσεως καὶ περπάτησε ἀνάμεσά μας· ἀ­πέβαλε τὴ μεγαλοπρέπεια, ἄφησε τὰ γαλάζια παλάτια τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβηκε ἐδῶ στὴ μαύρη Γῆ, νὰ συναναστραφῇ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἂς προσθέσω κ᾽ ἕνα τρίτο σχετικὸ παράδει­γμα. Τὸ ἀναφέρει ἕνας νεώτερος συγγρα­φέας, ὁ Ἰ­ταλὸς Τζο­βάν­νι Παπίνι. Αὐτὸς ἦ­ταν ἄπιστος καὶ βλά­σφημος λογοτέχνης, ὁ ὁ­ποῖος ὕστερα ἀπὸ περιπέτειες, ἔτσι ἀπὸ περι­έργεια, πῆρε στὰ χέ­­ρια του τὸ Εὐαγγέλιο. Διαβάζοντάς το ἄ­νοι­­­ξαν τὰ μάτια του· καὶ τόσο θαμπώθηκε, ὥσ­­τε ἄφησε τὶς πολυτέλειες τῆς Φλωρεντίας καὶ ἐπὶ μία δεκαετία χάθηκε κλεισμένος σὲ μιὰ ἐξοχικὴ ἔπαυλι· ἐκεῖ ἔκλαιγε τὰ ἁ­μαρ­τήματά του, τὸ κακὸ παρελθόν, καὶ ἔγραψε τὸ βιβλίο Ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταφράστηκε καὶ στὰ ἑλληνικά. Ἐκεῖ λοιπόν, σχολι­άζοντας τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἔκανε ἡ ἀνθρωπότητα στὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, θυμᾶται ἕ­να παράδειγμα, τὸ ὁποῖο παίρ­νει ἀπὸ τὴν Ὀ­δύσσεια τοῦ Ὁμήρου, τὸ γνωστὸ ἀρ­χαῖο ποίημα.
Ὅλοι θά ᾽χετε ἀκούσει γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν πολυμήχανο βασιλιᾶ τῆς μικρῆς Ἰθάκης, ὁ ὁποῖος ἔ­φυγε ἀπὸ τὸ νησί του νέος ῥωμαλέ­ος ἔνδοξος, καὶ ἐπιστρέφοντας περιπλανή­θηκε ἐπὶ μία εἰκοσαετία ἀνὰ τὰ πελάγη παρακαλώντας τοὺς θεούς, νὰ δῇ ἔ­στω κι ἀπὸ μακριὰ καπνὸ νὰ βγαίνῃ ἀπ᾽ τὸ τζάκι τοῦ σπιτιοῦ του καὶ ἂς πεθάνῃ. Μετὰ τόσα χρόνια τέλος ἐ­πιστρέ­φει ταλαιπωρημένος στὴν ᾽Ιθάκη· ὄχι πιὰ μὲ στέμματα καὶ μεγαλοπρέπειες ἀλλὰ σὰν ἕ­νας ἐπαίτης. Μὲ συγκίνησι πλησιάζει στὸ σπίτι – στὸ ἀνάκτο­ρό του. Κανείς δὲν τὸν ἀναγνώ­ρισε· κανείς, ἐνῷ μνηστῆρες, ἐλεεινὰ ὑποκείμενα, διεκδικοῦσαν τὸ θρό­νο του. Ὁ μόνος, λέει ὁ Τζοβάννι Παπίνι ἐπαναλαμβάνον­τας τὸ στίχο τοῦ Ὁμήρου, ὁ μόνος ποὺ τὸν γνώρισε δὲν ἦταν ἄνθρωπος· ἦταν ἕνα σκυλί, ὁ Ἄργος, ποὺ εἶχε πιὰ γεράσει κ᾽ ἦταν ἕτοιμο νὰ ψοφήσῃ. Καὶ τί μυστήριο· μόλις τὸν εἶδε, τοῦ κούνησε τὴν οὐρὰ καὶ μετὰ ψόφησε.
Τὰ ἴδια καὶ στὸ Χριστό. Ὄχι πιὰ βασιλεὺς ᾽Ιθάκης ἀλλὰ ὁ Βασιλεὺς ὅλου τοῦ κόσμου κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, καὶ ποιός τοῦ ἔδωσε σημα­σία; Οἱ πρῶτοι ποὺ εἶδαν τὸν γεννηθέντα Χριστὸ –ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πάναγνα μάτια τῆς ὑ­περ­αγίας Θεοτόκου–, τὰ πιὸ ἄ­κακα καὶ ἀθῷα μάτια ποὺ τὸν ἀντίκρυσαν ἦταν τὰ μάτια δύο ζῴων. Ἕνα βόδι κ᾽ ἕνα γαϊδουράκι ἐκεῖ στὸ βρώ­­μι­κο στάβλο τὴν παγερὴ ἐκείνη νύχτα μὲ τὴν ἀ­­νάσα τους θέρμαναν τὸ γυμνὸ κορμὶ τοῦ Θείου Βρέφους· «ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνω­­σθήσῃ», ἔλεγε ἕνας προφήτης (Ἀβ. 3,2). Καὶ ἄλλος προφήτης· «Ἔ­γνω βοῦς τὸν κτησάμε­νον καὶ ὄ­νος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐ­τοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐκ συ­νῆκεν» (Ἠσ. 1,3)· τὸ βόδι, λέει, ξέρει τὸ ἀφεντικό του καὶ τὸ γαϊδουράκι τὸ μέρος ποὺ εἶνε ἡ φάτνη του, ὁ Ἰσραὴλ ὅμως δὲν μὲ γνώρισε καὶ ὁ λαός μου δὲν μὲ κατάλαβε.

* * *

«Χριστὸς ἐπὶ γῆς», ἀδελφοί μου! ὁ Βασιλεὺς τοῦ κόσμου κατέβηκε ἐπάνω στὴ Γῆ. Ἐ­ὰν κακίζουμε τοὺς κατοίκους τῆς ᾽Ιθάκης, τοὺς Μοσχοβῖτες ἢ κάποιους ἄλ­λους, πολὺ περισσότερο νὰ ὀργιστοῦ­με ἐναντίον ἡμῶν γιὰ τὴ στάσι μας ἀπέναντι στὸν γεννηθέντα Χριστό.
Τὸ 1942 πέθανε ἡ βασίλισσα τῆς Ὁλλανδί­ας Βιλελμίνη. Αὐτή, προτοῦ ν᾽ ἀποθάνῃ ἔ­γραψε ἕνα μικρὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ Χριστός, αὐ­τὸς ὁ ἄγνωστος»· τὸ συνιστῶ στοὺς διανοουμέ­νους. Ἐκεῖ διεκτραγῳ­δεῖ τὸ δρᾶμα τῆς ἀν­θρωπότητος ἡ ὁποία, ἐνῷ προοδεύει σὲ ὅλα τὰ πεδία τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς γνώσεως, ἐν τούτοις ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τῆς εἶνε ἄγνωστος. Ναί, ἄγνωστος ὡς θεωρία, ὡς πρᾶξις, ὡς ζωή, ὡς βίωμα, ὡς κέντρο πανισχύρου ἕλξεως.
Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ἄγνω­στος –καὶ γι᾽ αὐτὸ πολλοὶ ἑορτάζουν Χριστούγεννα χω­ρὶς Χριστό– φαίνεται κι ἀπὸ τὸ ἑξῆς. Ὅ,τι ἀγα­πᾷς τὸ σκέπτεσαι, τό ᾽χεις στὴν καρδιά σου, τὸ ὀνει­­ρεύεσαι, τό ᾽χεις στὰ χείλη, στὴν ὁμιλία σου· γι᾽ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾷς, μιλᾷς. Λοιπόν, ἡ σκέψι, ἡ καρδιά, τὸ εἶναι μας ποῦ θὰ εἶνε σήμερα; Ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ θὰ μιλήσουν ὅλοι γιὰ διάφορα πράγματα, ἑ­κα­τομμύ­ρια λέξεις θὰ βγοῦν ἀπὸ τὰ στόματα καὶ τὶς γλῶσ­σες. Γιὰ πολλὰ πράγματα θὰ συζητήσετε· γιὰ γυναῖ­κες, γιὰ παιδιά, γιὰ τοὺς ἀποδήμους, γιὰ τοὺς ναυτι­κούς, γιὰ τὴν ἔρημη πατρί­­δα μας… Ἀλλὰ βάζω στοίχημα, ἐὰν μέσα στὶς ἐπισκέψεις καὶ συναστροφὲς θὰ βρεθῇ ἄνθρωπος ποὺ θὰ μιλήσῃ γιὰ τὸν γεννηθέν­τα Ἰησοῦ, ποὺ εἶνε ὁ ἀγαπητὸς τῶν ἀγαπητῶν, ὁ λατρευ­τὸς τῶν αἰώνων, τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα, ὁ ἄξονας γύ­ρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέφεται ὅλος ὁ κόσμος, καὶ ἐνώ­πιον τοῦ ὁποίου μιὰ μέρα «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογή­σηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2,11)· κάθε γλῶσσα νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε Κύριος, καὶ ἔτσι νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς Πατέρας. Πολλὰ λοιπὸν σήμερα θὰ συζητήσουμε, ἀλλὰ θ᾽ ἀκουστῇ ἡ λέξι Χριστός; Καὶ ἂν ἀ­κου­στῇ, θά ᾽χῃ τὴ θέρμη τῆς λατρείας, ἢ θά ᾽νε ψυχρὴ σὰν τὸ χιόνι; Ἅμα λὲς τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας σου ἢ τῆς ἀρραβωνιαστικιᾶς σου ἢ ἄλλων ποὺ ἀγα­πᾷς, τὸ λὲς μὲ θέρμη ψυ­χῆς· ἐνῷ, ἄν ποτε ἀναφέρῃς τὸ ὄ­νο­μα Χριστός, πόσο ψυχρὰ τὸ προφέρεις!
Λυπᾶμαι σήμερα καὶ κλαίω. Ἡ σημερινὴ τοὐλάχιστον ἡμέρα ἔπρεπε νά ᾽νε λευ­­κὴ ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς προσβολῆς τοῦ ὀ­νόματος τοῦ Γεννηθέντος Χρι­στοῦ. Θ᾽ ἀκουστῇ ὅμως κάπου καὶ σήμερα τὸ ὄνομα Χριστὸς ὄχι ὡς αἶ­νος καὶ δοξολογία, ἀλλ᾽ ὡς βλα­σφημία. Γι᾽ αὐτὸ θὰ ἤ­θελα νὰ εἶμαι σ᾽ ἕνα σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νὰ θρηνήσω τ᾽ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ μας.

* * *

Τελειώνω μὲ μιὰ προτροπή. Δὲν θέλω νὰ ταράξω τὴν ἡσυχία σας, ἀλλὰ σκεφθῆτε, ὅτι μπορεῖ κάποιοι ἀπὸ μᾶς, εἴτε νεώτεροι εἴτε γεροντότεροι, νὰ ἑορτά­ζουμε σήμερα τὰ τελευταῖα Χριστούγεννα τῆς ζω­ῆς μας. Βλέπου­με συχνὰ δίπλα μας νεώτατους ἀν­θρώπους, στὸ ἄνθος τῆς ἀκμῆς τους, νὰ πέφτουν σὰν κεραυνόπληκτοι. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Νὰ εἴμαστε ἕ­τοιμοι, μὲ τὰ εἰσιτήρια στὸ χέρι, γιὰ ν᾽ ἀνεβοῦμε στὴ γέφυρα τῆς αἰωνιότητος· ὄχι πλέον κάτω ἐδῶ στὴ Γῆ, ἀλλὰ ἐπάνω στὰ οὐράνια, καὶ ν᾽ ἀ­κούσουμε ἐκεῖ ἀπὸ τὰ σμήνη τῶν ἀγγέλων τὸν ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰ­ρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Γονεῖς, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεό. Κι ὅ­ταν τὸ με­σημέρι καθήσετε στὸ πλούσιο τραπέζι, σᾶς παρα­καλῶ, μπουκιὰ μὴ βάλετε στὸ στόμα, ἐὰν προηγουμένως δὲν κάνετε ὄρθιοι προσευχή. Βάλτε τὸ μικρὸ παιδὶ νὰ πῇ τὸ ὡ­ραῖο ἀπολυτίκιο «Ἡ γέννησίς σου, Χριστέ…», τὸ «Πάτερ ἡ­μῶν…». Καὶ μὴ ντρέπεστε γι᾽ αὐτό, ἂν εἶστε Χριστιανοί.
Πάρτε τὸ Εὐαγγέλιο, διαβάστε τὸ σχετικὸ κεφάλαιο καὶ πῆτε μὲ ἁπλᾶ λόγια στὰ παιδιά· Τί μέρα αὐ­τὴ ὁ Χριστὸς μᾶς ἔκανε μεγάλη εὐ­εργεσία. Τί θὰ ἦ­ταν ὁ κόσμος χωρὶς τὸ Χριστό!… Πατέρα καὶ μάνα ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ἂν τὸ κάνετε αὐτό, σᾶς τὸ λέω· Θ᾽ ἀ­σπρίσουν τὰ μαλλιά, θὰ πεθάνετε. Τὸ παιδὶ θὰ τὰ ξε­χάσῃ ὅλα· τὸ φαΐ, τὶς κοῦκλες, τὰ ῥοῦχα ποὺ τοῦ ψώ­νισες. Δὲν θὰ ξεχάσῃ ὅμως ποτέ τὴ μάνα καὶ τὸν πα­τέρα ποὺ φύτεψαν στὴν καρδιά του τὴν ἁγία ἐλπίδα, τὴ σπίθα τοῦ οὐρανοῦ, τὴν πίστι στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Παρατηρήσεις· Ὁ νέος ἱεράρχης π. Αὐγουστῖνος ἑορτάζει στὴν ἕδρα του μὲ τὸ πιστὸ λαό, τὸν ἱερὸ κλῆρο καὶ τοὺς ἄρχοντες τὰ πρῶτα του Χριστούγεννα ὡς ἀρχιερεύς, τὴ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή. Κάτω ἀπὸ τὸ μεγαλήγορο ὕφος μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει, μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνῃ τὴ συγκίνησι ποὺ τὸν κατέχει. Εἶνε Δευτέρα, 25 Δεκεμβρίου 1967. Ἡ κοινωνία ἔχει προσφάτως συγ­κλονιστῆ ἀπὸ τὸν ἀδόκητο θάνατο τοῦ 53 ἐτῶν διευθυντοῦ τῆς Ἀγροτικῆς Τραπέζης. Ἡ ὁμιλία γίνεται στὸν παλαιὸ μητροπολιτικὸ ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης. Δὲν θὰ θεολογήσῃ καὶ φιλοσοφήσῃ· θέλει νὰ συνεχίσῃ νὰ ὁμιλῇ πρακτικά, γιὰ νὰ εἶνε κατανοητός. Στοὺς μορφωμένους συνιστᾷ νὰ μελετήσουν κάτι εἰδικώτερα. Τὸ λαὸ συμβουλεύει νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Θεὸ ποὺ ἀπέτρεψε φρικτὴ σύγκρουσι, ἐννοεῖ τὸ ἀποτυχημένο βασιλικὸ κίνημα (13 Δεκ.), καὶ τοὺς καλεῖ νὰ τιμήσουν τὴν ἡμέρα Χριστοκεντρικὰ καὶ ὄχι κοσμικά.

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν παλαιὸ ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Δευτέρα 25-12-1967. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-10-2025.

Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις στὸ cd 1967/34Φ τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868). ἐκδίδεται καὶ ἠχητικῶς στὴ σειρὰ «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» 34Φ

augoustinos-kantiotis.gr