Ἑορτολόγιο: Ἡ Γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄ Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2705
Ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου – Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025
«Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰω. 1,10)
Γιὰ
μία ἀκόμα φορά, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε τὸ μέγιστο
γεγονὸς τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, τὰ Γενέθλια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Εἶνε ὅμως ἀνάγκη σήμερα νὰ δώσουμε μία μικρὴ ἔστω ἰδέα τοῦ ἀσυλλήπτου μυστηρίου ποὺ ἑορτάζουμε. Νὰ θεολογήσουμε; νὰ φιλοσοφήσουμε; Ὄχι δά· τὸ ἀποφεύγω. Ὅπως πάντοτε, θὰ μιλήσω πρακτικά. Θ᾽ ἀναφέρω λοιπὸν δύο – τρία βοηθητικὰ παραδείγματα.
* * *
� Τὸ πρῶτο εἶνε τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου
(βλ. Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος;· P.G. 49,351). Σὲ μία ἀπὸ
τὶς ὁμιλίες του λέει τὸ ἑξῆς. Ὁ Ἥλιος βρίσκεται σὲ μεγάλη ἀπόστασι ἀπὸ
τὴ Γῆ, γι᾽ αὐτὸ μᾶς φαίνεται σὰν μιὰ μικρὴ σφαῖρα. Ὑποθέστε ὅμως, ὅτι ὁ
οὐράνιος Πατέρας τὸν διατάζει καὶ τοῦ λέει· Μπρός, πλησίασε τὴ Γῆ! Τί
θὰ γίνῃ τότε; Κάτι φοβερό. Ὁ Ἥλιος μέρα μὲ τὴ μέρα, ὅσο θὰ πλησιάζῃ, θὰ
φαίνεται μεγαλύτερος· θὰ φανῇ διπλάσιος, τριπλάσιος, πενταπλάσιος…
Ἀλλὰ καὶ ἡ θερμοκρασία θ᾽ αὐξηθῇ· ἡ ζέστη θὰ εἶνε ἀφόρητη· καὶ τότε οἱ
παγετῶνες τῶν Πόλων θὰ λειώσουν, ποτάμια λίμνες θάλασσες θὰ
ἐξατμισθοῦν, θὰ φανοῦν οἱ πυθμένες τῶν ὠκεανῶν. Κι ἂν ὁ Ἥλιος προχωρήσῃ
ἀκόμη περισσότερο καὶ ἀγγίξῃ τὴ Γῆ, τότε αὐτὴ θὰ γίνῃ κάρβουνο.
Μὰ τώρα, συνεχίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ
ἄγγιξε τὴ Γῆ ὄχι ὁ Ἥλιος ἀλλ᾽ αὐτὸς ποὺ ἐποίησε τὸν Ἥλιο τὴ Σελήνη καὶ
τὰ ἄστρα, πῶς ἡ Γῆ δὲν κάηκε; Αὐτὸ ἔγινε διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς
δὲν ἦλθε στὴ Γῆ μὲ γυμνὴ τὴ θεότητά του. Τὸ ξίφος τῆς θεότητος μπῆκε
μέσα στὴ θήκη· καὶ ἡ θήκη εἶνε ἡ ἀνθρώπινη φύσις του. Φόρεσε ὁ Θεὸς
ἀνθρώπινη σάρκα καὶ περπάτησε στὴ Γῆ σὰν ὁ πιὸ ταπεινὸς καὶ φτωχὸς
ἄνθρωπος. Ἡ ἀνθρώπινη φύσις του ἔκρυψε μέσα της ὅλο τὸν ἥλιο τῆς
θεότητός του.
� Ἕνα ἄλλο παράδειγμα ὑπάρχει σ᾽ ἕνα ὡραῖο βιβλίο, ποὺ ἐπὶ δεκαετίες διάβαζαν τὰ Ἑλληνόπουλα, τὸ βιβλίο «Ὁ Γεροστάθης».
Συγγραφέας του εἶνε ὁ ἀείμνηστος Λέων
Μελᾶς, θεῖος τοῦ ἡρωικοῦ μακεδονομάχου Παύλου Μελᾶ. Στὸ βιβλίο αὐτὸ
ὑπάρχει τὸ ἑξῆς ἀνέκδοτο, ποὺ νομίζω ὅτι φωτίζει κάπως τὸ ἀσύλληπτο
μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἡμέρας.
Στὸν ῾Ρωσικὸ θρόνο τὸν 16ο αἰῶνα ἀνέβηκε ἕνας αὐτοκράτορας, ὁ Ἰβὰν ὁ
τρομερός, τὸν ὁποῖο περικύκλωναν πολλοὶ κόλακες. Ὁ ᾽Ιβὰν ἀηδίασε τὶς
κολακεῖες τῆς αὐλῆς του καὶ σκέφτηκε· Αὐτοὶ δὲν μοῦ λένε τὴν ἀλήθεια· θὰ
πλησιάσω λοιπὸν ἀπ᾽ εὐθείας τοὺς ὑπηκόους μου· μόνος, χωρὶς συνοδεία…
Ἔβγαλε τότε τὸ στέμμα καὶ τὴ στολή, ἄφησε τὰ μαλλιά του ἀχτένιστα καὶ
τὰ γένεια του ἀπεριποίητα, ἔρριξε στάχτη στὸ κεφάλι του, ἀλλοίωσε λίγο
τὸ πρόσωπό του καὶ βγῆκε ἔτσι ἀπὸ τὸ παλάτι. Βρῆκε ἕνα ζητιάνο, τοῦ
ζήτησε τὰ ῥοῦχα του, τὰ φόρεσε, καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάστασι ἄρχισε νὰ
περιοδεύῃ. Ἡ νύχτα τὸν βρῆκε σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Μόσχας. Χτύπησε στὰ
σπίτια, μὰ κανείς δὲν τοῦ ἄνοιξε. Μόνο στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ σὲ μιὰ
ταπεινὴ καλύβα τοῦ ἄνοιξε ἕνας φτωχὸς χωρικός. Δὲν τὸν ἀναγνώρισε, τὸν
πέρασε γιὰ περιπλανώμενο ζητιάνο. Τοῦ ᾽βαλε νὰ φάῃ, τὸν ζέστανε καὶ
τοῦ ᾽στρωσε νὰ κοιμηθῇ.
Ὅταν μετὰ ἀπὸ μέρες ὁ Ἰβὰν τελείωσε τὴν περιοδεία καὶ γύρισε στὸ
παλάτι, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη στὸν χωρικὸ ἐκεῖνο ἔστειλε ἀνθρώπους του νὰ
χτίστουν στὴ θέσι τῆς καλύβας ποὺ τὸν φιλοξένησε μία λαμπρὴ κατοικία,
γιὰ νὰ θυμίζῃ, ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμα ψυχὲς ποὺ ἐκτιμοῦν τὸν ἄνθρωπο, ὄχι
τ᾽ ἀξιώματα, καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ῥάκη διακρίνουν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Θαυμάζουμε αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰβάν; Ἀλλὰ τί εἶνε καὶ ὁ Ἰβὰν καὶ οἱ τσάροι
καὶ οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες καὶ ὅλοι οἱ βασιλεῖς τοῦ κόσμου;
Ἄνθρωποι, ὅλοι μικροὶ ἐν συγκρίσει μὲ «τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων», ὅπως
ἀκοῦμε στὸ Χερουβικό· «…ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι».
Αὐτὸς μόνο εἶνε ὁ ἀληθινὸς Βασιλεύς, ποὺ φόρεσε τὰ ῥάκη τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως καὶ περπάτησε ἀνάμεσά μας· ἀπέβαλε τὴ μεγαλοπρέπεια, ἄφησε τὰ
γαλάζια παλάτια τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβηκε ἐδῶ στὴ μαύρη Γῆ, νὰ
συναναστραφῇ τοὺς ἀνθρώπους.
� Ἂς προσθέσω κ᾽ ἕνα τρίτο σχετικὸ παράδειγμα. Τὸ ἀναφέρει ἕνας νεώτερος συγγραφέας, ὁ Ἰταλὸς Τζοβάννι Παπίνι.
Αὐτὸς ἦταν ἄπιστος καὶ βλάσφημος λογοτέχνης, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ
περιπέτειες, ἔτσι ἀπὸ περιέργεια, πῆρε στὰ χέρια του τὸ Εὐαγγέλιο.
Διαβάζοντάς το ἄνοιξαν τὰ μάτια του· καὶ τόσο θαμπώθηκε, ὥστε
ἄφησε τὶς πολυτέλειες τῆς Φλωρεντίας καὶ ἐπὶ μία δεκαετία χάθηκε
κλεισμένος σὲ μιὰ ἐξοχικὴ ἔπαυλι· ἐκεῖ ἔκλαιγε τὰ ἁμαρτήματά του, τὸ
κακὸ παρελθόν, καὶ ἔγραψε τὸ βιβλίο Ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ
μεταφράστηκε καὶ στὰ ἑλληνικά. Ἐκεῖ λοιπόν, σχολιάζοντας τὴν ὑποδοχὴ
ποὺ ἔκανε ἡ ἀνθρωπότητα στὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, θυμᾶται ἕνα
παράδειγμα, τὸ ὁποῖο παίρνει ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου, τὸ γνωστὸ
ἀρχαῖο ποίημα.
Ὅλοι θά ᾽χετε ἀκούσει γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν πολυμήχανο βασιλιᾶ τῆς μικρῆς
Ἰθάκης, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπὸ τὸ νησί του νέος ῥωμαλέος ἔνδοξος, καὶ
ἐπιστρέφοντας περιπλανήθηκε ἐπὶ μία εἰκοσαετία ἀνὰ τὰ πελάγη
παρακαλώντας τοὺς θεούς, νὰ δῇ ἔστω κι ἀπὸ μακριὰ καπνὸ νὰ βγαίνῃ ἀπ᾽
τὸ τζάκι τοῦ σπιτιοῦ του καὶ ἂς πεθάνῃ. Μετὰ τόσα χρόνια τέλος
ἐπιστρέφει ταλαιπωρημένος στὴν ᾽Ιθάκη· ὄχι πιὰ μὲ στέμματα καὶ
μεγαλοπρέπειες ἀλλὰ σὰν ἕνας ἐπαίτης. Μὲ συγκίνησι πλησιάζει στὸ σπίτι –
στὸ ἀνάκτορό του. Κανείς δὲν τὸν ἀναγνώρισε· κανείς, ἐνῷ μνηστῆρες,
ἐλεεινὰ ὑποκείμενα, διεκδικοῦσαν τὸ θρόνο του. Ὁ μόνος, λέει ὁ Τζοβάννι
Παπίνι ἐπαναλαμβάνοντας τὸ στίχο τοῦ Ὁμήρου, ὁ μόνος ποὺ τὸν γνώρισε
δὲν ἦταν ἄνθρωπος· ἦταν ἕνα σκυλί, ὁ Ἄργος, ποὺ εἶχε πιὰ γεράσει κ᾽ ἦταν
ἕτοιμο νὰ ψοφήσῃ. Καὶ τί μυστήριο· μόλις τὸν εἶδε, τοῦ κούνησε τὴν οὐρὰ
καὶ μετὰ ψόφησε.
Τὰ ἴδια καὶ στὸ Χριστό. Ὄχι πιὰ βασιλεὺς ᾽Ιθάκης ἀλλὰ ὁ Βασιλεὺς ὅλου
τοῦ κόσμου κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, καὶ ποιός τοῦ ἔδωσε σημασία; Οἱ πρῶτοι
ποὺ εἶδαν τὸν γεννηθέντα Χριστὸ –ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πάναγνα μάτια τῆς
ὑπεραγίας Θεοτόκου–, τὰ πιὸ ἄκακα καὶ ἀθῷα μάτια ποὺ τὸν ἀντίκρυσαν
ἦταν τὰ μάτια δύο ζῴων. Ἕνα βόδι κ᾽ ἕνα γαϊδουράκι ἐκεῖ στὸ βρώμικο
στάβλο τὴν παγερὴ ἐκείνη νύχτα μὲ τὴν ἀνάσα τους θέρμαναν τὸ γυμνὸ
κορμὶ τοῦ Θείου Βρέφους· «ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ», ἔλεγε ἕνας
προφήτης (Ἀβ. 3,2). Καὶ ἄλλος προφήτης· «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ
ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με
οὐκ συνῆκεν» (Ἠσ. 1,3)· τὸ βόδι, λέει, ξέρει τὸ ἀφεντικό του καὶ τὸ
γαϊδουράκι τὸ μέρος ποὺ εἶνε ἡ φάτνη του, ὁ Ἰσραὴλ ὅμως δὲν μὲ γνώρισε
καὶ ὁ λαός μου δὲν μὲ κατάλαβε.
* * *
«Χριστὸς ἐπὶ γῆς», ἀδελφοί μου! ὁ
Βασιλεὺς τοῦ κόσμου κατέβηκε ἐπάνω στὴ Γῆ. Ἐὰν κακίζουμε τοὺς κατοίκους
τῆς ᾽Ιθάκης, τοὺς Μοσχοβῖτες ἢ κάποιους ἄλλους, πολὺ περισσότερο νὰ
ὀργιστοῦμε ἐναντίον ἡμῶν γιὰ τὴ στάσι μας ἀπέναντι στὸν γεννηθέντα
Χριστό.
Τὸ 1942 πέθανε ἡ βασίλισσα τῆς Ὁλλανδίας Βιλελμίνη. Αὐτή, προτοῦ ν᾽
ἀποθάνῃ ἔγραψε ἕνα μικρὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ Χριστός, αὐτὸς ὁ
ἄγνωστος»· τὸ συνιστῶ στοὺς διανοουμένους. Ἐκεῖ διεκτραγῳδεῖ τὸ δρᾶμα
τῆς ἀνθρωπότητος ἡ ὁποία, ἐνῷ προοδεύει σὲ ὅλα τὰ πεδία τῶν ἐπιστημῶν
καὶ τῆς γνώσεως, ἐν τούτοις ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τῆς εἶνε ἄγνωστος. Ναί,
ἄγνωστος ὡς θεωρία, ὡς πρᾶξις, ὡς ζωή, ὡς βίωμα, ὡς κέντρο πανισχύρου
ἕλξεως.
Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ἄγνωστος –καὶ γι᾽ αὐτὸ πολλοὶ
ἑορτάζουν Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό– φαίνεται κι ἀπὸ τὸ ἑξῆς. Ὅ,τι
ἀγαπᾷς τὸ σκέπτεσαι, τό ᾽χεις στὴν καρδιά σου, τὸ ὀνειρεύεσαι, τό
᾽χεις στὰ χείλη, στὴν ὁμιλία σου· γι᾽ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾷς, μιλᾷς. Λοιπόν, ἡ
σκέψι, ἡ καρδιά, τὸ εἶναι μας ποῦ θὰ εἶνε σήμερα; Ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ
βράδυ θὰ μιλήσουν ὅλοι γιὰ διάφορα πράγματα, ἑκατομμύρια λέξεις θὰ
βγοῦν ἀπὸ τὰ στόματα καὶ τὶς γλῶσσες. Γιὰ πολλὰ πράγματα θὰ συζητήσετε·
γιὰ γυναῖκες, γιὰ παιδιά, γιὰ τοὺς ἀποδήμους, γιὰ τοὺς ναυτικούς, γιὰ
τὴν ἔρημη πατρίδα μας… Ἀλλὰ βάζω στοίχημα, ἐὰν μέσα στὶς ἐπισκέψεις
καὶ συναστροφὲς θὰ βρεθῇ ἄνθρωπος ποὺ θὰ μιλήσῃ γιὰ τὸν γεννηθέντα
Ἰησοῦ, ποὺ εἶνε ὁ ἀγαπητὸς τῶν ἀγαπητῶν, ὁ λατρευτὸς τῶν αἰώνων, τὸ
ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα, ὁ ἄξονας γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέφεται ὅλος ὁ κόσμος,
καὶ ἐνώπιον τοῦ ὁποίου μιὰ μέρα «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι
Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2,11)· κάθε γλῶσσα
νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε Κύριος, καὶ ἔτσι νὰ δοξάζεται ὁ
Θεὸς Πατέρας. Πολλὰ λοιπὸν σήμερα θὰ συζητήσουμε, ἀλλὰ θ᾽ ἀκουστῇ ἡ λέξι
Χριστός; Καὶ ἂν ἀκουστῇ, θά ᾽χῃ τὴ θέρμη τῆς λατρείας, ἢ θά ᾽νε ψυχρὴ
σὰν τὸ χιόνι; Ἅμα λὲς τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας σου ἢ τῆς ἀρραβωνιαστικιᾶς
σου ἢ ἄλλων ποὺ ἀγαπᾷς, τὸ λὲς μὲ θέρμη ψυχῆς· ἐνῷ, ἄν ποτε ἀναφέρῃς
τὸ ὄνομα Χριστός, πόσο ψυχρὰ τὸ προφέρεις!
Λυπᾶμαι σήμερα καὶ κλαίω. Ἡ σημερινὴ τοὐλάχιστον ἡμέρα ἔπρεπε νά ᾽νε
λευκὴ ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς προσβολῆς τοῦ ὀνόματος τοῦ Γεννηθέντος
Χριστοῦ. Θ᾽ ἀκουστῇ ὅμως κάπου καὶ σήμερα τὸ ὄνομα Χριστὸς ὄχι ὡς
αἶνος καὶ δοξολογία, ἀλλ᾽ ὡς βλασφημία. Γι᾽ αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι σ᾽
ἕνα σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νὰ θρηνήσω τ᾽ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ μας.
* * *
Τελειώνω μὲ μιὰ προτροπή. Δὲν
θέλω νὰ ταράξω τὴν ἡσυχία σας, ἀλλὰ σκεφθῆτε, ὅτι μπορεῖ κάποιοι ἀπὸ
μᾶς, εἴτε νεώτεροι εἴτε γεροντότεροι, νὰ ἑορτάζουμε σήμερα τὰ τελευταῖα
Χριστούγεννα τῆς ζωῆς μας. Βλέπουμε συχνὰ δίπλα μας νεώτατους
ἀνθρώπους, στὸ ἄνθος τῆς ἀκμῆς τους, νὰ πέφτουν σὰν κεραυνόπληκτοι.
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Νὰ εἴμαστε
ἕτοιμοι, μὲ τὰ εἰσιτήρια στὸ χέρι, γιὰ ν᾽ ἀνεβοῦμε στὴ γέφυρα τῆς
αἰωνιότητος· ὄχι πλέον κάτω ἐδῶ στὴ Γῆ, ἀλλὰ ἐπάνω στὰ οὐράνια, καὶ ν᾽
ἀκούσουμε ἐκεῖ ἀπὸ τὰ σμήνη τῶν ἀγγέλων τὸν ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Γονεῖς, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεό. Κι ὅταν τὸ μεσημέρι καθήσετε στὸ
πλούσιο τραπέζι, σᾶς παρακαλῶ, μπουκιὰ μὴ βάλετε στὸ στόμα, ἐὰν
προηγουμένως δὲν κάνετε ὄρθιοι προσευχή. Βάλτε τὸ μικρὸ παιδὶ νὰ πῇ τὸ
ὡραῖο ἀπολυτίκιο «Ἡ γέννησίς σου, Χριστέ…», τὸ «Πάτερ ἡμῶν…». Καὶ μὴ
ντρέπεστε γι᾽ αὐτό, ἂν εἶστε Χριστιανοί.
Πάρτε τὸ Εὐαγγέλιο, διαβάστε τὸ σχετικὸ κεφάλαιο καὶ πῆτε μὲ ἁπλᾶ λόγια
στὰ παιδιά· Τί μέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς μᾶς ἔκανε μεγάλη εὐεργεσία. Τί θὰ
ἦταν ὁ κόσμος χωρὶς τὸ Χριστό!… Πατέρα καὶ μάνα ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ἂν τὸ
κάνετε αὐτό, σᾶς τὸ λέω· Θ᾽ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά, θὰ πεθάνετε. Τὸ παιδὶ
θὰ τὰ ξεχάσῃ ὅλα· τὸ φαΐ, τὶς κοῦκλες, τὰ ῥοῦχα ποὺ τοῦ ψώνισες. Δὲν
θὰ ξεχάσῃ ὅμως ποτέ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ φύτεψαν στὴν καρδιά του
τὴν ἁγία ἐλπίδα, τὴ σπίθα τοῦ οὐρανοῦ, τὴν πίστι στὸν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Παρατηρήσεις· Ὁ νέος ἱεράρχης π. Αὐγουστῖνος ἑορτάζει στὴν ἕδρα του μὲ τὸ πιστὸ λαό, τὸν ἱερὸ κλῆρο καὶ τοὺς ἄρχοντες τὰ πρῶτα του Χριστούγεννα ὡς ἀρχιερεύς, τὴ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή. Κάτω ἀπὸ τὸ μεγαλήγορο ὕφος μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει, μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνῃ τὴ συγκίνησι ποὺ τὸν κατέχει. Εἶνε Δευτέρα, 25 Δεκεμβρίου 1967. Ἡ κοινωνία ἔχει προσφάτως συγκλονιστῆ ἀπὸ τὸν ἀδόκητο θάνατο τοῦ 53 ἐτῶν διευθυντοῦ τῆς Ἀγροτικῆς Τραπέζης. Ἡ ὁμιλία γίνεται στὸν παλαιὸ μητροπολιτικὸ ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης. Δὲν θὰ θεολογήσῃ καὶ φιλοσοφήσῃ· θέλει νὰ συνεχίσῃ νὰ ὁμιλῇ πρακτικά, γιὰ νὰ εἶνε κατανοητός. Στοὺς μορφωμένους συνιστᾷ νὰ μελετήσουν κάτι εἰδικώτερα. Τὸ λαὸ συμβουλεύει νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Θεὸ ποὺ ἀπέτρεψε φρικτὴ σύγκρουσι, ἐννοεῖ τὸ ἀποτυχημένο βασιλικὸ κίνημα (13 Δεκ.), καὶ τοὺς καλεῖ νὰ τιμήσουν τὴν ἡμέρα Χριστοκεντρικὰ καὶ ὄχι κοσμικά.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε
στὸν παλαιὸ ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Δευτέρα 25-12-1967.
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-10-2025.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις στὸ cd 1967/34Φ τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868). ἐκδίδεται καὶ ἠχητικῶς στὴ σειρὰ «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» 34Φ
